Σπάνιες: Ινοκυστικοί μαστοί, γυναικομαστία, πόνος στους νεφρούς, ωοθηκική
κύστη, ολιγουρία, σπασμός της μήτρας
Γαστρεντερικό
Σπάνιες: Υπερχλωρυδρία
Παρατηρήθηκε κατά 2-3 φορές ελάττωση της βαρύτητας (οπτική αναλογική κλίμακα) της ναυτίας με τη
βενλαφαξίνη ελεγχόμενης αποδέσμευσης έναντι της βενλαφαξίνης άμεσης αποδέσμευσης σε κλινικές
φαρμακολογικές μελέτες με μη καταθλιπτικούς ασθενείς. Στις κλινικές μελέτες η συχνότητα της ναυτίας
και η προσαρμογή σε αυτή φαίνεται ότι βελτιώθηκε με τη βενλαφαξίνη ελεγχόμενης αποδέσμευσης
έναντι της βενλαφαξίνης άμεσης αποδέσμευσης.
*Η θεραπεία με βενλαφαξίνη συσχετίστηκε με αύξηση αρτηριακής πίεσης σε μερικούς ασθενείς κατά τη
διάρκεια όλων των κλινικών μελετών πριν την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά. Παρατηρήθηκαν
μέσες αυξήσεις της διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε ύπτια θέση κατά περίπου 1,2mmHg σε ασθενείς
που λάμβαναν θεραπεία με βενλαφαξίνη σε μελέτες πριν την κυκλοφορία στην αγορά σε σύγκριση με τη
μείωση κατά περίπου 0,2mmHg σε ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Από τους ασθενείς που
έλαβαν βενλαφαξίνη σε όλες τις κλινικές μελέτες, το 1,7% κρίθηκε ότι παρουσίασε σημαντική αύξηση
της αρτηριακής πίεσης σε σύγκριση με το 0,4% των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Σε μελέτες
με βενλαφαξίνη, οι αυξήσεις της αρτηριακής πίεσης ήταν δοσοεξαρτώμενες. Γενικά, οι ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με ≤ 200mg/ημέρα παρουσίασαν μη σημαντικές αυξήσεις, ενώ σε μια βραχείας
διάρκειας μελέτη με κυμαινόμενη δοσολογία, η μέγιστη δόση
(300-375mg/ημέρα) συσχετίστηκε με μέσες αυξήσεις της διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε ύπτια θέση
κατά 4mmHg την εβδομάδα 4 και κατά 7mmHg την εβδομάδα. Για όλους τους ασθενείς που λαμβάνουν
βενλαφαξίνη συνιστάται η τακτική παρακολούθηση της πίεσης του αίματος.
Η βενλαφαξίνη ελεγχόμενης αποδέσμευσης δεν έχει αξιολογηθεί ή χρησιμοποιηθεί σε επαρκή έκταση σε
ασθενείς με πρόσφατο ιστορικό εμφράγματος του μυοκαρδίου ή ασταθή καρδιακή πάθηση. Οι ασθενείς
με τέτοια διάγνωση αποκλείστηκαν συστηματικά από οποιαδήποτε κλινική μελέτη κατά τις κλινικές
δοκιμές του προϊόντος. Στο σύνολο των κλινικών μελετών πριν την κυκλοφορία του προϊόντος,
παρατηρήθηκαν κλινικά σημαντικά ηλεκτροκαρδιογραφικά ευρήματα σε ποσοστό 0,8% των ασθενών
στους οποίους χορηγήθηκε βενλαφαξίνη, σε σύγκριση με ποσοστό 0,5% των ασθενών στους οποίους
χορηγήθηκε εικονικό φάρμακο. Δεν παρατηρήθηκαν σοβαρές μεταβολές στα διαστήματα PR, QRS ή
QTc σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε βενλαφαξίνη κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών πριν
την κυκλοφορία του προϊόντος. Η μέση καρδιακή συχνότητα αυξήθηκε περίπου κατά 4 παλμούς/λεπτό
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με βενλαφαξίνη. Κλινικά σημαντική αύξηση ή απώλεια βάρους
παρατηρήθηκε σε λιγότερους από 1% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία με βενλαφαξίνη κατά τη
διάρκεια των μελετών πριν την κυκλοφορία.
Τα συμπτώματα εκ διακοπής έχουν εκτιμηθεί σε ασθενείς με κατάθλιψη. Απότομη διακοπή, ή μείωση
της δοσολογίας, έχει βρεθεί ότι σχετίζεται με την εμφάνιση νέων συμπτωμάτων, η συχνότητα των οποίων
αυξάνεται με τα αυξημένα επίπεδα δόσης και τη μεγαλύτερη διάρκεια της θεραπείας.
Τα συμπτώματα που αναφέρθηκαν περιλαμβάνουν άγχος, διέγερση, ανησυχία, σύγχυση, διάρροια, ζάλη,
ξηροστομία, αίσθημα κόπωσης, πονοκέφαλο, υπομανία, αϋπνία ή άλλες διαταραχές του ύπνου, υπνηλία,
ανορεξία, ναυτία, νευρικότητα, παραισθησία, εμβοές, εφίδρωση, σπασμούς, ίλιγγο, και έμετο. Όταν αυτά
τα συμπτώματα συνέβησαν ήταν συνήθως μικρής διάρκειας αλλά σε μερικούς ασθενείς συνεχιζόταν για
αρκετές εβδομάδες. Στην πλειοψηφία τους τα συμπτώματα εκ διακοπής είναι ήπια και αντιμετωπίζονται
χωρίς θεραπεία. Είναι γνωστό ότι εμφανίζονται συμπτώματα από την απότομη διακοπή γενικά των
αντικαταθλιπτικών και γι' αυτό συνιστάται η βαθμιαία μείωση της δοσολογίας του TUDOR και η
παρακολούθηση του ασθενή. Η περίοδος που χρειάζεται για τη μείωση της δοσολογίας εξαρτάται από τη
δόση, τη διάρκεια της θεραπείας και την ιδιοσυγκρασία του ασθενή (βλ. και
4.4).
12