Συστηματικές επιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν με τη χρήση εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις, που έχουν συνταγογραφηθεί
για μεγάλες χρονικές περιόδους. Αυτές οι επιδράσεις είναι πολύ λιγότερο
πιθανό να εμφανιστούν με εισπνεόμενα από ότι με από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή. Στις πιθανές συστηματικές επιδράσεις
περιλαμβάνονται: σύνδρομο Cushing, χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν στο
σύνδρομο Cushing, επινεφριδιακή καταστολή, μείωση της οστικής πυκνότητας,
καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά και εφήβους, καταρράκτης και
γλαύκωμα, και πολύ σπάνια μια σειρά ψυχολογικών ή συμπεριφορικών
επιδράσεων που περιλαμβάνουν ψυχοκινητική υπερκινητικότητα, διαταραχή του
ύπνου, άγχος, κατάθλιψη ή επιθετικότητα (ιδιαίτερα στα παιδιά).
Συνεπώς, είναι σημαντικό να επαναξιολογείται τακτικά η κατάσταση του
ασθενούς, και να μειώνεται η δόση του εισπνεόμενου κορτικοστεροειδούς στη
χαμηλότερη δόση, κατά την οποία διατηρείται αποτελεσματικός έλεγχος του
άσθματος.
Φαρμακοκινητικά δεδομένα χορήγησης μιας δόσης (βλ. παράγραφο 5.2) έδειξαν
ότι η χρήση του FOSTER με τον αεροθάλαμο AeroChamber Plus
®
σε σύγκριση με τη
χρήση με το τυπικό επιστόμιο δεν αυξάνει την συνολική συστηματική έκθεση
στη φορμοτερόλη, και ελαττώνει την συστηματική έκθεση στην 17-
μονοπροπιονική-βεκλομεθαζόνη, ενώ συμβαίνει αύξηση της αμετάβλητης
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης η οποία φθάνει στη συστηματική κυκλοφορία
από τους πνεύμονες. Εν τούτοις, αφού η συνολική συστηματική έκθεση στη
διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και στον ενεργό μεταβολίτη της δεν μεταβάλλεται,
δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος συστημικών επιδράσεων από τη χρήση του
FOSTER με τον εν λόγω αεροθάλαμο.
Η παρατεταμένη θεραπεία ασθενών με υψηλές δόσεις εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών μπορεί να προκαλέσει επινεφριδιακή καταστολή και οξεία
επινεφριδιακή κρίση. Παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών, που λαμβάνουν από
του στόματος ή με εισπνοές, μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες δόσεις
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης, μπορεί να βρίσκονται σε ιδιαίτερο κίνδυνο.
Στις καταστάσεις που θα μπορούσαν δυνητικά να προκαλέσουν οξεία
επινεφριδιακή κρίση, συμπεριλαμβάνονται ο τραυματισμός, η χειρουργική
επέμβαση, η λοίμωξη ή οποιαδήποτε ταχεία ελάττωση της δοσολογίας. Τα
συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι συνήθως ασαφή και ενδέχεται να
περιλαμβάνουν ανορεξία, κοιλιακό άλγος, απώλεια σωματικού βάρους, κόπωση,
κεφαλαλγία, ναυτία, έμετο, υπόταση, μειωμένα επίπεδα συνείδησης,
υπογλυκαιμία και σπασμούς. Η επιπρόσθετη κάλυψη με συστηματικά
κορτικοστεροειδή θα μπορούσε να εξεταστεί κατά τη διάρκεια περιόδων στρες ή
εκλεκτικής χειρουργικής επέμβασης.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την αλλαγή των ασθενών σε θεραπεία με
FOSTER, ιδιαίτερα εάν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος υποψίας πλημμελούς
επινεφριδιακής λειτουργίας από προηγούμενη συστηματική θεραπεία με
στεροειδή.
Οι ασθενείς που αλλάζουν από θεραπεία με από του στόματος σε εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή ενδέχεται να συνεχίσουν να διατρέχουν έναν κίνδυνο
πλημμελούς επινεφριδιακής εφεδρείας για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι
ασθενείς που έχρηζαν επείγουσας θεραπείας με κορτικοστεροειδή υψηλών
δόσεων κατά το παρελθόν ή είχαν λάβει παρατεταμένη θεραπεία με υψηλές
δόσεις εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών ενδέχεται να βρίσκονται επίσης σε
κίνδυνο. Αυτή η πιθανότητα υπολειπόμενης βλάβης θα πρέπει να λαμβάνεται