Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩN ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
PALSER
20mg γαστροανθεκτικό καψάκιο, σκληρό
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε γαστροανθεκτικό καψάκιο περιέχει 20 mg ομεπραζόλης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Γαστροανθεκτικό καψάκιο, σκληρό.
Καψάκιο αδιαφανούς λευκού χρώματος, με εκτύπωση “20 mg’’
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1. Θεραπευτικές ενδείξεις
Τα καψάκια Palser ενδείκνυνται για:
Ενήλικες
Θεραπεία δωδεκαδακτυλικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής δωδεκαδακτυλικών ελκών
Θεραπεία γαστρικών ελκών
Πρόληψη υποτροπής γαστρικών ελκών
Σε συνδυασμό με κατάλληλα αντιβιοτικά, εκρίζωση του
Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού (
H. pylori
) σε πεπτικό έλκος
Θεραπεία γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ
Πρόληψη από γαστρικά και δωδεκαδακτυλικά έλκη που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
Μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα
από παλινδρόμηση
Θεραπεία συμπτωματικής νόσου γαστροοισοφαγικής παλινδρόμισης
Θεραπεία συνδρόμου Zollinger-Ellison
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιά άνω του 1 έτους και ≥ 10 kg
Θεραπεία της οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
1
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Συμπτωματική θεραπεία του καύσου στομάχου και της αναγωγής οξέος
στη νόσο γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Παιδιά και έφηβοι άνω των 4 ετών
Σε συνδυασμό με αντιβιοτικά στη θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού
έλκους που προκαλείται από το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού.
4.2. Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Θεραπεία δωδεκαδακτυλικού έλκους
Η συνιστώμενη δόση σε ασθενείς με ενεργό δωδεκαδακτυλικό έλκος είναι
Palser 20 mg μία φορά ημερησίως. Στους περισσότερους ασθενείς η επούλωση
επέρχεται εντός δύο εβδομάδων. Για εκείνους τους ασθενείς που μπορεί να
μην επιτεύχθηκε πλήρης επούλωση μετά από την αρχική θεραπεία, η
επούλωση συνήθως επέρχεται κατά τη διάρκεια μίας επιπλέον περιόδου
θεραπείας δύο εβδομάδων. Σε ασθενείς με δωδεκαδακτυλικό έλκος χαμηλής
απόκρισης συνιστάται Palser 40 mg μία φορά ημερησίως και η επούλωση
επιτυγχάνεται συνήθως μέσα σε τέσσερις εβδομάδες.
Πρόληψη υποτροπής δωδεκαδακτυλικών ελκών
Για την πρόληψη υποτροπής του δωδεκαδακτυλικού έλκους σε ασθενείς
αρνητικούς στο Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού ή όταν το Ελικοβακτηρίδιο
του πυλωρού δεν είναι δυνατόν να εκριζωθεί η συνιστώμενη δόση είναι Palser
20 mg μία φορά ημερησίως. Σε ορισμένους ασθενείς η ημερήσια δόση των
10 mg μπορεί να είναι επαρκής. Σε περίπτωση αποτυχίας της θεραπείας, η
δόση μπορεί να αυξηθεί στα 40 mg.
Θεραπεία γαστρικών ελκών
Η συνιστώμενη δόση είναι Palser 20 mg μία φορά ημερησίως. Στους
περισσότερους ασθενείς η επούλωση επέρχεται εντός τεσσάρων εβδομάδων.
Για εκείνους τους ασθενείς που μπορεί να μην επιτεύχθηκε πλήρης
επούλωση μετά από την αρχική θεραπεία, η επούλωση συνήθως επέρχεται
κατά τη διάρκεια μίας επιπλέον περιόδου θεραπείας τεσσάρων εβδομάδων.
Σε ασθενείς με γαστρικό έλκος χαμηλής απόκρισης συνιστάται Palser 40 mg
μία φορά ημερησίως και η επούλωση επιτυγχάνεται συνήθως μέσα σε οκτώ
εβδομάδες.
Πρόληψη υποτροπής γαστρικών ελκών
Για την πρόληψη υποτροπής σε ασθενείς με γαστρικό έλκος χαμηλής
απόκρισης η συνιστώμενη δόση είναι Palser 20 mg μία φορά ημερησίως. Εάν
χρειάζεται η δόση μπορεί να αυξηθεί σε Palser 40 mg μία φορά ημερησίως.
Εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού σε πεπτικά έλκη
Για την εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού η επιλογή των
αντιβιοτικών πρέπει να βασίζεται στην ανοχή στα φάρμακα του κάθε
2
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
ασθενούς, και να λαμβάνονται σε συμφωνία με τα εθνικά και τοπικά
δεδομένα ανθεκτικότητας και τις οδηγίες θεραπείας.
Palser 20 mg + κλαριθρομυκίνη 500 mg + αμοξυκιλλίνη 1000 mg, το καθένα
δύο φορές ημερησίως για μία εβδομάδα, ή
Palser 20 mg + κλαριθρομυκίνη 250 mg (εναλλακτικά 500 mg) +
μετρονιδαζόλη 400 mg 500 mg ή τινιδαζόλη 500 mg), το καθένα δύο
φορές ημερησίως για μία εβδομάδα, ή
Palser 40 mg μία φορά ημερησίως με αμοξυκιλλίνη 500 mg και
μετρονιδαζόλη 400 mg 500 mg ή τινιδαζόλη 500 mg), και τα δύο τρεις
φορές την ημέρα για μία εβδομάδα.
Σε κάθε δοσολογικό σχήμα, αν ο ασθενής εξακολουθεί να είναι θετικός στο
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, η θεραπεία μπορεί να επαναληφθεί.
Θεραπεία γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ
Για τη θεραπεία των γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που
σχετίζονται με ΜΣΑΦ, η συνιστώμενη δόση είναι Palser 20 mg μία φορά
ημερησίως. Στους περισσότερους ασθενείς η επούλωση επέρχεται μέσα σε
τέσσερις εβδομάδες. Για εκείνους τους ασθενείς που μπορεί να μην
επιτευχθεί πλήρης επούλωση μετά την αρχική θεραπεία, η επούλωση
συνήθως επέρχεται κατά τη διάρκεια μίας επιπλέον περιόδου θεραπείας
τεσσάρων εβδομάδων.
Πρόληψη γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών που σχετίζονται με
ΜΣΑΦ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου
Για την πρόληψη των γαστρικών ελκών ή των δωδεκαδακτυλικών ελκών που
σχετίζονται με ΜΣΑΦ σε ασθενείς υψηλού κινδύνου (ηλικία>60,
προηγούμενο ιστορικό γαστρικών και δωδεκαδακτυλικών ελκών,
προηγούμενο ιστορικό αιμορραγίας του ανωτέρου πεπτικού) η συνιστώμενη
δόση είναι Palser 20 mg μία φορά ημερησίως.
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
Η συνιστώμενη δόση είναι Palser 20 mg μία φορά ημερησίως. Στους
περισσότερους ασθενείς η επούλωση επέρχεται μέσα σε τέσσερις εβδομάδες.
Για εκείνους τους ασθενείς που μπορεί να μην επιτεύχθηκε πλήρης
επούλωση μετά την αρχική θεραπεία, η επούλωση συνήθως επέρχεται κατά
τη διάρκεια μίας επιπλέον περιόδου θεραπείας τεσσάρων εβδομάδων. Σε
ασθενείς με σοβαρή οισοφαγίτιδα συνιστάται Palser 40 mg μία φορά
ημερησίως και η επούλωση επιτυγχάνεται συνήθως μέσα σε οκτώ εβδομάδες.
Μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη οισοφαγίτιδα
από παλινδρόμηση
Για τη μακροχρόνια θεραπευτική αγωγή ασθενών με επουλωμένη
οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση η συνιστώμενη δόση είναι Palser 10 mg μία
φορά ημερησίως. Εάν χρειάζεται, η δόση μπορεί να αυξηθεί σε Palser 20-40 mg
μία φορά ημερησίως.
3
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Θεραπεία συμπτωματικής γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης
Η συνιστώμενη δόση είναι Palser 20 mg ημερησίως. Οι ασθενείς μπορεί να
ανταποκριθούν ικανοποιητικά σε 10 mg ημερησίως, και ως εκ τούτου πρέπει
να εξεταστεί η εξατομικευμένη προσαρμογή της δόσης. Εάν δεν έχει
επιτευχθεί έλεγχος των συμπτωμάτων μετά από θεραπεία τεσσάρων
εβδομάδων με Palser 20 mg ημερησίως, συνιστάται περαιτέρω εξέταση.
Θεραπεία συνδρόμου
Zollinger
-
Ellison
Σε ασθενείς με σύνδρομο Zollinger-Ellison η δόση πρέπει να προσαρμόζεται
εξατομικευμένα και η θεραπεία να συνεχίζεται σύμφωνα με τις κλινικές
ενδείξεις. Η συνιστώμενη αρχική δόση είναι Palser 60 mg ημερησίως. Όλοι οι
ασθενείς με σοβαρή νόσο και μη ικανοποιητική απόκριση σε άλλες θεραπείες
έχουν ελεγχθεί αποτελεσματικά και περισσότεροι από το 90% των ασθενών
συντηρούνται με δόσεις Palser των 20-120 mg ημερησίως. Όταν η δόση
υπερβαίνει τα 80 mg Palser ημερησίως, η δόση πρέπει να μοιράζεται και να
λαμβάνεται δύο φορές ημερησίως.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Παιδιά άνω του 1 έτους και ≥ 10
kg
Θεραπεία οισοφαγίτιδας από παλινδρόμηση
Οι συνιστώμενες δοσολογίες είναι ως ακολούθως:
Ηλικία Βάρος Δοσολογία
1
έτος
10-20 kg 10 mg μία φορά ημερησίως. Η δόση μπορεί να αυξηθεί στα
20 mg μία φορά ημερησίως εάν χρειαστεί
2 έτη >20 kg 20 mg μία φορά ημερησίως. Η δόση μπορεί να αυξηθεί στα
40 mg μία φορά ημερησίως εάν χρειαστεί
Η διάρκεια της θεραπείας είναι 4-8 εβδομάδες.
Συμπτωματική θεραπεία του καύσου στομάχου και της αναγωγής οξέος στην
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
Οι συνιστώμενες δοσολογίες είναι ως ακολουθως:
Ηλικία Βάρος Δοσολογία
1 έτος 10-20 kg 10 mg μία φορά
ημερησίως. Η δόση
μπορεί να αυξηθεί στα
20 mg μία φορά
ημερησίως εάν
χρειαστεί
2 έτη >20 kg 20 mg μία φορά
ημερησίως. Η δόση
μπορεί να αυξηθεί στα
40 mg μία φορά
4
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
ημερησίως εάν
χρειαστεί
Η διάρκεια της θεραπείας είναι 2-4 εβδομάδες. Εάν ο έλεγχος των
συμπτωμάτων δεν έχει επιτευχθεί μετά από 2-4 εβδομάδες ο ασθενής πρέπει
να υποβληθεί σε περαιτέρω εξετάσεις.
Παιδιά και έφηβοι άνω των 4 ετών
Θεραπεία του δωδεκαδακτυλικού έλκους που προκαλείται από το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού
Όταν επιλέγεται κατάλληλος συνδυασμός θεραπείας, πρέπει να λαμβάνεται
υπόψη η επίσημη εθνική, τοπική οδηγία που αφορά στην βακτηριακή αντοχή,
στη διάρκεια της θεραπείας (συνήθως 7 ημέρες αλλά μερικές φορές μέχρι και
14 ημέρες) και στην κατάλληλη χρήση αντιβακτηριδιακών παραγόντων.
Η θεραπεία πρέπει να επιβλέπεται από ειδικευμένο γιατρό.
Οι συνιστώμενες δοσολογίες είναι ως ακολούθως:
Βάρος Δοσολογία
15-30 kg Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: Palser 10 mg, αμοξυκιλλίνη
25 mg/kg βάρους σώματος και κλαριθρομυκίνη 7,5 mg/kg βάρους
σώματος χορηγούνται ταυτόχρονα δύο φορές ημερησίως για μία
εβδομάδα.
31-40 kg Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: Palser 20 mg, αμοξυκιλλίνη 750 mg
και κλαριθρομυκίνη 7,5 mg/kg βάρους σώματος χορηγούνται
ταυτόχρονα δύο φορές ημερησίως για μία εβδομάδα.
>40 kg Συνδυασμός με δύο αντιβιοτικά: Palser 20 mg, αμοξυκιλλίνη 1 g και
κλαριθρομυκίνη 500 mg χορηγούνται ταυτόχρονα δύο φορές
ημερησίως για μία εβδομάδα.
Ειδικοί πληθυσμοί
Νεφρική δυσλειτουργία
Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε ασθενείς με επηρεασμένη νεφρική
λειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με επηρεασμένη ηπατική λειτουργία μία ημερήσια δόση των 10-
20 mg μπορεί να είναι επαρκής (βλέπε παράγραφο 5.2).
Ηλικιωμένοι (>65 ετών)
Δεν χρειάζεται προσαρμογή της δόσης σε ηλικιωμένους (βλέπε παράγραφο
5.2).
Τρόπος χορήγησης:
5
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Τα Palser καψάκια συνιστάται να λαμβάνονται το πρωί, κατά προτίμηση
χωρίς φαγητό και να καταπίνονται ολόκληρα με μισό ποτήρι νερό. Τα
καψάκια δεν πρέπει να μασώνται ή να θρυμματίζονται.
Για ασθενείς με δυσκολίες κατάποσης και για παιδιά που μπορούν να πιούν
ή να καταπιούν ημίρρευστες τροφές.
Οι ασθενείς μπορούν να ανοίξουν το καψάκιο και να καταπιούν το
περιεχόμενο με μισό ποτήρι νερό ή μετά από ανάμειξη του περιεχομένου με
ένα ελαφρώς όξινο υγρό π.χ. χυμό φρούτου ή κομπόστα μήλου, ή με μη-
ανθρακούχο νερό. Πρέπει να γίνει σύσταση στους ασθενείς ότι το μείγμα
πρέπει να λαμβάνεται αμέσως μέσα σε 30 λεπτά) και πάντα να
αναδεύεται ακριβώς πριν την πόση και να ξεπλένεται με μισό ποτήρι νερό.
Εναλλακτικά οι ασθενείς μπορούν να διαλύσουν το καψάκιο στο στόμα και
να καταπιούν τα κοκκία με μισό ποτήρι νερό. Τα εντεροδιαλυτά κοκκία δεν
πρέπει να μασηθούν.
4.3. Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην ομεπραζόλη, στα υποκατεστημένα βενζιμιδαζόλια ή σε
κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Η ομεπραζόλη όπως και άλλοι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs) δεν
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με νελφιναβίρη (βλέπε παράγραφο
4.5).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Παρουσία ανησυχητικών συμπτωμάτων . σημαντική ακούσια απώλεια
βάρους, υποτροπιάζων εμετός, δυσφαγία, αιματέμεση ή μέλαινα κένωση) και
όταν υπάρχει υποψία ή παρουσία γαστρικού έλκους, πρέπει να αποκλείεται η
κακοήθεια, καθώς η θεραπεία μπορεί να ανακουφίσει τα συμπτώματα και να
καθυστερήσει τη διάγνωση.
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αταζαναβίρης με αναστολείς της
αντλίας πρωτονίων λέπε παράγραφο 4.5). Εάν ο συνδυασμός
αταζαναβίρης με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων δεν μπορεί να
αποφευχθεί, συνιστάται στενή κλινική παρακολούθηση (π.χ. ιικό φορτίο) σε
συνδυασμό με αύξηση της δόσης της αταζαναβίρης σε 400 mg με 100 mg
ριτοναβίρη. Η ομεπραζόλη δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 mg.
Η ομεπραζόλη, όπως όλα τα φάρμακα αποκλειστές οξέων, μπορεί να μειώσει
την απορρόφηση της βιταμίνης Β
12
(κυανοκοβαλαμίνη) λόγω της υπο- ή
αχλωρυδρίας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ασθενείς με μειωμένες
αποθήκες ή αυξημένο κίνδυνο για μειωμένη απορρόφηση βιταμίνης Β
12
σε
περίπτωση μακροχρόνιας θεραπείας.
Η ομεπραζόλη είναι αναστολέας του CYP2C19. Κατά την έναρξη ή τη
διακοπή της θεραπείας με ομεπραζόλη, πρέπει να εξετάζεται η ενδεχόμενη
αλληλεπίδραση με φάρμακα που μεταβολίζονται μέσω του CYP2C19.
Αλληλεπίδραση παρατηρείται μεταξύ κλοπιδογρέλης και ομεπραζόλης (βλέπε
6
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
παράγραφο 4.5). Η κλινική σημασία αυτής της αλληλεπίδρασης είναι
αμφίβολη. Προληπτικά, η ταυτόχρονη χρήση ομεπραζόλης και κλοπιδογρέλης
πρέπει να αποθαρρύνεται.
Αυτό το προϊόν περιέχει σακχαρόζη και ασθενείς με σπάνια κληρονομικά
προβλήματα δυσανεξίας στη φρουκτόζη, κακή απορρόφηση γλυκόζης-
γαλακτόζης ή ανεπάρκεια σακχαράσης-ισομαλτάσης δεν πρέπει να πάρουν
αυτό το φάρμακο.
Αυτό το προϊόν περιέχει παραϋδροξυβενζοϊκούς εστέρες και μπορεί να
προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις (πιθανώς καθυστερημένες).
Η θεραπεία με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να οδηγήσει σε
ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης γαστρεντερικών λοιμώξεων όπως από
Salmonella και
Campylobacter
(βλέπε παράγραφο 5.1).
Οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, ιδιαίτερα αν χρησιμοποιηθούν σε
υψηλές δόσεις και για μεγάλα χρονικά διαστήματα (> 1 έτος), μπορεί να
αυξήσουν ελαφρώς τον κίνδυνο κατάγματος του ισχίου, του καρπού και της
σπονδυλικής στήλης, κυρίως σε ηλικιωμένους ή σε περιπτώσεις παρουσίας
άλλων αναγνωρισμένων παραγόντων κινδύνου. Οι μελέτες παρατήρησης
δείχνουν ότι οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων μπορεί να αυξήσουν τον
συνολικό κίνδυνο κατάγματος κατά 10-40%. Μέρος αυτής της αύξησης
μπορεί να οφείλεται σε άλλους παράγοντες κινδύνου. Ασθενείς με κίνδυνο
οστεοπόρωσης πρέπει να λαμβάνουν μέριμνα, σύμφωνα με τις ισχύουσες
κλινικές κατευθυντήριες γραμμές και θα πρέπει να λαμβάνουν επαρκείς
ποσότητες βιταμίνης D και ασβεστίου.
Υπομαγνησιαιμία
Σοβαρή υπομαγνησιαιμία έχει αναφερθεί σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία
με αναστολείς αντλίας πρωτονίων (PPIs), όπως ομεπραζόλη για
τουλάχιστον τρεις μήνες, και στις περισσότερες περιπτώσεις, για ένα χρόνο.
Σοβαρές εκδηλώσεις της υπομαγνησιαιμίας, όπως κόπωση, τετανία,
παραλήρημα, σπασμοί, ζάλη και κοιλιακή αρρυθμία μπορεί να συμβούν,
αλλά μπορεί να αρχίσουν ύπουλα και να αγνοηθούν. Στην πλειονότητα των
προσβεβλημένων ασθενών, η υπομαγνησιαιμία βελτιώθηκε μετά την
αντικατάσταση του μαγνησίου και τη διακοπή του αναστολέα της αντλίας
πρωτονίων.
Για τους ασθενείς που αναμένεται να είναι σε παρατεταμένη θεραπεία ή που
λαμβάνουν αναστολείς αντλίας πρωτονίων με διγοξίνη ή φάρμακα που
μπορεί να προκαλέσουν υπομαγνησιαιμία (π.χ. διουρητικά), οι
επαγγελματίες υγείας πρέπει να λάβουν υπόψη τη μέτρηση των επιπέδων
μαγνησίου πριν την έναρξη της θεραπείας με αναστολέα αντλίας πρωτονίων
και περιοδικά κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
Παρέμβαση με εργαστηριακές εξετάσεις
7
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Αυξημένα επίπεδα χρωμογρανίνης (CgA) μπορεί να παρέμβουν στις έρευνες
νευρoενδοκρινών καρκινωμάτων. Για να αποφευχθεί αυτή η παρεμβολή η
θεραπεία με ομεπραζόλη πρέπει να διακόπτεται πέντε ημέρες πριν τις
μετρήσεις CgA.
Όπως σε όλες τις μακροχρόνιες θεραπείες, ειδικά όταν ξεπερνούν σε
διάρκεια τον ένα χρόνο θεραπείας, οι ασθενείς πρέπει να βρίσκονται υπό
τακτική επίβλεψη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Μερικά παιδιά με χρόνιες παθήσεις μπορεί να χρειαστούν μακροχρόνια
θεραπεία παρόλο που δεν συνιστάται.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Επιδράσεις της ομεπραζόλης στη φαρμακοκινητική άλλων δραστικών
ουσιών.
Δραστικές ουσίες
με
απορρόφηση
που εξαρτάται από το
pH
Η μειωμένη ενδογαστρική οξύτητα κατά τη διάρκεια της θεραπέιας με
ομεπραζόλη μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει την απορρόφηση των δραστικών
ουσιών με απορρόφηση που εξαρτάται από το γαστρικό pH.
Νελφιναβίρη, αταζαναβίρη
Τα επίπεδα νελφιναβίρης και αταζαναβίρης στο πλάσμα μειώνονται σε
περίπτωση συγχορήγησης με ομεπραζόλη.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με νελφιναβίρη αντενδείκνυται (βλέπε
παράγραφο 4.3). Συγχορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά ημερησίως)
μείωσε τη μέση έκθεση νελφιναβίρης κατά 40% περίπου και η μέση έκθεση
του φαρμακολογικά δραστικού μεταβολίτη M8 μειώθηκε κατά 75-90%
περίπου. Η αλληλεπίδραση μπορεί επίσης να εμπλέκει την αναστολή του
CYP2C19.
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με αταζαναβίρη δε συνιστάται (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης (40 mg μία φορά ημερησίως) και
αταζαναβίρης 300 mg/ριτοναβίρης 100 mg σε υγιείς εθελοντές είχε ως
αποτέλεσμα 75% μείωση της έκθεσης αταζναβίρης. Αύξηση της δόσης της
αταζαναβίρης στα 400 mg δεν αντιστάθμισε την επίδραση της ομεπραζόλης
στην έκθεση αταζαναβίρης. Η συγχορήγηση ομεπραζόλης (20 mg μία φορά
ημερησίως) με αταζαναβίρη 400 mg/ριτοναβίρη 100 mg σε υγιείς εθελοντές
είχε ως αποτέλεσμα μείωση κατά 30% περίπου στην έκθεση αταζαναβίρης σε
σύγκριση με αταζαναβίρη 300 mg/ριτοναβίρη 100 mg μία φορά ημερησίως.
8
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Διγοξίνη
Ταυτόχρονη θεραπεία με ομεπραζόλη (20 mg ημερησίως) και διγοξίνη σε υγιή
άτομα αύξησε τη βιοδιαθεσιμότητα της διγοξίνης κατά 10%. Τοξικότητα
διγοξίνης σπάνια έχει αναφερθεί. Ωστόσο, πρέπει να δίνεται προσοχή όταν η
ομεπραζόλη χορηγείται σε υψηλές δόσεις σε ηλικιωμένα άτομα. Πρέπει να
ενισχύεται η θεραπευτική παρακολούθηση της διγοξίνης.
Κλοπιδογρέλη
Σε μία διασταυρούμενη κλινική μελέτη, χορηγήθηκε για 5 ημέρες
κλοπιδογρέλη (300 mg δόση εφόδου ακολουθούμενη από 75 mg/ημέρα) μόνη
και με ομεπραζόλη (80 mg την ίδια χρονική στιγμή με την κλοπιδογρέλη). Η
έκθεση στον δραστικό μεταβολίτη της κλοπιδογρέλης μειώθηκε κατά 46%
(Ημέρα 1) και 42% (Ημέρα 5) όταν η κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη
χορηγήθηκαν ταυτόχρονα. Η μέση αναστολή συσσώρευσης αιμοπεταλίων
(IPA) μειώθηκε κατά 47% (24 ώρες) και κατά 30% (Ημέρα 5) όταν η
κλοπιδογρέλη και η ομεπραζόλη χορηγήθηκαν ταυτόχρονα. Σε μία άλλη
μελέτη αποδείχθηκε ότι χορηγώντας κλοπιδογρέλη και ομεπραζόλη σε
διαφορετικούς χρόνους δεν αποτράπηκε η αλληλεπίδρασή τους η οποία
ενδέχεται να οφείλεται στην ανασταλτική επίδραση της ομεπραζόλης στο
CYP2C19. Έχει αναφερθεί ασυμφωνία δεδομένων επί των κλινικών
επιπλοκών αυτής της PK/PD αλληλεπίδρασης σε όρους μειζόνων
καρδιαγγειακών συμβαμάτων από μελέτες παρατήρησης και κλινικές
μελέτες.
Άλλες δραστικές ουσίες
Η απορρόφηση ποσακοναζόλης, ερλοτινίμπης, κετοκοναζόλης και
ιτρακοναζόλης μειώνεται σημαντικά και έτσι η κλινική
αποτελεσματικότητα μπορεί να είναι επηρεασμένη. Για την ποσακοναζόλη
και την ερλοτινίμπη η ταυτόχρονη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Δραστικές ουσίες που μεταβολίζονται από το
CYP
2
C
19
Η ομεπραζόλη είναι ήπιος αναστολέας του CYP2C19, το κύριο ένζυμο
μεταβολισμού της ομεπραζόλης. Έτσι, ο μεταβολισμός συνεπακόλουθων
δραστικών ουσιών που επίσης μεταβολίζονται από το CYP2C19, μπορεί να
είναι μειωμένος και η συστηματική έκθεση σε αυτές τις ουσίες αυξημένη.
Παράδειγμα τέτοιων ουσιών είναι η R-βαρφαρίνη και άλλοι ανταγωνιστές
της βιταμίνης Κ, η σιλοσταζόλη, η διαζεπάμη και η φαινυτοΐνη.
Σιλοσταζόλη
Η ομεπραζόλη χορηγούμενη σε δόσεις των 40 mg σε υγιή άτομα σε μία
διασταυρούμενη μελέτη, αύξησε το C
max
και την AUC για την σιλοσταζόλη
κατά 18% και 26% αντίστοιχα, και για έναν από τους δραστικούς
μεταβολίτες της κατά 29% και 69% αντίστοιχα.
Φαινυτοΐνη
Συνιστάται η παρακολούθηση της συγκέντρωσης φαινυτοΐνης στο πλάσμα
κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εβδομάδων μετά την έναρξη της
θεραπείας με ομεπραζόλη και, αν έχει γίνει προσαρμογή της δόσης της
9
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
φαινυτοΐνης, πρέπει να λάβει χώρα παρακολούθηση και περαιτέρω
προσαρμογή της δόσης μετά το πέρας της θεραπείας με ομεπραζόλη.
Άγνωστοι μηχανισμοί
Σακουιναβίρη
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης με σακουιναβίρη/ριτοναβίρη είχε ως
αποτέλεσμα αύξηση στα επίπεδα του πλάσματος μέχρι και 70% περίπου για
την σακουιναβίρη σε συνδυασμό με καλή ανοχή σε ασθενείς με HIV λοίμωξη.
Τακρόλιμους
Ταυτόχρονη χορήγηση ομεπραζόλης έχει αναφερθεί ότι αυξάνει τα επίπεδα
της τακρόλιμους στον ορό. Θα πρέπει να εφαρμόζεται ενισχυμένη
παρακολούθηση της συγκέντρωσης τακρόλιμους καθώς και της νεφρικής
λειτουργίας (κάθαρση κρεατινίνης), και να προσαρμόζεται η δόση της
τακρόλιμους αν χρειάζεται.
Μεθοτρεξάτη
Όταν δίνεται μαζί με αναστολείς της αντλίας πρωτονίων, σε ορισμένους
ασθενείς έχει φανεί πως αυξάνονται τα επίπεδά της. Σε χορήγηση υψηλής
μεθοτρεξάτης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η προσωρινή διακοπή της
ομεπραζόλης.
Επιδράσεις άλλων δραστικών ουσιών στη φαρμακοκινητική της
ομεπραζόλης
Αναστολείς του
CYP
2
C
19 και/ή του
CYP
3
A
4
Καθώς η ομεπραζόλη μεταβολίζεται μέσω των CYP2C19 και CYP3A4,
δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι αναστέλλουν το CYP2C19 ή το
CYP3A4 (όπως η κλαριθρομυκίνη και η βορικοναζόλη) μπορεί να οδηγήσουν
σε αυξημένα επίπεδα ομεπραζόλης στον ορό μειώνοντας τον ρυθμό
μεταβολισμού της ομεπραζόλης. Ταυτόχρονη θεραπεία με βορικοναζόλη είχε
ως αποτέλεσμα περισσότερο από διπλάσια έκθεση στην ομεπραζόλη. Καθώς
υψηλές δόσεις ομεπραζόλης ήταν καλά ανεκτές, γενικώς δεν απαιτείται
προσαρμογή της δόσης της ομεπραζόλης. Ωστόσο, η προσαρμογή της δόσης
πρέπει να εξεταστεί σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία και αν
ενδείκνυται μακροχρόνια θεραπεία.
Επαγωγείς του
CYP
2
C
19 και/ή του
CYP
3
A
4
Δραστικές ουσίες που είναι γνωστό ότι διεγείρουν το CYP2C19 ή το CYP3A4
ή και τα δύο (όπως η ριφαμπικίνη και το υπερικό (St Johns wort) μπορεί να
οδηγήσουν σε μειωμένα επίπεδα ομεπραζόλης στον ορό αυξάνοντας τον
ρυθμό μεταβολισμού της ομεπραζόλης.
4.6. Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Εγκυμοσύνη
10
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Αποτελέσματα από τρεις προοπτικές επιδημιολογικές μελέτες (περισσότερα
από 1000 αποτελέσματα έκθεσης) δεν υποδεικνύουν ανεπιθύμητες ενέργειες
της ομεπραζόλης στην κύηση ή στην υγεία του εμβρύου/νεογέννητου παιδιού.
Η ομεπραζόλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Θηλασμός
Η ομεπραζόλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα, αλλά δε φαίνεται να
επηρεάζει το παιδί όταν λαμβάνεται σε θεραπευτικές δόσεις.
4.7. Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχαν<ν
Η ομεπραζόλη δεν έχει επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανών. Ανεπιθύμητες δράσεις του φαρμάκου όπως ζάλη και οπτικές
διαταραχές μπορεί να συμβούν (βλέπε παράγραφο 4.8). Εάν επηρεάζονται, οι
ασθενείς δεν πρέπει να οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα.
4.8. Ανεπιθύμητες Ενέργειες
Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (1-10% των ασθενών) είναι
κεφαλαλγία, κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός και
ναυτία/εμετός.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου έχουν εξακριβωθεί ή
υποψιαστεί από κλινικές μελέτες για την ομεπραζόλη και μετά την
κυκλοφορία του φαρμάκου. Καμία δε φάνηκε να είναι δοσοεξαρτώμενη. Οι
ανεπιθύμητες ενέργειες που καταρτίζονται στην παρακάτω λίστα
κατηγοριοποιούνται σύμφωνα με τη συχνότητα και την Κατηγορία Οργάνου
Συστήματος (ΚΟΣ). Οι κατηγορίες συχνότητας ορίζονται σύμφωνα με την
παρακάτω συνθήκη: Πολύ συχνές (≥1/10), Συχνές (≥1/100 έως <1/10), Όχι
συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), Σπάνιες (≥1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ
σπάνιες (<1/10.000), Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα
διαθέσιμα δεδομένα).
/ΚΟΣ συχνότ
ητα
μ Ανεπιθύ ητη ενέργεια
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
: Σπάνιες , μΛευκοπενία θρο βοπενία
Πολύ
:σπάνιες
μ , Ακοκκιοκυτταραι ία πανκυτταροπενία
Δ μιαταραχές του ανοσοποιητικού συστή ατος
:Σπάνιες Αντιδράσεις υπερευαισθησίας π.χ. πυρετός, αγγειοοίδημα
και αναφυλακτική αντίδραση/καταπληξία
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
:Σπάνιες μΥπονατριαι ία
11
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Πολύ
:σπάνιες
μ μ (Υπο αγνησιαι ία βλέπε παράγραφο 4.4)
Ψυχιατρικές διαταραχές
:Όχι συχνές Αϋπνία
:Σπάνιες Δ , , ιέγερση σύγχυση κατάθλιψη
Πολύ
:σπάνιες
, Επιθετικότητα παραισθήσεις
Δ μιαταραχές του νευρικού συστή ατος
:Συχνές Κεφαλαλγία
:Όχι συχνές , , Ζάλη παραισθησία υπνηλία
:Σπάνιες Δ ιαταραχή της γεύσης
μ Οφθαλ ικές διαταραχές
:Σπάνιες Θολή όραση
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
:Όχι συχνές Ίλιγγος
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θ<ρακα και του
μεσοθωρακίου
:Σπάνιες μΒρογχόσπασ ος
Δ ιαταραχές του γαστρεντερικού
:Συχνές Κοιλιακό άλγος, δυσκοιλιότητα, διάρροια, μετεωρισμός,
ναυτία/εμετός
:Σπάνιες Ξηροστομία, στοματίτιδα, γαστρεντερική καντιντίαση,
μικροσκοπική κολίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
:Όχι συχνές μ μΑυξη ένα ηπατικά ένζυ α
:Σπάνιες Ηπατίτιδα με ή χωρίς ίκτερο
Πολύ
:σπάνιες
Ηπατική ανεπάρκεια, εγκεφαλοπάθεια σε ασθενείς με
προϋπάρχουσα νόσο του ήπατος
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
:Όχι συχνές Δ μ , μ , μ , ερ ατίτιδα κνησ ός εξάνθη α κνίδωση
:Σπάνιες , Αλωπεκία φωτοευαισθησία
Πολύ
:σπάνιες
Πολύμορφο ερύθημα, σύνδρομο Stevens-Johnson, τοξική
επιδερμική νεκρόλυση
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού
ιστού
Όχι συχνές: Κάταγμα του ισχίου, του καρπού ή της σπονδυλικής στήλης
(βλέπε παράγραφο 4.4)
:Σπάνιες , μΑρθραλγία υαλγία
Πολύ
:σπάνιες
μΜυϊκή αδυνα ία
Διαταραχές των νεφρ<ν και των ουροφόρων οδ<ν
:Σπάνιες Δ μ ιά εση νεφρίτιδα
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
Πολύ
:σπάνιες
μΓυναικο αστία
12
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
:Όχι συχνές μ Αίσθη α κακουχίας, π μεριφερικό οίδη α
:Σπάνιες μ Αυξη ένη εφίδρωση
μΠαιδιατρικός πληθυσ ός
Η ασφάλεια της ομεπραζόλης έχει προσδιοριστεί σε σύνολο 310 παιδιών
ηλικίας 0 έως 16 ετών με νόσο σχετιζόμενη με υπεροξύτητα. Υπάρχουν
περιορισμένα δεδομένα για μακροχρόνια ασφάλεια από 46 παιδιά τα οποία
έλαβαν θεραπεία συντήρησης με ομεπραζόλη κατά τη διάρκεια κλινικής
μελέτης για σοβαρή διαβρωτική οισοφαγίτιδα έως και 749 ημέρες. Το προφίλ
των ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν γενικώς το ίδιο με των ενηλίκων τόσο σε
βραχυπρόθεσμη όσο και σε μακροπρόθεσμη θεραπεία. Δεν υπάρχουν
μακροπρόθεσμα δεδομένα αναφορικά με τις επιδράσεις της θεραπείας με
ομεπραζόλη στην εφηβεία και την ανάπτυξη.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες
του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε
πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του Εθνικού Οργανισμού
Φαρμάκων (Μεσογείων 284 GR-15562 Χολαργός, ΑθήναΤηλ: + 30 21
32040380/337 Φαξ: + 30 21 06549585 Ιστότοπος: http://www.eof.gr)
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες διαθέσιμες για την επίδραση
υπερδοσολογίας της ομεπραζόλης στους ανθρώπους. Στη βιβλιογραφία,
έχουν περιγραφεί δόσεις μέχρι και 560 mg, και υπήρξαν περιστασιακές
αναφορές όπου εφάπαξ από του στόματος ληφθείσες δόσεις έφτασαν μέχρι
και τα 2400 mg ομεπραζόλης (120 φορές μεγαλύτερες της συνήθους κλινικά
συνιστώμενης δόσης). Ναυτία, εμετός, ζάλη, κοιλιακό άλγος, διάρροια και
κεφαλαλγία έχουν αναφερθεί. Επίσης, απάθεια, κατάθλιψη και σύγχυση
έχουν περιγραφεί σε μεμονωμένες περιπτώσεις.
Τα συμπτώματα που περιγράφηκαν ήταν παροδικά, και δεν αναφέρθηκε
δυσμενής έκβαση. Ο ρυθμός απομάκρυνσης παρέμεινε αμετάβλητος (κινητική
πρώτης τάξεως) με αυξανόμενες δόσεις. Η θεραπεία, εάν χρειάζεται, είναι
συμπτωματική.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1. Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Αναστολείς αντλίας πρωτονίων, Κωδικός
ATC Α02BC01
13
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Μηχανισμός δράσης
Η ομεπραζόλη, ένα ρακεμικό μείγμα δύο εναντιομερών, μειώνει την έκκριση
γαστρικού οξέος μέσω ενός μηχανισμού δράσης υψηλής εκλεκτικότητας.
Είναι ένας ειδικός αναστολέας της αντλίας πρωτονίων του τοιχωματικού
κυττάρου. Δρα ταχέως και προσφέρει έλεγχο μέσω αντιστρεπτής αναστολής
της έκκρισης γαστρικού οξέος, με μία μόνο δόση την ημέρα.
Η ομεπραζόλη είναι μία ασθενής βάση που συγκεντρώνεται και
μετατρέπεται στη δραστική μορφή μέσα στο ισχυρά όξινο περιβάλλον των
ενδοκυτταρικών σωληνίσκων του τοιχωματικού κυττάρου, όπου αναστέλλει
το ένζυμο H
+
K
+
-ATPάση, την αντλία πρωτονίων. Αυτή η επίδραση στο τελικό
στάδιο της διαδικασίας σχηματισμού του γαστρικού οξέος είναι
δοσοεξαρτώμενη και παρέχει αναστολή υψηλής απόδοσης τόσο στην βασική
έκκριση οξέος όσο και σε αυτήν μετά από διέγερση, ανεξάρτητα από τον
παράγοντα διέγερσης.
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Όλες οι φαρμακοδυναμικές επιδράσεις που παρατηρούνται μπορούν να
εξηγηθούν από τη δράση της ομεπραζόλης στην έκκριση οξέος.
Επίδραση στην έκκριση γαστρικού οξέος
Η από του στόματος χορήγηση ομεπραζόλης μία φορά ημερησίως παρέχει
ταχεία και αποτελεσματική αναστολή της έκκρισης γαστρικού οξέος τόσο
κατά τη διάρκεια της ημέρας όσο και της νύχτας με το μέγιστο της δράσης
της να επιτυγχάνεται μέσα σε 4 μέρες θεραπείας. Με ομεπραζόλη 20 mg
διατηρείται στους ασθενείς με δωδεκαδακτυλικό έλκος μία μέση ελάττωση
της 24ωρης ενδογαστρικής οξύτητας κατά 80% τουλάχιστον, με μέση
ελάττωση της μέγιστης έκκρισης οξέος μετά από διέγερση με πενταγαστρίνη
περίπου στο 70%, 24 ώρες μετά τη λήψη της δόσης.
Η από του στόματος χορήγηση ομεπραζόλης 20 mg διατηρεί ένα
ενδογαστρικό pH≥3 για ένα μέσο χρόνο 17 ωρών κατά τη διάρκεια του
24ώρου σε ασθενείς με δωδεκαδακτυλικό έλκος.
Ως αποτέλεσμα της μειωμένης έκκρισης οξέος και της ενδογαστρικής
οξύτητας, η ομεπραζόλη μειώνει/ομαλοποιεί με δοσοεξαρτώμενο τρόπο την
έκθεση του οισοφάγου στο γαστρικό οξύ σε ασθενείς με νόσο
γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης.
Η αναστολή της έκκρισης του οξέος σχετίζεται με το εμβαδό κάτω από την
καμπύλη της συγκέντρωσης στο πλάσμα ως προς το χρόνο (AUC) της
ομεπραζόλης και όχι με την πραγματική συγκέντρωση στο πλάσμα σε
δεδομένο χρόνο.
Δεν έχει παρατηρηθεί ταχυφυλαξία κατά τη διάρκεια θεραπείας με
ομεπραζόλη.
Επίδραση στο Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού
14
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού σχετίζεται με τα πεπτικά έλκη,
συμπεριλαμβανομένων του δωδεκαδακτυλικού και γαστρικού έλκους. Το
Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης
γαστρίτιδας. Το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού μαζί με το γαστρικό οξύ
είναι οι κύριοι παράγοντες ανάπτυξης πεπτικού έλκους. Το Ελικοβακτηρίδιο
του πυλωρού είναι ο κύριος παράγοντας ανάπτυξης ατροφικής γαστρίτιδας η
οποία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης γαστρικού καρκινώματος.
Η εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού με ομεπραζόλη και
αντιβιοτικά σχετίζεται με υψηλά ποσοστά επούλωσης και μακροχρόνια
ύφεση της νόσου των πεπτικών ελκών.
Διπλές θεραπείες έχουν μελετηθεί και βρεθεί ότι είναι λιγότερο
αποτελεσματικές από τις τριπλές θεραπείες. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να
ληφθούν υπόψη σε περιπτώσεις όπου γνωστές υπερευαισθησίες αποκλείουν
τη χρήση οποιουδήποτε τριπλού συνδυασμού.
Άλλες επιδράσεις που σχετίζονται με την αναστολή οξέος
Κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας έχει αναφερθεί η εμφάνιση
γαστρικών αδενικών κύστεων με κάποια αυξημένη συχνότητα. Οι αλλαγές
αυτές είναι ένα φυσιολογικό επακόλουθο της έντονης αναστολής της
έκκρισης οξέος, είναι καλοήθεις και φαίνεται ότι είναι αναστρέψιμες.
Η με οποιοδήποτε τρόπο μείωση της γαστρικής οξύτητας,
συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης αναστολέων της αντλίας πρωτονίων,
αυξάνει τον αριθμό των γαστρικών βακτηριδίων που φυσιολογικά υπάρχουν
στον γαστρεντερικό σωλήνα. Η θεραπεία με φάρμακα που μειώνουν την
έκκριση οξέος μπορεί να οδηγήσει σε ελαφρώς αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης
γαστρεντερικών λοιμώξεων π.χ. από Salmonella
και
Campylobacter.
Η χρωμογρανίνη Α (CgA) αυξάνεται επίσης λόγου της μειωμένης γαστρικής
οξύτητας. Αυτή η τροποποιημένη επίδραση της CgA δεν μπορεί να φανεί
πέντε ημέρες μετά τη διακοπή της θεραπείας με αναστολείς της αντλίας
προτωνίων.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Σε μία μη-ελεγχόμενη μελέτη σε παιδιά (ηλικίας 1 έως 16 ετών) με σοβαρή
οισοφαγίτιδα από παλινδρόμηση, η ομπεραζόλη σε δόσεις από 0,7 έως
1,4 mg/kg βελτίωσε το βαθμό της οισοφαγίτιδας στο 90% των περιπτώσεων
και μείωσε σημαντικά τα συμπτώματα της παλινδρόμησης. Σε μία μονά
τυφλή μελέτη, σε παιδιά ηλικίας 0-24 μηνών με κλινικά διαγνωσμένη
γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση χορηγήθηκαν 0,5, 0,1 ή 1,5 mg
ομεπραζόλης/kg. Η συχνότητα των επεισοδίων εμετού/παλινδρόμησης
μειώθηκαν κατά 50% μετά από 8 εβδομάδες θεραπείας, ανεξάρτητα από τη
δόση.
Εκρίζωση του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού στα παιδιά
15
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Μία τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή κλινική μελέτη (Héliot study) απέδειξε ότι η
ομεπραζόλη σε συνδυασμό με δύο αντιβιοτικά (αμοξικυλλίνη και
κλαριθρομυκίνη), ήταν ασφαλής και αποτελεσματική στη θεραπεία λοίμωξης
από το Ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού σε παιδιά ηλικίας από 4 ετών και άνω
με γαστρίτιδα: ποσοστό εκρίζωσης του Ελικοβακτηριδίου του πυλωρού:
74,2% (23/31 ασθενείς) με ομεπραζόλη + αμοξικυλλίνη + κλαριθρομυκίνη
έναντι 9,4% (3/32 ασθενείς) με αμοξικυλλίνη + κλαριθρομυκίνη. Ωστόσο,
δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία κλινικού οφέλους αναφορικά με τα
συμπτώματα δυσπεψίας. Αυτή η μελέτη δεν υποστηρίζει καμία πληροφορία
για παιδιά ηλικίας μικρότερης από 4 ετών.
5.2. Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η ομεπραζόλη και το μετά μαγνησίου άλας της ομεπραζόλης είναι
οξινοευαίσθητες ουσίες και ως εκ τούτου χορηγούνται από του στόματος ως
εντεροδιαλυτά κοκκία σε καψάκια ή δισκία. Η απορρόφηση της ομεπραζόλης
είναι ταχεία, με τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα να παρατηρούνται κατά
προσέγγιση σε 1-2 ώρες μετά τη λήψη της δόσης. Η απορρόφηση της
ομεπραζόλης λαμβάνει χώρα στο λεπτό έντερο και συνήθως ολοκληρώνεται
εντός 3-6 ωρών.
Η ταυτόχρονη λήψη τροφής δεν έχει επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα. Η
συστηματική διαθεσιμότητα (βιοδιαθεσιμότητα) από εφάπαξ δόση
ομεπραζόλης από του στόματος είναι περίπου 40%. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση μια φορά ημερησίως, η βιοδιαθεσιμότητα
αυξάνεται σε 60%.
Κατανομή
Ο φαινόμενος όγκος κατανομής σε υγιή άτομα είναι περίπου 0,31/kg βάρους
σώματος. Η ομεπραζόλη είναι κατά 97% δεσμευμένη σε πρωτεΐνες του
πλάσματος.
Βιομετατροπή
Η ομεπραζόλη μεταβολίζεται πλήρως από το ενζυμικό σύστημα του
κυτοχρώματος P450 (CYP). Το κυριότερο τμήμα του μεταβολισμού της
εξαρτάται από την πολυμορφικά εκφραζόμενη ειδική ισομορφή CYP2C19, που
είναι υπεύθυνη για το σχηματισμό της υδροξυομεπραζόλης, τον κύριο
μεταβολίτη στο πλάσμα. Το εναπομείναν τμήμα εξαρτάται από μία άλλη
ειδική ισομορφή, την CYP3A4, υπεύθυνη για το σχηματισμό της σουλφονικής
ομεπραζόλης. Ως αποτέλεσμα της υψηλής συγγένειας της ομεπραζόλης με το
CYP2C19, υπάρχει η πιθανότητα συναγωνιστικής αναστολής και
μεταβολικής αλληλεπίδρασης με άλλα υποστρώματα του CYP2C19. Ωστόσο,
λόγω της μικρής συγγένειας με το CYP3A4, η ομεπραζόλη δεν έχει τη
δυνατότητα να αναστείλει το μεταβολισμό άλλων υποστρωμάτων του
CYP3A4. Επιπλέον, η ομεπραζόλη δεν διαθέτει ανασταλτική δράση επί των
κύριων CYP ενζύμων.
16
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Περίπου το 3% του Καυκάσιου πληθυσμού και το 15-20% του Ασιατικού
πληθυσμού έχουν έλλειψη του λειτουργικού ενζύμου CYP2C19 και καλούνται
άτομα με περιορισμένο μεταβολισμό. Σε τέτοια άτομα ο μεταβολισμός της
ομεπραζόλης πιθανόν να καταλύεται κυρίως από η CYP3A4. Μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση 20 mg ομεπραζόλης μία φορά ημερησίως, το
μέση AUC ήταν 5 με 10 φορές υψηλότερη σε άτομα με περιορισμένο
μεταβολισμό σε σχέση με τα άτομα που έχουν λειτουργικό CYP2C19 ένζυμο
(άτομα με εκτεταμένο μεταβολισμό). Οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις στο
πλάσμα ήταν επίσης υψηλότερες, κατά 3 με 5 φορές. Τα ευρήματα αυτά δεν
έχουν επιπτώσεις στη δοσολογία της ομεπραζόλης.
Αποβολή
Ο χρόνος ημιζωής της απομάκρυνσης της ομεπραζόλης από το πλάσμα είναι
συνήθως μικρότερος από μία ώρα τόσο μετά από εφάπαξ όσο και μετά από
επαναλαμβανόμενη μία φορά ημερησίως από του στόματος χορήγηση. Η
ομεπραζόλη απομακρύνεται πλήρως από το πλάσμα μεταξύ των δόσεων
χωρίς τάση για συσσώρευση κατά τη διάρκεια της χορήγησης μια φορά
ημερησίως. Σχεδόν το 80% της από του στόματος δόσης της ομεπραζόλης
απεκκρίνεται υπό τη μορφή μεταβολιτών στα ούρα και το υπόλοιπο
παραμένει στο κόπρανα, προερχόμενο κατά κύριο λόγο από την έκκριση της
χοληδόχου κύστης.
Η AUC της ομεπραζόλης αυξάνεται με την επαναλαμβανόμενη χορήγηση.
Αυτή η αύξηση είναι δοσοεξαρτώμενη και έχει ως αποτέλεσμα μία μη-
γραμμική σχέση δόσης-AUC μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Αυτή η
χρονο- και δοσο-εξάρτηση οφείλεται στη μείωση του μεταβολισμού πρώτης
διόδου και της συστηματικής κάθαρσης που πιθανόν προκαλείται από την
αναστολή του ενζύμου CYP2C19 από την ομεπραζόλη και/ή τους μεταβολίτες
της (π.χ. τη σουλφονική). Δεν έχει βρεθεί μεταβολίτης που να έχει επίδραση
στην έκκριση του γαστρικού οξέος.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική δυσλειτουργία
Ο μεταβολισμός της ομεπραζόλης σε ασθενείς με ηπατική δυσλειτουργία
είναι εξασθενημένος, έχοντας ως αποτέλεσμα αυξημένη AUC. Η ομεπραζόλη
Δεν έχει αποδειχθεί να έχει οποιαδήποτε τάση για συσσώρευση όταν
χορηγείται μία φορά ημερησίως.
Νεφρική δυσλειτουργία
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ομεπραζόλης, συμπεριλαμβανομένης της
συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας και του ποσοστού απομάκρυνσης, είναι
αμετάβλητες σε ασθενείς με μειωμένη νεφρική λειτουργία.
Ηλικιωμένοι
Το ποσοστό μεταβολισμού της ομεπραζόλης είναι κάπως μειωμένο σε
ηλικιωμένα άτομα (ηλικίας 75-79 ετών).
17
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
Παιδιατρικός πληθυσμός
Κατά τη διάρκεια θεραπείας με τις συνιστώμενες δόσεις σε παιδιά ηλικίας
από ενός έτους, οι συγκεντρώσεις στο πλάσμα που λαμβάνονται είναι
παρόμοιες με αυτές των ενηλίκων. Σε παιδιά μικρότερα από 6 μηνών, η
κάθαρση της ομεπραζόλης είναι χαμηλή λόγω της μικρής ικανότητας
μεταβολισμού της ομεπραζόλης.
5.3 Προκλινικά Στοιχεία για την Ασφάλεια
Γαστρική ECL-κυτταρική υπερπλασία και καρκινοειδή, έχουν παρατηρηθεί σε
δια-βίου μελέτες σε αρουραίους στους οποίους χορηγείται ομεπραζόλη.
Αυτές οι μεταβολές είναι αποτέλεσμα της παρατεταμένης
υπεργαστριναιμίας σαν επακόλουθο της αναστολής έκκρισης του οξέος.
Παρόμοια ευρήματα έχουν υπάρξει μετά από θεραπεία με ανταγωνιστές των
Η
2
-υποδοχέων, αναστολείς της αντλίας πρωτονίων και μετά από μερική
εκτομή του θόλου του στομάχου. Έτσι, αυτές οι μεταβολές δεν οφείλονται
στην άμεση δράση κάποιας μεμονωμένης δραστικής ουσίας.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1. Κατάλογος εκδόχων
Περιεχόμενο καψακίου:
- Σφαιρίδια σακχαρόζης (περιέχουν σακχαρόζη και άμυλο)
- Υπρομελλόζη
- Διμεθικόνης γαλάκτωμα (περιέχει προπυλεστέρα του του
παραϋδροξυβενζοϊκού οξέος (E216), μεθυλεστέρα του
παραϋδροξυβενζοϊκού οξέος (E218), σορβικό οξύ, νάτριο βενζοϊκό,
πολυαιθυλενογλυκόλης σορβιτάνης μονολαουρικός εστέρας, οκτυλ-
φαινόξυ-πολυαιθοξυαιθανόλη και προπυλενογλυκόλη)
- Πολυσορβικό 80
- Μαννιτόλη
Μονογλυκερίδια διακετυλιωμένα
- Τάλκης
- Μεθακρυλικού οξέος-ακρυλικός αιθυλεστέρας συμπολυμερές (1:1)
- Τριαυθυλεστέρας κιτρικός
- Πολυαιθυλενογλυκερίδια στεαροϋλίου.
Κ έλυφος καψακίου :
- Ζελατίνη
- Τιτανίου διοξείδιο (E171)
-
Μάυρο μ : ελάνι
- Κόμμεα λάκκας
- Μέλαν σιδήρου οξείδιο (E172)
6.2. Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
18
Palser 20 mg καψάκιο γαστροανθεκτικό, σκληρό IB/002
UK/H/924/002/IB/007 και UK/H/0924/002/R/01
6.3. Διάρκεια Ζωής
Φιάλες HDPE: 2 χρόνια
Μετά το πρώτο άνοιγμα: 3 μήνες
Κυψέλες (Blister s ) αλουμινίου: 2 χρόνια
6.4. Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φιάλες HDPE: Να μην αποθηκεύονται σε θερμοκρασία >30°C. Να
φυλάσσονται στον αρχικό περιέκτη και να διατηρείτε τη φιάλη καλά
κλεισμένη.
Κυψέλες (Blisters) αλουμινίου: Να μην αποθηκεύονται σε θερμοκρασία
>30°C. Να φυλάσσονται στον αρχικό περιέκτη
6.5. Φύση και συστατικά του περιέκτη
Φιάλες HDPE: Λευκό αδιαφανές υψηλής πυκνότητας πολυαιθυλένιο με
βιδωτό καπάκι το οποίο περιέχει πήγμα οξειδίου του πυριτίου (silica gel) και
είναι κλεισμένο με δακτύλιο ασφαλείας γύρω από το καπάκι
κατασκευασμένο από αδιαφανές λευκό πολυπροπυλένιο, σε κουτί από
χαρτόνι. Μεγέθη συσκευασιών: 14 ή 28 καψάκια.
Κυψέλη αλουμινίου:
Κυψέλη (Blister) από πολυαμίδιο-Αλουμίνιο-PVC/φύλλο αλουμινίου, σε κουτί
από χαρτόνι. Μεγέθη συσκευασιών: 14 ή 28 καψάκια.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6. Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης:
Καμία ειδική υποχρέωση
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Meditrina ΕΠΕ Φαρμακευτική Εταιρεία
Ηρακλείτου 117, 15238, Χαλάνδρι, Αθήνα
Τηλ: +30 2106726260, Fax: +30 2106726160, e-mail: info@meditrina.gr
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
81812/18-11-2009
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
19