ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Abstral 100 μg υπογλώσσια δισκία
Abstral 200 μg υπογλώσσια δισκία
Abstral 300 μg υπογλώσσια δισκία
Abstral 400 μg υπογλώσσια δισκία
Abstral 600 μg υπογλώσσια δισκία
Abstral 800 μg υπογλώσσια δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 100 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 200 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 300 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 400 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 600 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Κάθε υπογλώσσιο δισκίο περιέχει 800 μg φαιντανύλης (ως κιτρική)
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Υπογλώσσιο δισκίο
Το υπογλώσσιο δισκίο των 100 μg είναι ένα λευκό στρογγυλό δισκίο
Το υπογλώσσιο δισκίο των 200 μg είναι ένα λευκό οβάλ δισκίο
Το υπογλώσσιο δισκίο των 300 μg είναι ένα λευκό τρίγωνο δισκίο
Το υπογλώσσιο δισκίο των 400 μg είναι ένα λευκό δισκίο σε σχήμα διαμαντιού
Το υπογλώσσιο δισκίο των 600 μg είναι ένα λευκό δισκίο σε σχήμα D
Το υπογλώσσιο δισκίο των 800 μg είναι ένα λευκό δισκίο σε σχήμα κάψουλας
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Η ανακούφιση του παροξυσμικού πόνου σε ενήλικες ασθενείς που ακολουθούν
θεραπεία με οπιοειδή για την αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου που προκαλείται
από τον καρκίνο. Ο παροξυσμικός πόνος είναι ο αιφνίδιος παροξυσμός του
χρόνιου υποστρωματικού πόνου, ο οποίος ελέγχεται με διαφορετικό τρόπο.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Το Abstral πρέπει να χορηγείται μόνο σε ασθενείς που κρίνονται ότι
εμφανίζουν ανοχή στη θεραπεία με οπιοειδή, για την ανακούφιση του χρόνιου
καρκινικού πόνου. Οι ασθενείς κρίνονται ότι έχουν ανοχή στη θεραπεία με
οπιοειδή εάν λαμβάνουν τουλάχιστον 60 mg από του στόματος μορφίνη
ημερησίως, τουλάχιστον 25 μικρογραμμάρια διαδερματικής φαιντανύλης σε
ωριαία βάση, τουλάχιστον 30 mg οξυκωδόνης ημερησίως, τουλάχιστον 8 mg
από του στόματος χορηγούμενης υδρομορφόνης ημερησίως ή ισοδύναμη
δοσολογία αναλγητικών κάποιου άλλου οπιοειδούς για διάστημα μίας
εβδομάδας ή και περισσότερο.
2
Τρόπος χορήγησης:
Τα υπογλώσσια δισκία Abstral πρέπει να τοποθετούνται κατευθείαν κάτω από
τη γλώσσα στο πιο βαθύ σημείο. Τα υπογλώσσια δισκία Abstral δεν πρέπει να
καταπίνονται, αλλά πρέπει να διαλύονται εντελώς στην υπογλώσσια κοιλότητα
χωρίς να τα δαγκώνετε ή να τα πιπιλάτε. Συνίσταται στους ασθενείς να μην
τρώνε ή πίνουν τίποτα έως ότου το υπογλώσσιο δισκίο διαλυθεί εντελώς.
Οι ασθενείς με ξηροστομία μπορούν να πιούν νερό για να υγράνουν τη
στοματική βλεννογόνο πριν τη λήψη του Abstral.
Τιτλοποίηση δόσης:
Αντικειμενικός σκοπός της τιτλοποίησης δόσης είναι ο προσδιορισμός της
βέλτιστης δόσης συντήρησης για τη συνεχιζόμενη αντιμετώπιση επεισοδίων
παροξυσμικού πόνου. Η βέλτιστη αυτή δόση θα πρέπει να παρέχει επαρκή
αναλγησία με αποδεκτό επίπεδο ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
Η βέλτιστη δόση του Abstral καθορίζεται με ανοδική τιτλοποίηση για κάθε
ασθενή.
Διατίθενται αρκετές δόσεις για χρήση κατά τη διάρκεια της φάσης
τιτλοποίησης δόσης.
Η αρχική δόση του Abstral πρέπει να είναι 100 μg, με
ανοδική τιτλοποίηση, εάν κρίνεται αναγκαίο, από το εύρος των διαθέσιμων
περιεκτικοτήτων.
Οι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται στενά έως ότου επιτευχθεί η βέλτιστη
δόση.
Η μετάβαση από άλλα προϊόντα που περιέχουν φαιντανύλη στο Abstral δεν
πρέπει να πραγματοποιηθεί με αναλογία 1:1, εξαιτίας των διαφορετικών προφίλ
απορρόφησης. Εάν οι ασθενείς μεταβούν από κάποιο άλλο προϊόν που περιέχει
φαιντανύλη, απαιτείται νέα τιτλοποίηση δόσης με το Abstral.
Το ακόλουθο δοσολογικό σχήμα συνίσταται για τιτλοποίηση, αν και σε κάθε
περίπτωση ο ιατρός πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την κλινική ανάγκη του
ασθενή, την ηλικία του και τις συνυπάρχουσες νόσους.
Όλοι οι ασθενείς πρέπει να ξεκινούν τη θεραπεία με ένα υπογλώσσιο δισκίο
των 100 μg. Εάν επαρκής αναλγησία δεν επιτευχθεί μέσα σε 15-30 λεπτά μετά
τη χορήγηση ενός υπογλώσσιου δισκίου, μπορεί να χορηγηθεί ένα
σημπληρωματικό (δεύτερο) υπογλώσσιο δισκίο των 100 μg. Εάν δεν επιτευχθεί
επαρκής αναλγησία μέσα σε 15-30 λεπτά μετά την πρώτη δόση, πρέπει να
εξεταστεί το ενδεχόμενο αύξησης της δόσης στο δισκίο της επόμενης
υψηλότερης διαθέσιμης περιεκτικότητας για το επόμενο επεισόδιο
παροξυσμικού πόνου(Ανατρέξτε στην παρακάτω εικόνα).
Η κλιμάκωση της δόσης πρέπει να συνεχίσει σταδιακά έως ότου επιτευχθεί
επαρκής αναλγησία με ανεκτές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η περιεκτικότητα της
δόσης για το συμπληρωματικό (δεύτερο) υπογλώσσιο δισκίο θα πρέπει να
αυξάνεται από τα 100 στα 200 μικρογραμμάρια σε δόσεις των
400 μικρογραμμαρίων ή υψηλότερες. Αυτό απεικονίζεται στην παρακάτω
εικόνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης τιτλοποίησης, δεν θα πρέπει να
χορηγούνται περισσότερα από δύο (2) δόσεις για ένα επεισόδιο παροξυσμικού
πόνου.
3
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΙΤΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ABSTRAL
Περιεκτικότητα (μg) του πρώτου
υπογλώσσιου δισκίου ανά
επεισόδιο παροξυσμικού πόνου
Περιεκτικότητα (μg)
συμπληρωματικού (δεύτερου)
υπογλώσσιου δισκίου, το οποίο
λαμβάνεται 15-30 λεπτά μετά το
πρώτο δισκίο, εφόσον κριθεί
αναγκαίο
100 100
200 100
300 100
400 200
600 200
800 -
Εάν επιτευχθεί επαρκής αναλγησία στην υψηλότερη δόση, αλλά οι
ανεπιθύμητες αντιδράσεις κρίνονται μη αποδεκτές, ενδέχεται να χορηγηθεί μία
ενδιάμεση δόση (με υπογλώσσιο δισκίο των 100 μg, εφόσον κριθεί αναγκαίο).
Κατά την τιτλοποίηση, οι ασθενείς μπορούν να λάβουν οδηγίες να
χρησιμοποιήσουν πολλαπλά δισκία των 100 μικρογραμμαρίων ή/και δισκία των
200 μικρογραμμαρίων για οποιαδήποτε απλή δόση. Δεν πρέπει να
χρησιμοποιηθούν περισσότερα από τέσσερα (4) δισκία κάθε φορά.
Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια δόσεων υψηλότερων των 800 μg δεν
έχουν αξιολογηθεί σε ασθενείς σε κλινικές μελέτες.
4
Δόση έναρξης
100µg
Επιτυγχάνεται επαρκής ανακούφιση από τον πόνο
εντός 15-30 λεπτών;
Ναι Όχι
Λάβετε ένα δεύτερο δισκίο
(Βλ. πίνακα για τον καθορισμό
της περιεκτικότητας του δεύτερου
δισκίου)
Αυξήστε το πρώτο δισκίο
στην επόμενη υψηλότερη
περιεκτικότητα για το
επόμενο επεισόδιο
παροξυσμικού πόνου
Χρησιμοποιήστε αυτήν
τη δόση για τα επόμενα
επεισόδια παραξυσμικού
πόνου
Προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων
αντιδράσεων που σχετίζονται με οπιοειδή και να προσδιοριστεί η κατάλληλη
δόση, είναι αναγκαίο οι ασθενείς να παρακολουθούνται στενά από
επαγγελματίες της υγείας κατά τη διάρκεια της διαδικασίας τιτλοποίησης.
Κατά την τιτλοποίηση οι ασθενείς θα πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον 2 ώρες
προτού αποπειραθούν να αντιμετωπίσουν κάποιο άλλο επεισόδιο παροξυσμικού
πόνου με το Abstral.
Θεραπεία συντήρησης:
Μόλις καθοριστεί η κατάλληλη δόση, η οποία ενδέχεται να είναι περισσότερα
από ένα δισκία, οι ασθενείς πρέπει να διατηρήσουν αυτήν τη δόση και να
περιορίσουν την κατανάλωση σε τέσσερις το ανώτερο δόσεις Abstral
ημερησίως.
Κατά το διάστημα συντήρησης οι ασθενείς θα πρέπει να περιμένουν
τουλάχιστον 2 ώρες προτού αποπειραθούν να αντιμετωπίσουν κάποιο άλλο
επεισόδιο παροξυσμικού πόνου με το Abstral.
Επαναπροσαρμογή δόσης:
Εάν η ανταπόκριση (αναλγησία ή ανεπιθύμητες αντιδράσεις) στην
τιτλοποιημένη δόση του Abstral μεταβληθεί σημαντικά, ενδέχεται να είναι
αναγκαία μία προσαρμογή της δόσης, προκειμένου να διασφαλιστεί η
διατήρηση της βέλτιστης δόσης.
Εάν σημειωθούν περισσότερα από τέσσερα επεισόδια παροξυσμικού πόνου
ημερησίως σε διάστημα μεγαλύτερο από τέσσερις διαδοχικές ημέρες, τότε η
δόση οπιοειδών μακράς δράσης για την ανακούφιση του συνεχούς πόνου πρέπει
να επανεξετάζεται. Εάν τα οπιοειδή μακράς δράσης ή η δόση των οπιοειδών
μακράς διαρκείας μεταβληθεί, η δόση του Abstral πρέπει να επανεξεταστεί και
να τιτλοποιηθεί εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί
η διατήρηση της βέλτιστης δόσης.
Είναι αναγκαίο οποιαδήποτε εκ νέου τιτλοποίηση δόσης οποιουδήποτε
αναλγητικού να παρακολουθείται από έναν επαγγελματία της υγείας.
Διακοπή θεραπείας:
Εάν ο ασθενής δεν εμφανίζει πλέον επεισόδια παροξυσμικού πόνου, η θεραπεία
με Abstral πρέπει να διακόπτεται αμέσως. Η θεραπεία για τον επίμονο
υποστρωματικό πόνο πρέπει να χορηγείται σύμφωνα με τη συνταγογράφηση.
Σε περίπτωση διακοπής της θεραπείας με οπιοειδή, απαιτείται στενή
παρακολούθηση του ασθενούς από τον γιατρό με σκοπό τη διαχείριση του
κινδύνου εμφάνισης αιφνίδιου συνδρόμου στέρησης.
Χορήγηση σε παιδιά και εφήβους:
Το Abstral δεν πρέπει να λαμβάνεται από ασθενείς κάτω των 18 ετών,
εξαιτίας της έλλειψης δεδομένων ασφάλειας και αποτελεσματικότητας.
Χορήγηση σε ηλικιωμένους ανθρώπους
Η τιτλοποίηση δόσης πρέπει να πραγματοποιείται με εξαιρετική προσοχή και οι
ασθενείς να παρακολουθούνται στενά για συμπτώματα τοξικότητας στη
φαιντανύλη (βλ. ενότητα 4,4).
Χορήγηση σε ασθενείς με νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια
5
Οι ασθενείς με νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία πρέπει να
παρακολουθούνται στενά για συμπτώματα τοξικότητας στη φαιντανύλη κατά
τη διάρκεια της φάσης τιτλοποίησης του Abstral (βλ. ενότητα 4,4).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Ασθενείς που δεν λαμβάνουν θεραπεία συντήρησης με οπιοειδή βρίσκονται σε
αυξημένο κίνδυνο αναπνευστικής καταστολής.
Αναπνευστική καταστολή βαριάς μορφής ή αποφρακτική πνευμονοπάθεια
βαριάς μορφής.
Θεραπεία οξέος πόνου εκτός του παροξυσμικού πόνου.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς και εκείνοι που τους φροντίζουν πρέπει να ενημερώνονται ότι το
Abstral περιέχει μία δραστική ουσία σε ποσότητα που μπορεί να αποβεί μοιραία
για ένα παιδί και ότι, συνεπώς, πρέπει να φυλάσσουν όλα τα δισκία σε μέρος
που δεν φθάνουν και δεν βλέπουν τα παιδιά.
Εξαιτίας των πιθανών σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που ενδέχεται να
παρουσιαστούν κατά τη λήψη οπιοειδούς θεραπείας, όπως το Abstral, οι
ασθενείς και αυτοί που τους φροντίζουν πρέπει να κατανοήσουν πλήρως τη
σπουδαιότητα της σωστής λήψης του Abstral, καθώς επίσης και τι πρέπει να
κάνουν στην περίπτωση που παρουσιαστούν συμπτώματα υπερδοσολογίας.
Πριν την έναρξη της θεραπείας με το Abstral, είναι σημαντικό να έχει
σταθεροποιηθεί η θεραπεία του ασθενή με οπιοειδή μακράς δράσης που
χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο του συνεχούς πόνου.
Κατά την επαναλαμβανόμενη χορήγηση οπιοειδών, όπως η φαιντανύλη,
ενδέχεται να αναπτυχθεί ανοχή και φυσική και/ή ψυχολογική εξάρτηση. Η
ιατρογενής εξάρτηση μετά τη θεραπευτική χρήση οπιοειδών είναι σπάνια.
Όπως με όλα τα οπιοειδή, υπάρχει ο κίνδυνος εμφάνισης κλινικά σημαντικής
αναπνευστικής καταστολής που σχετίζεται με τη χρήση του Abstral. Πρέπει να
δοθεί μεγάλη προσοχή κατά την τιτλοποίηση δόσης του Abstral σε ασθενείς με
χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή άλλη ιατρική πάθηση που προκαλεί
προδιάθεση για αναπνευστική καταστολή (π.χ. βαρεία μυασθένεια), εξαιτίας
του κινδύνου εμφάνισης περαιτέρω αναπνευστικής καταστολής, η οποία θα
μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αναπνευστική ανεπάρκεια.
Το Abstral πρέπει να χορηγείται με εξαιρετική προσοχή σε ασθενείς που
ενδέχεται να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε ενδοκρανιακές επιπτώσεις
υπερκαπνίας, όπως αυτούς που έχουν ενδείξεις αυξημένης ενδοκρανιακής
πίεσης, μειωμένης συνείδησης, κώματος ή εγκεφαλικών όγκων. Για τους
ασθενείς που έχουν υποστεί κρανιακούς τραυματισμούς, η κλινική πορεία
ενδέχεται να σκιασθεί με τη χρήση οπιοειδών. Σε αυτήν την περίπτωση, τα
οπιοειδή πρέπει να χορηγούνται μόνο εάν είναι απολύτως αναγκαίο.
Καρδιακές παθήσεις
H φαιντανύλη μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία. H φαιντανύλη θα πρέπει να
χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με προηγούμενες ή προϋπάρχουσες
βραδυαρρυθμίες.
6
Στοιχεία από μελέτες ενδοφλέβιας χορήγησης της φαιντανύλης υποδεικνύουν
ότι οι ηλικιωμένοι ασθενείς ενδέχεται να παρουσιάσουν μειωμένη κάθαρση,
παρατεταμένη ημίσεια ζωή και μεγαλύτερη ευαισθησία στη δραστική ουσία σε
σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς. Οι ηλικιωμένοι, καχεκτικοί ή
εξασθενημένοι ασθενείς πρέπει να παρακολουθούνται προσεκτικά για
συμπτώματα τοξικότητας στη φαιντανύλη και, εάν κριθεί απαραίτητο,να
μειωθεί η δόση.
Το Abstral πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική
δυσλειτουργία, κυρίως κατά τη διάρκεια της φάσης της τιτλοποίησης. Η χρήση
του Abstral σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια ενδέχεται να αυξήσει
την βιοδιαθεσιμότητα της φαιντανύλης και να μειώσει τη συστηματική
κάθαρση, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσσώρευση και αυξημένη,
παρατεταμένη δράση οπιοειδών.
Πρέπει να δοθεί προσοχή κατά τη θεραπεία ασθενών με υποογκαιμία και
υπόταση.
Το Abstral δεν έχει μελετηθεί σε ασθενείς με πληγές στο στόμα ή
βλεννογονίτιδα. Ενδέχεται να υπάρχει κίνδυνος αυξημένης συστηματικής
έκθεσης στο φάρμακο σε αυτούς τους ασθενείς και, συνεπώς, συνίσταται
εξαιρετική προσοχή κατά τη διάρκεια της τιτλοποίησης δόσης.
Δεν πρέπει να υπάρχουν αξιοσημείωτα συμπτώματα κατά τη διακοπή της
θεραπείας με Abstral. Ωστόσο πιθανά συμπτώματα διακοπής λήψης του
φαρμάκου αποτελούν τα : άγχος, ρίγος, εφίδρωση, ωχρότητα, ναυτία και έμετος.
Σύνδρομο σεροτονίνης
Συνιστάται προσοχή όταν το Abstral συγχορηγείται με φάρμακα που
επηρεάζουν τα σεροτονινεργικά νευροδιαβιβαστικά συστήματα.
Η ανάπτυξη ενός δυνητικά απειλητικού για τη ζωή συνδρόμου σεροτονίνης
μπορεί να συμβεί με την ταυτόχρονη χρήση σεροτονινεργικών φαρμάκων όπως
Εκλεκτικοί Αναστολείς Επαναπρόσληψης της Σεροτονίνης (SSRIs) και
Αναστολείς Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης-Νορεπινεφρίνης (SNRIs), και με
φάρμακα που επηρεάζουν το μεταβολισμό της σεροτονίνης
(συμπεριλαμβανομένων των Αναστολέων της Μονοαμινοξειδάσης [αναστολείς
[ΜΑΟ]). Αυτό μπορεί να συμβεί στα πλαίσια της συνιστώμενης δόσης.
Το σύνδρομο σεροτονίνης μπορεί να περιλαμβάνει μεταβολές στη διανοητική
κατάσταση (π.χ. διέγερση, ψευδαισθήσεις, κώμα), αστάθεια του αυτόνομου
νευρικού συστήματος (π.χ. ταχυκαρδία, ασταθής αρτηριακή πίεση, υπερθερμία),
νευρομυϊκές διαταραχές (π.χ. υπεραντανακλαστικότητα, έλλειψη συντονισμού,
ακαμψία), ή/και γαστρεντερικά συμπτώματα (π.χ. ναυτία, έμετος, διάρροια).
Σε περίπτωση υποψίας συνδρόμου σεροτονίνης, η θεραπεία με το Abstral θα
πρέπει να διακόπτεται.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η φαιντανύλη μεταβολίζεται από το CYP3A4. Τα φάρμακα που αναστέλλουν τη
δραστηριότητα του CYP3A4, όπως τα αντιβιοτικά μακρολίδης (π χ.
ερυθρομυκίνη), οι αντιμυκητιασικοί παράγοντες αζόλης (π.χ. κετοκοναζόλη,
ιτρακοναζόλη) ή συγκεκριμένοι αναστολείς της πρωτεάσης (π.χ. ριτοναβίρη)
ενδέχεται να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της φαιντανύλης, μειώνοντας τη
συστηματική της κάθαρση, ενδεχομένως ενισχύοντας ή παρατείνοντας τη δράση
των οπιοειδών. Ο χυμός γκρέιπφρουτ είναι επίσης γνωστός για τις ιδιότητες
7
αναστολής του CYP3A4. Συνεπώς, η φαιντανύλη πρέπει να χορηγείται σε
ασθενείς με προσοχή, εάν χορηγείται σε συνδυασμό με αναστολείς του CYP3A4.
Η συγχορήγηση με άλλα κατασταλτικά του ΚΝΣ (κεντρικού νευρικού
συστήματος), όπως άλλα παράγωγα μορφίνης (αναλγητικά και αντιβηχικά),
γενικά αναισθητικά, σκελετομυοχαλαρωτικά, ηρεμιστικά αντικαταθλιπτικά,
ηρεμιστικά Η1 αντιισταμινικά, βαρβιτουρικά, αγχολυτικά (π.χ.
βενζοδιαζεπίνες), υπνωτικά, αντιψυχωτικά, κλονιδίνη και σχετικές ουσίες
ενδέχεται να προκαλέσουν αύξηση των κατασταλτικών δράσεων του ΚΝΣ.
Ενδέχεται να παρουσιαστεί αναπνευστική καταστολή, υπόταση και σημαντική
καταστολή.
Το αλκοόλ εντείνει τα κατασταλτικά αποτελέσματα των αναλγητικών με βάση
τη μορφίνη και, συνεπώς, δε συνίσταται η συγχορήγηση αλκοολούχων ποτών ή
φαρμακευτικών προϊόντων που περιέχουν αλκοόλ με το Abstral.
Δε συνίσταται η χορήγηση του Abstral σε ασθενείς που έχουν λάβει αναστολείς
της μονοαμινοοξειδάσης (MAO) εντός 14 ημερών, καθώς έχει αναφερθεί σοβαρή
και απρόβλεπτη ενίσχυση από τους αναστολείς της ΜΑΟ με οπιοειδή
αναλγητικά.
Δε συνιστάται η ταυτόχρονη χορήγηση αγωνιστών/ανταγωνιστών οπιοειδών
μερικής δράσης (π.χ. βουπρενορφίνη, ναλβουφίνη, πενταζοσίνη), καθώς
παρουσιάζουν υψηλή συγγένεια με τους σχετικά χαμηλής ενδογενούς
δραστηριότητας υποδοχείς οπιοειδών και, επομένως, ανταγωνίζονται μερικώς
την αναλγητική δράση της φαιντανύλης, κάτι το οποίο μπορεί να προκαλέσει
συμπτώματα στέρησης σε ασθενείς εξαρτημένους από τα οπιοειδή.
Σεροτονινεργικά φάρμακα
Η συγχορήγηση της φαιντανύλης με ένα σεροτονινεργικό παράγοντα, όπως ένας
Εκλεκτικός Αναστολέας Επαναπρόσληψης της Σεροτονίνης (SSRI) ή ένας
Αναστολέας Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης-Νορεπινεφρίνης (SNRI) ή ένας
Αναστολέας της Μονοαμινοξειδάσης (αναστολέας ΜΑΟ), μπορεί να αυξήσει τον
κίνδυνο συνδρόμου σεροτονίνης, μια κατάσταση δυνητικά απειλητική για τη
ζωή.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Η ασφάλεια της φαιντανύλης κατά τη διάρκεια της κύησης δεν έχει
προσδιοριστεί. Μελέτες σε ζώα έχουν αποδείξει τοξικότητα στην
αναπαραγωγική ικανότητα με διαταραγμένη γονιμότητα σε αρουραίους (βλ.
ενότητα 5,3). Οι πιθανοί κίνδυνοι στους ανθρώπους είναι άγνωστοι. Η
φαιντανύλη πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο όταν
κριθεί απολύτως απαραίτητο.
Η μακροπρόθεσμη θεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ενδέχεται να
προκαλέσει συμπτώματα στέρησης του φαρμάκου στο νεογνό.
Η φαιντανύλη δεν πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια του τοκετού
(συμπεριλαμβανομένης της καισαρικής τομής), καθώς η φαιντανύλη διαπερνά
τον πλακούντα και ενδέχεται να προκαλέσει αναπνευστική καταστολή στο
έμβρυο ή στο νεογνό.
Θηλασμός
Η φαιντανύλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα και ενδέχεται να προκαλέσει
καταστολή και δύσπνοια στο θηλάζον βρέφος. Η φαιντανύλη δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται από θηλάζουσες γυναίκες και ο θηλασμός δεν πρέπει να
8
ξαναρχίζει έως ότου παρέλθουν 5 τουλάχιστον ημέρες από την τελευταία
χορήγηση φαιντανύλης.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν πραγματοποιηθεί μελέτες σχετικά με την επίδραση του Abstral στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
Ωστόσο, τα οπιοειδή αναλγητικά είναι γνωστό ότι ενδέχεται να εξασθενήσουν
την πνευματική ή σωματική ικανότητα εκτέλεσης πιθανώς επικίνδυνων
εργασιών, όπως η οδήγηση ή ο χειρισμός μηχανημάτων. Πρέπει να συνίσταται
στους ασθενείς να μην οδηγούν ή να χειρίζονται μηχανήματα, εάν νοιώθουν
ζαλάδα, υπνηλία ή παρουσιάσουν θολή όραση ή διπλωπία κατά τη λήψη του
Abstral.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Οι τυπικές ανεπιθύμητες ενέργειες των οπιοειδών είναι αναμενόμενες με το
Abstral. Τείνουν να μειώνονται σε ένταση με τη συνεχή χρήση. Οι πιο σοβαρές
πιθανές ανεπιθύμητες αντιδράσεις που σχετίζονται με τη χρήση οπιοειδών είναι
η αναπνευστική καταστολή (η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναπνευστική
ανακοπή), η υπόταση και η καταπληξία.
Οι κλινικές δοκιμές του Abstral σχεδιάστηκαν για να αξιολογήσουν την
ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση ασθενών με
παροξυσμικό καρκινικό πόνο. Όλοι οι ασθενείς λάμβαναν συγχρόνως οπιοειδή,
όπως μορφίνη ελεγχόμενης αποδέσμευσης, οξυκωδόνη ελεγχόμενης
αποδέσμευσης, ή διαδερμική φαιντανύλη, για τον επιμένοντα πόνο τους.
Επομένως δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν οριστικά οι επιδράσεις μόνο του
Abstral.
Οι πιο συχνά παρατηρούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες με το Abstral
περιλαμβάνουν τυπικές οπιοειδείς ανεπιθύμητες ενέργειες, όπως ναυτία,
δυσκοιλιότητα, υπνηλία και κεφαλαλγία.
Περίληψη σε πίνακα των ανεπιθύμητων ενεργειών με το Abstral και/ή άλλες
ενώσεις που περιέχουν φαιντανύλη:
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με το Abstral και/ή άλλες
ενώσεις που περιέχουν φαιντανύλη κατά τη διάρκεια κλινικών μελετών και
μετά την κυκλοφορία του προϊόντος. Αναγράφονται ακολούθως βάσει
κατηγορίας οργανικού συστήματος και συχνότητας εμφάνισης (Πολύ συχνές
1/10, Συχνές 1/100, <1/10, Όχι συχνές 1/1.000 έως <1/100, Μη γνωστές (δεν
μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα)). Σε κάθε ομάδα
συχνότητας εμφάνισης, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται με φθίνουσα
σειρά σοβαρότητας.
9
K /ατηγορία οργα
μ νικό σύστη α
μ Ανεπιθύ ητη ενέργεια κατά συχνότητα
Πολύ
συχνές
1/10
Συχνές
1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
1/1.000 <έως 1/100
Μη γνωστές
(δεν μπορεί
να
εκτιμηθεί με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Δ ιαταραχές του
ανοσοποιητικο
μύ συστή ατος
Υπερευαισθησία
Διαταραχές του
μεταβολισμού
και της θρέψης
Ανορεξία
μ Μειω ένη όρεξη
Ψυχιατρικές
διαταραχές
Κατάθλιψη
Παράνοια
Συγχυτική
κατάσταση
Αποπροσανατολισµ
ός
Αλλαγές στην
νοητική κατάσταση
Άγχος
Ευφορια
Δυσφορία
Συναισθηματική
αστάθεια
Διαταραχή στην
προσοχή
Αϋπνία
Ψευδαίσθηση
Δ ιαταραχές του
νευρικού
μσυστή ατος
Ζάλη
Κεφαλαλγί
α
Υπνηλία
Αμνησία
Παροσμία
Δυσγευσία
Τρόμος
Λήθαργος
Υπαισθησία
Δ ιαταραχή ύπνου
Σπασμοί
μ Οφθαλ ικές
διαταραχές
Θολή όραση
Καρδιακές
διαταραχές
Ταχυκαρδία
Βραδυκαρδία
Αγγειακές
διαταραχές
Υπόταση
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,
του θώρακα και
του
μεσοθωράκιου
Δύσπνοια Στοματοφάρυγγο
άλγος
Συσφιγκτικό
αίσθημα λαιμού
Αναπνευστική
καταστολή
10
K /ατηγορία οργα
μ νικό σύστη α
μ Ανεπιθύ ητη ενέργεια κατά συχνότητα
Πολύ
συχνές
1/10
Συχνές
1/100 έως
< 1/10
Όχι συχνές
1/1.000 <έως 1/100
Μη γνωστές
(δεν μπορεί
να
εκτιμηθεί με
βάση τα
διαθέσιμα
δεδομένα)
Δ ιαταραχές του
γαστρεντερικο
ύ
Ναυτία μΣτο ατίτιδ
α
μΈ ετος
Δυσκοιλιότ
ητα
μΞηροστο ία
Εξέλκωση του
στόματος
Εξέλκωση ούλων
Εξέλκωση χειλέων
Διαταραγμένη
εκκένωση του
στομάχου
Κοιλιακό άλγος
Δυσπεψία
Δυσφορία του
στομάχου
Διαταραχή της
γλώσσας
Αφθώδης
στοματίτιδα
Διογκωμένη
γλώσσα
Διάρροια
Διαταραχές του
δέρματος και
του υποδόριου
ιστού
Υπεριδρωσί
α
Δερματική βλάβη
Εξάνθημα
Αλλεργικός
κνησμός
Κνησμός
Νυκτερινές
εφιδρώσεις
Αυξημένη τάση για
μωλωπισμό
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος
και του
συνδετικού
ιστού
Αρθραλγία
Μυοσκελετική
δυσκαμψία
Δυσκαμψία
άρθρωσης
Διαταραχές του
αναπαραγωγικ
ού συστήματος
και του μαστού
Στυτική
δυσλειτουργία
Γενικές
διαταραχές και
καταστάσεις
της οδού
χορήγησης
Κόπωση
Σύνδρομο
στέρησης*
φαρμάκου
Εξασθένιση
Κακουχία
Ερυθρίαση
και Έξαψη
Περιφερικό
οίδημα
Πυρεξία
Κακώσεις,
δηλητηριάσεις
και επιπλοκές
θεραπευτικών
χειρισμών
Τυχαία
υπερδοσολογία
Πτώση
11
* με τη διαβλεννογονική φαιντανύλη παρατηρήθηκαν συμπτώματα στέρησης από τη
διακοπή λήψης οπιοειδών όπως ναυτία, έμετος, διάρροια, άγχος, ρίγη, τρόμος και
εφίδρωση.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http :// www . eof . gr
4.9 Υπερδοσολογία
Τα συμπτώματα υπερδοσολογίας φαιντανύλης αποτελούν επέκταση της
φαρμακολογικής της δράσης, με ως πιο σοβαρή ανεπιθύμητη ενέργεια την
αναπνευστική καταστολή, η οποία ενδέχεται να προκαλέσει αναπνευστική
ανακοπή.
Η άμεση αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας με οπιοειδή περιλαμβάνει αφαίρεση
κάθε υπογλώσσιου δισκίου Abstral από το στόμα, σωματική και λεκτική
διέγερση του ασθενή και αξιολόγηση του επιπέδου συνείδησης. Πρέπει να
δημιουργήσετε και να διατηρήσετε έναν ανοικτό αεραγωγό. Εάν κριθεί
αναγκαίο, πρέπει να εισαχθεί ένας στοματοφαρυγγικός σωλήνας ή καθετήρας
διασωλήνωσης, να χορηγηθεί οξυγόνο και να ξεκινήσει μηχανικός αερισμός,
όπως είναι κατάλληλο σε κάθε περίπτωση. Πρέπει να διατηρηθεί η σωστή
θερμοκρασία σώματος και η παρεντερική πρόσληψη υγρών.
Για τη θεραπεία της τυχαίας υπερδοσολογίας σε ασθενείς που δεν έχουν
ξαναχρησιμοποιήσει οπιοειδή, πρέπει να χορηγείται ναλοξόνη ή κάποιος άλλος
ανταγωνιστής των οπιοειδών, όπως ενδείκνυται κλινικά και σύμφωνα με την
Περίληψη Χαρακτηριστικών Προϊόντος. Ενδέχεται να είναι αναγκαία η
επαναλαμβανόμενη χορήγηση ανταγωνιστών των οπιοειδών, εάν παραταθεί η
διάρκεια της αναπνευστικής καταστολής.
Πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή κατά τη χορήγηση ναλοξόνης ή άλλων
ανταγωνιστών των οπιοειδών για την αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας σε
ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με οπιοειδή, εξαιτίας του κινδύνου
εμφάνισης οξέος συνδρόμου απόσυρσης.
Εάν παρουσιαστεί σοβαρή ή συνεχής υπόταση, πρέπει να εξετάζεται το
ενδεχόμενο υπογκαιμίας και η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί με
κατάλληλη θεραπεία παρεντερικής πρόσληψης υγρών.
Έχει αναφερθεί μυϊκή ακαμψία που παρεμποδίζει την αναπνοή κατά τη λήψη
φαιντανύλης και άλλων οπιοειδών. Σε αυτήν την περίπτωση, ενδέχεται να
χρειαστεί διασωλήνωση τραχείας, υποβοηθούμενος αερισμός και χορήγηση
ανταγωνιστών των οπιοειδών, καθώς επίσης και μυοχαλαρωτικών.
12
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Αναλγητικά, Οπιοειδή, Παράγωγα
φαινυλοπιπεριδίνης. Κωδικός ATC: N02AB03
Η φαιντανύλη είναι ένα ισχυρό μ-οπιοειδές αναλγητικό με ταχεία έναρξη
αναλγητικής δράσης και μικρής διάρκειας δράσης. Η φαιντανύλη είναι περίπου
κατά 100 φορές ισχυρότερη από τη μορφίνη ως αναλγητικό. Οι δευτερεύουσες
ανεπιθύμητες ενέργειες της φαιντανύλης στο ΚΝΣ, στην αναπνευστική και
γαστρεντερική λειτουργία είναι τυπικές των αναλγητικών οπιοειδών και
θεωρούνται τυπικές για την κατηγορία. Αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν
αναπνευστική καταστολή, βραδυκαρδία, υποθερμία, δυσκοιλιότητα, μύση
(συστολή της κόρης του οφθαλμού), σωματική εξάρτηση και ευφορία.
Τα αναλγητικά αποτελέσματα της φαιντανύλης σχετίζονται με το επίπεδο της
δραστικής ουσίας στο αίμα. Σε ασθενείς που δεν έχουν ξαναχρησιμοποιήσει
οπιοειδή, οι ελάχιστες συγκεντρώσεις στον ορό της φαιντανύλης για
αποτελεσματική αναλγησία κυμαίνονται από 0,3-1,2 ng/ml, ενώ επίπεδα της
τάξης των 10-20 ng/ml στο αίμα δημιουργούν χειρουργική αναισθησία και
βαθιά αναπνευστική καταστολή.
Σε ασθενείς με χρόνιο καρκινικό πόνο, οι οποίοι λαμβάνουν σταθερές δόσεις
συντήρησης οπιοειδών, παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη
βελτίωση της έντασης του πόνου με το Abstral σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο 10 λεπτά μετά τη χορήγηση (βλεπε σχήμα 1 πιο κάτω), με σημαντικά
μικρότερη αναγκαιότητα θεραπείας διάσωσης με αναλγητικά.
Σχήμα 1 Μέση διαφορά έντασης πόνου από το φυσιολογικό επίπεδο (±
SE
) του
Abstral
συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο (μετρούμενη με την κλίμακα
Likert
0-
10)
13
0
1
2
3
4
0 10 20 30 40 50 60
Mean Pain Intensity Difference
Χρόνος (min)
Placebo
Abstral
P=0.0004
P=0.0002
P=0.0011
P=0.0055
Μέση διαφορά έντασης
πόνου
Η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του Abstral έχει αξιολογηθεί σε ασθενείς
που λαμβάνουν το φάρμακο κατά την έναρξη ενός επεισοδίου παροξυσμικού
πόνου. Δεν έχει διερευνηθεί σε κλινικές μελέτες η προληπτική χρήση του
Abstral για αναμενόμενα επεισόδια πόνου.
Η φαιντανύλη, όπως και όλοι οι υποδοχείς αγωνιστές των μ-οπιοειδών,
προκαλεί δοσοεξαρτώμενη αναπνευστική καταστολή. Ο κίνδυνος είναι
μεγαλύτερος σε ασθενείς που δεν έχουν ξαναχρησιμοποιήσει οπιοειδή από ότι
στους ασθενείς που εμφανίζουν εξαιρετικά έντονους πόνους ή που
υποβάλλονται σε χρόνια θεραπεία με οπιοειδή. Η μακροπρόθεσμη θεραπεία με
οπιοειδή συνήθως προκαλεί την ανάπτυξη ανοχής στις δευτερεύουσες
ανεπιθύμητες ενέργειες.
Ενώ γενικά τα οπιοειδή αυξάνουν τον τόνο του λείου μυός της ουροφόρου οδού,
το άμεσο αποτέλεσμα τείνει να μεταβάλλεται: σε ορισμένες περιπτώσεις
προκαλεί επιτακτική ανάγκη για ούρηση, ενώ σε άλλες δυσκολία στην ούρηση.
Τα οπιοειδή αυξάνουν τον τόνο και μειώνουν την προωθητική συσταλτικότητα
των λείων μυών του γαστρεντερικού συστήματος, με αποτέλεσμα τον
παρατεταμένο χρόνο γαστρεντερικής μεταφοράς, η οποία ενδέχεται να είναι
υπεύθυνη για τη δυσκοιλιότητα που προκαλείται από τη φαιντανύλη.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η φαιντανύλη είναι ένα εξαιρετικά λιπόφιλο φάρμακο ταχείας απορρόφησης
μέσω του στοματικού βλεννογόνου και λίγο πιο αργής μέσω της γαστρεντερικής
οδού. Η από του στόματος χορηγούμενη φαιντανύλη επιφέρει έντονες ηπατικές
και εντερικές ανεπιθύμητες ενέργειες πρώτου σταδίου.
Το Abstral διατίθεται σε υπογλώσσιο δισκίο ταχείας διάλυσης. Ταχεία
απορρόφηση της φαιντανύλης λαμβάνει χώρα στη διάρκεια των περίπου 30
λεπτών μετά τη χορήγηση του Abstral. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα του
Abstral
έχει υπολογιστεί ότι είναι 54 %
.
Οι μέσες μέγιστες συγκεντρώσεις της
φαιντανύλης στο πλάσμα κυμαίνονται από 0,2-1,3 ng/ml (μετά τη χορήγηση
100-800 μg Abstral) και επιτυγχάνεται εντός 22,5 -240 λεπτά.
Περίπου το 80-85% της φαιντανύλης παρουσιάζει πρόσδεση από πρωτεΐνες
πλάσματος, κυρίως την α1-γλυκοπρωτεΐνη και σε μικρότερο βαθμό τη
λευκωματίνη και τη λιποπρωτεΐνη. Ο όγκος της διανομής της φαιντανύλης σε
σταθερά επίπεδα είναι περίπου 3-6 l/kg.
Η φαιντανύλη μεταβολίζεται κυρίως μέσω του CYP3A4 σε έναν αριθμό
φαρμακολογικά ανενεργών μεταβολιτών, συμπεριλαμβανομένης της
νορφαιντανύλης. Μέσα σε 72 ώρες ενδοφλέβιας χορήγησης φαιντανύλης,
περίπου το 75% της δόσης εκκρίνεται στα ούρα, κυρίως ως μεταβολίτες, με το
10% ως αναλλοίωτο φάρμακο. Περίπου το 9% της δόσης αποβάλλεται με τα
κόπρανα, κυρίως ως μεταβολίτες. Η συνολική κάθαρση πλάσματος της
φαιντανύλης είναι περίπου 0,5 l/h/kg. Μετά τη χορήγηση του Abstral, ο χρόνος
ημίσειας ζωής της απομακρύνσης της φαιντανύλης είναι περίπου 7 ώρες
(κυμαίνεται από 3-12,5 ώρες) και η τελική ημίσεια ζωή είναι περίπου 20 ώρες
(κυμαίνεται από 11,5-25 ώρες).
Η φαρμακοκινητική του Abstral έχει αποδειχτεί ότι είναι δοσοαναλογική στο
δοσολογικό εύρος των 100-800 μg. Φαρμακοκινητικές μελέτες κατέδειξαν ότι
πολλαπλά δισκία είναι βιοϊσοδύναμα με απλά δισκία της ισοδύναμης δόσης.
Διαταραχές Νεφρικής / Ηπατικής λειτουργιας
14
Οι διαταραχές της ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας θα μπορούσαν να
προκαλέσουν αύξηση στις συγκεντρώσεις ορού. Οι ηλικιωμένοι, οι καχεκτικοί
ή οι γενικά εξουθενωμένοι ασθενείς ενδέχεται να σημειώσουν χαμηλότερη
κάθαρση φαιντανύλης, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει μεγαλύτερη τελική
ημίσεια ζωή για την ουσία (βλ. ενότητες 4,2 και 4,4).
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Τα δεδομένα φαρμακολογικών μελετών για την ασφάλεια και τα δεδομένα
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων υποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει
ιδιαίτερος κίνδυνος για τους ανθρώπους, ο οποίος δεν έχει ήδη καλυφθεί από
άλλες ενότητες του παρόντος ΠΧΠ. Σε μελέτες με ζώα έχει αποδειχτεί
μειωμένη γονιμότητα και αυξημένη θνησιμότητα σε έμβρυα ποντικών. Ωστόσο,
δεν έχουν σημειωθεί τερατογενέσεις.
Τα αποτελέσματα της δοκιμής μεταλλακτικότητας σε βακτήρια και τρωκτικά
ήταν αρνητικά. Όπως και άλλα οπιοειδή, η φαιντανύλη παρουσίασε
ανεπιθύμητες ενέργειες μετάλλαξης
in vitro
σε κύτταρα θηλαστικών. Είναι
απίθανη η εμφάνιση μετάλλαξης με θεραπευτική χρήση, εφόσον οι ανεπιθύμητες
ενέργειες προκλήθηκαν μόνο σε πολύ υψηλές συγκεντρώσεις.
Μελέτες καρκινογένεσης (26 εβδομάδων δερματικό εναλλακτικός βιο-
προσδιορισμός σε Tg.AC διαγονιδιακούς ποντικούς, 2 ετών μελέτη
καρκινογένεσης υποδόριου ιστού σε αρουραίους) με τη φαιντανύλη δεν
αποκάλυψαν ευρήματα ενδεικτικά ογκογόνου δυνατότητας. Η αξιολόγηση
διαφανειών του εγκεφάλου από τη μελέτη καρκινογένεσης σε αρουραίους
αποκάλυψε εγκεφαλικές βλάβες σε ζώα στα οποία χορηγήθηκαν υψηλές δόσεις
κιτρικής φαιντανύλης. Η σημασία αυτών των ευρημάτων για τους ανθρώπους
είναι άγνωστη.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μαννιτόλη (E421)
Επικάλυψη μικροκρυσταλλικής κυτταρίνης
Νατριούχος κροσκαρμελόζη
Στεατικό μαγνήσιο
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
3 έτη
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C.
Φυλάσσετέ το στην αρχική του συσκευασία, προκειμένου να το προφυλάσσετε
από την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Τα υπογλώσσια δισκία Abstral συσκευάζονται σε κυψέλες ασφαλείας για
παιδιά από OPA / αλουμίνιο / PVC, με κάλυμμα από χαρτί/ πολυεστέρα/
αλουμίνιο, τα οποία περιέχονται σε ένα χάρτινο κουτί. Η συσκευασία έχει
15
χρωματική κωδικοποίηση για κάθε περιεκτικότητα υπογλώσσιων δισκίων
Abstral.
Μέγεθος συσκευασίας: Συσκευασίες των 10 ή 30 υπογλώσσιων δισκίων.
Ενδέχεται να μην κυκλοφορούν στην αγορά όλα τα μεγέθη συσκευασιών.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Τα απόβλητα πρέπει να απορρίπτονται για λόγους ασφάλειας. Οι
ασθενείς/φροντιστές πρέπει να ενθαρρύνονται να επιστρέφουν κάθε
αχρησιμοποίητο προϊόν στο Φαρμακείο, όπου πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με
τις εθνικές και τοπικές απαιτήσεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ProStrakan Ltd
Galabank Business Park
Galashiels
TD1 1QH
Ηνωμένο Βασίλειο
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
Ημερομηνία πρώτης έγκρισης: 09/04/2009
Ημερομηνία τελευταίας ανανέωσης: 28-02-2013
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
2015-07-16
16