
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Τα Palser καψάκια συνιστάται να λαμβάνονται το πρωί, κατά προτίμηση
χωρίς φαγητό και να καταπίνονται ολόκληρα με μισό ποτήρι νερό. Τα
καψάκια δεν πρέπει να μασώνται ή να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς με δυσκολίες κατάποσης και για παιδιά που μπορούν να πιούν
ή να καταπιούν ημίρρευστες τροφές.
Οι ασθενείς μπορούν να ανοίξουν το καψάκιο και να καταπιούν το
περιεχόμενο με μισό ποτήρι νερό ή μετά από ανάμειξη του περιεχομένου με
ένα ελαφρώς όξινο υγρό π.χ. χυμό φρούτου ή κομπόστα μήλου, ή με μη-
ανθρακούχο νερό. Πρέπει να γίνει σύσταση στους ασθενείς ότι το μείγμα
πρέπει να λαμβάνεται αμέσως (ή μέσα σε 30 λεπτά) και πάντα να
αναδεύεται ακριβώς πριν την πόση και να ξεπλένεται με μισό ποτήρι νερό.
Εναλλακτικά οι ασθενείς μπορούν να διαλύσουν το καψάκιο στο στόμα και
να καταπιούν τα κοκκία με μισό ποτήρι νερό. Τα εντεροδιαλυτά κοκκία δεν
πρέπει να μασηθούν.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ομεπραζόλη, στα υποκατεστημένα βενζιμιδαζόλια ή σε
κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Η ομεπραζόλη όπως και άλλοι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη (βλέπε παράγραφο
4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία ανησυχητικών συμπτωμάτων (π.χ. σημαντική ακούσια απώλεια
βάρους, υποτροπιάζων εμετός, δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα κένωση) και
όταν υπάρχει υποψία ή παρουσία γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλείεται η
κακοήθεια, καθώς η θεραπεία μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα και να
καθυστερήσει τη διάγνωση.
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αταζαναβίρης με αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων (βλέπε παράγραφο 4.5). Εάν ο συνδυασμός
αταζαναβίρης με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων δεν μπορεί να
αποφευχθεί, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση (π.χ. ιικό φορτίο) σε
συνδυασμό με αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg
ριτοναβίρη. Η ομεπραζόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αποκλειστές οξέων, μπορεί να μειώσει
την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνη) λόγω της υπο- ή
αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με μειωμένες
αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης Β
12
σε
περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης (βλέπε
6