ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Foster 200 μικρογραμμάρια /6 μικρογραμμάρια ανά ψεκασμό διάλυμα για
εισπνοή υπό πίεση.
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε σταθερή δόση (ex-valve) περιέχει:
200 μικρογραμμάρια διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και 6 μικρογραμμάρια
διυδρικής φουμαρικής φορμοτερόλης.
Αυτό είναι ισοδύναμο μίας παρεχόμενης δόσης (ex-actuator) 177,7
μικρογραμμαρίων διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και 5,1 μικρογραμμαρίων
διυδρικής φουμαρικής φορμοτερόλης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Διάλυμα για εισπνοή υπό πίεση.
Κάθε δοχείο περιέχει άχρωμο προς υποκίτρινο διάλυμα.
Κάθε δοχείο προσαρμόζεται σε πλαστικό ενεργοποιητή, ο οποίος φέρει
επιστόμιο και προστατευτικό καπάκι.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Foster ενδείκνυται για τη συνήθη αντιμετώπιση του άσθματος, όπου είναι
κατάλληλη η χρήση ενός προϊόντος συνδυασμού (εισπνεόμενο
κορτικοστεροειδές και β
2
-αγωνιστής μακράς διάρκειας δράσης):
- ασθενείς που δεν ελέγχονται επαρκώς με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή
και την κατ’ επίκληση χρήση εισπνεόμενων β
2
-αγωνιστών ταχείας
έναρξης δράσης
ή
- ασθενείς που ελέγχονται ήδη επαρκώς με τη χρήση τόσο εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών όσο και β
2
-αγωνιστών μακράς διάρκειας δράσης.
Το Foster ενδείκνυται για χρήση σε ενήλικες.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Το Foster δεν ενδείκνυται για την αρχική αντιμετώπιση του άσθματος. Η
δοσολογία των συστατικών του Foster είναι εξατομικευμένη και θα πρέπει να
ρυθμίζεται σύμφωνα με τη βαρύτητα της νόσου. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται
υπ’ όψιν όχι μόνο όταν ξεκινά η θεραπεία με προϊόντα συνδυασμού, αλλά
1
επίσης και κατά τη ρύθμιση της δοσολογίας. Εάν ένας μεμονωμένος ασθενής
χρειαστεί έναν συνδυασμό δόσεων διαφορετικό από εκείνο που διατίθεται στη
συσκευή εισπνοών συνδυασμού, θα πρέπει να συνταγογραφηθούν οι
κατάλληλες δόσεις β
2
-αγωνιστών και/ή κορτικοστεροειδών από ξεχωριστές
συσκευές εισπνοών.
Η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη που περιέχεται στο Foster χαρακτηρίζεται από
μία κατανομή μικρομερών σωματιδίων, η οποία έχει ως αποτέλεσμα μία πιο
ισχυρή επίδραση σε σχέση με σκευάσματα διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης με
μία κατανομή μη-μικρομερών σωματιδίων (100 μικρογραμμάρια μικρομερών
σωματιδίων διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης στο Foster ισοδυναμούν με 250
μικρογραμμάρια διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης σε ένα σκεύασμα μη-
μικρομερών σωματιδίων). Συνεπώς η συνολική ημερήσια δόση διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης που χορηγείται με το Foster θα πρέπει να είναι μικρότερη από
τη συνολική ημερήσια δόση διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης που χορηγείται με
σκεύασμα μη-μικρομερών σωματιδίων διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης.
Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν όταν ένας ασθενής αλλάζει από ένα
σκεύασμα που δεν διαθέτει κατανομή μικρομερών σωματιδίων διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης στο Foster. Η δόση της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης θα
πρέπει να είναι μικρότερη και πρέπει να ρυθμιστεί σύμφωνα με τις ατομικές
ανάγκες των ασθενών.
Συνιστώμενες δοσολογίες για ενήλικες ηλικίας 18 ετών και άνω:
Δύο εισπνοές δύο φορές ημερησίως.
Η μέγιστη ημερήσια δόση είναι 4 εισπνοές.
Το Foster 200/6 πρέπει να λαμβάνεται ως αγωγή συντήρησης μόνο. Μια
χαμηλότερη περιεκτικότητα (Foster 100/6) είναι διαθέσιμη και λαμβάνεται ως
αγωγή συντήρησης και ανακούφισης.
Οι ασθενείς πρέπει να καθοδηγούνται να έχουν ανά πάσα στιγμή διαθέσιμο το
ξεχωριστό βρογχοδιασταλτικό βραχείας έναρξης δράσης, για χρήση διάσωσης.
Οι ασθενείς θα πρέπει να επαναξιολογούνται τακτικά από έναν γιατρό, ώστε η
δοσολογία του Foster να παραμένει η βέλτιστη και να αλλάζει μόνο κατόπιν
ιατρικής συμβουλής. Η δοσολογία θα πρέπει να τιτλοποιείται στη χαμηλότερη
δόση, με την οποία διατηρείται αποτελεσματικός έλεγχος των συμπτωμάτων.
Όταν διατηρείται μακροχρόνιος έλεγχος των συμπτωμάτων με τη χαμηλότερη
συνιστώμενη δόση, τότε το επόμενο βήμα θα μπορούσε να συμπεριλάβει μία
δοκιμή με εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή μόνον. Το Foster 200/6 δεν πρέπει
να χρησιμοποιείται για τη θεραπευτική προσέγγιση μείωσης της
αγωγής (step down). Μια χαμηλότερη περιεκτικότητα διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης (Foster 100/6) είναι διαθέσιμη σε ίδια συσκευή εισπνοών για
τη θεραπευτική προσέγγιση μείωσης της αγωγής (step down).
Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να λαμβάνουν το Foster κάθε μέρα
ακόμη και όταν είναι ασυμπτωματικοί.
Ειδικές ομάδες ασθενών:
Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας σε ηλικιωμένους ασθενείς. Δεν
υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα για τη χρήση του Foster σε ασθενείς με ηπατική
ή νεφρική δυσλειτουργία (βλέπε παράγραφο 5.2).
2
Συνιστώμενες δοσολογίες για παιδιά και εφήβους ηλικίας κάτω των
18 ετών:
Το Foster 200/6 δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά και εφήβους
ηλικίας κάτω των 18 ετών.
Τρόπος χορήγησης
Το Foster χορηγείται διά εισπνοής.
Για τη διασφάλιση της ορθής χορήγησης του φαρμάκου, θα πρέπει να
επιδεικνύεται στον ασθενή ο σωστός τρόπος χρήσης της συσκευής εισπνοών
από έναν γιατρό ή από κάποιον άλλο επαγγελματία υγείας. Η ορθή χρήση της
υπό πίεση δοσιμετρικής συσκευής εισπνοών είναι απαραίτητη προκειμένου η
θεραπεία να είναι επιτυχής. Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να
διαβάζουν προσεκτικά το Φύλλο Οδηγιών και να ακολουθούν τις οδηγίες
χρήσης, όπως δίνονται στο Φύλλο Οδηγιών.
Εάν η συσκευή εισπνοών έχει εκτεθεί σε συνθήκες υπερβολικού ψύχους, βγάλτε
το μεταλλικό φιαλίδιο από το επιστόμιο και ζεστάνετέ το με τα χέρια σας για
μερικά λεπτά πριν το χρησιμοποιήσετε. Ποτέ μην το θερμάνετε με τεχνητά
μέσα.
Πριν τη χρήση της συσκευής εισπνοών για πρώτη φορά ή εάν η συσκευή
εισπνοών δεν έχει χρησιμοποιηθεί για 14 ημέρες ή περισσότερο, ο ασθενής θα
πρέπει να πραγματοποιεί ένα ψεκασμό στον αέρα προκειμένου να
διασφαλίζεται ότι η συσκευή εισπνοών λειτουργεί σωστά.
Όποτε είναι δυνατόν, οι ασθενείς θα πρέπει να στέκονται όρθιοι ή να κάθονται
ευθυτενείς κατά την εισπνοή από τη συσκευή τους.
Χρήση της συσκευής εισπνοών:
1. Οι ασθενείς θα πρέπει να αφαιρούν το προστατευτικό καπάκι από το
επιστόμιο και να ελέγχουν ότι το επιστόμιο είναι καθαρό και
απαλλαγμένο από σκόνη και βρωμιές ή οποιοδήποτε άλλο ξένο
σωματίδιο.
2. Οι ασθενείς θα πρέπει να εκπνέουν όσο το δυνατόν πιο αργά και πιο
βαθιά.
3. Οι ασθενείς θα πρέπει να κρατάνε το δοχείο κατακόρυφα, με το σώμα του
προς τα πάνω και να τοποθετούν τα χείλη γύρω από το επιστόμιο χωρίς
να δαγκώνουν το επιστόμιο.
4. Ταυτόχρονα, οι ασθενείς θα πρέπει να εισπνέουν αργά και βαθιά από το
στόμα. Αφού αρχίσουν να εισπνέουν, θα πρέπει να πιέσουν την κορυφή
της συσκευής εισπνοών προς τα κάτω και να απελευθερώσουν έναν
ψεκασμό.
5. Οι ασθενείς θα πρέπει να κρατάνε την αναπνοή τους όσο το δυνατόν
περισσότερο και, τέλος, να απομακρύνουν τη συσκευή εισπνοών από το
στόμα τους και να εκπνεύσουν αργά. Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να
εκπνεύσουν εντός της συσκευής εισπνοών.
Εάν θα πρέπει να γίνει και άλλη εισπνοή, οι ασθενείς θα πρέπει να κρατήσουν
τη συσκευή εισπνοών σε κατακόρυφη θέση για περίπου μισό λεπτό και να
επαναλάβουν τα βήματα 2 έως 5.
Μετά τη χρήση, οι ασθενείς θα πρέπει να κλείσουν τη συσκευή εισπνοών με το
προστατευτικό καπάκι.
3
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ: Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να εκτελούν τα βήματα 2 έως 5 πολύ
γρήγορα.
Εάν εμφανιστεί εκνέφωμα μετά την εισπνοή, είτε από τη συσκευή εισπνοών είτε
από τις άκρες του στόματος, η διαδικασία θα πρέπει να επαναλαμβάνεται από
το βήμα 2.
Για τους ασθενείς με αδύναμα χέρια, μπορεί να είναι πιο εύκολο να κρατούν τη
συσκευή εισπνοών και με τα δύο χέρια. Συνεπώς, οι δείκτες θα πρέπει να
τοποθετούνται στην κορυφή της συσκευής εισπνοών και οι δύο αντίχειρες στη
βάση της συσκευής.
Οι ασθενείς θα πρέπει να ξεπλένουν το στόμα τους ή να κάνουν γαργάρες με
νερό ή να βουρτσίζουν τα δόντια τους μετά την εισπνοή (βλέπε παράγραφο 4.4).
Το μεταλλικό φιαλίδιο περιέχει ένα υγρό υπό πίεση. Οι ασθενείς θα πρέπει να
καθοδηγούνται να μην εκθέτουν το δοχείο σε θερμοκρασίες υψηλότερες από
50°C και να μην το τρυπούν.
Καθαρισμός
Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται να διαβάζουν το Φύλλο Οδηγιών για
το Χρήστη προσεκτικά για τις οδηγίες καθαρισμού. Για τον τακτικό καθαρισμό
της συσκευής εισπνοών, οι ασθενείς θα πρέπει να αφαιρούν το μεταλλικό
δοχείο από το πλαστικό περιέκτη και να απομακρύνουν το καπάκι από το
επιστόμιο και να ξεπλένουν το επιστόμιο και το καπάκι με χλιαρό νερό. Θα
πρέπει να αφήσουν τη συσκευή εισπνοών να στεγνώσει όλη νύχτα πριν
επανατοποθετήσουν το μεταλλικό φιαλίδιο στον πλαστικό περιέκτη και
κλείσουν το επιστόμιο με το καπάκι.
Οι ασθενείς που βρίσκουν δυσκολία στο συγχρονισμό της ενεργοποίησης του
ψεκασμού με την εισπνοή τους, μπορούν να χρησιμοποιούν τον αεροθάλαμο
AeroChamberPlus
®
. Ο ιατρός τους ή ο φαρμακοποιός ή ο νοσηλευτής πρέπει να
τους υποδεικνύουν την ορθή χρήση και τη φροντίδα της συσκευής εισπνοών και
του αεροθαλάμου καθώς και τον έλεγχο της τεχνικής τους ώστε να
εξασφαλίζεται η βέλτιστη απόδοση του εισπνεόμενου φαρμάκου προς τους
πνεύμονες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί από τους ασθενείς που χρησιμοποιούν το
AeroChamberPlus
®
εισπνέοντας συνεχόμενα αργά και βαθιά μέσω του
αεροθαλάμου, χωρίς καθυστέρηση μεταξύ ενεργοποίησης και εισπνοής.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στις δραστικές ουσίες ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Το Foster πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή (η οποία μπορεί να
περιλαμβάνει και παρατήρηση ζωτικών σημείων) σε ασθενείς με καρδιακές
αρρυθμίες, ιδιαίτερα κολποκοιλιακό αποκλεισμό τρίτου βαθμού και
ταχυαρρυθμίες, ιδιοπαθή υποβαλβιδική αορτική στένωση, υπερτροφική
αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια, ισχαιμική καρδιοπάθεια, σοβαρή καρδιακή
ανεπάρκεια, σοβαρή αρτηριακή υπέρταση και ανεύρυσμα.
4
Προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά τη θεραπεία ασθενών με γνωστή ή ύποπτη
επιμήκυνση του διαστήματος QTc, είτε συγγενή είτε φαρμακοεπαγόμενη
(QTc>0,44 δευτερόλεπτα). Η φορμοτερόλη αυτή καθ’ αυτή μπορεί να επάγει
επιμήκυνση του διαστήματος QTc.
Προσοχή απαιτείται επίσης όταν το Foster χρησιμοποιείται από ασθενείς με
θυρεοτοξίκωση, σακχαρώδη διαβήτη, φαιοχρωμοκύττωμα και μη
αντιμετωπισθείσα υποκαλιαιμία.
Δυνητικά σοβαρή υποκαλιαιμία μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της
θεραπείας με β
2
-αγωνιστές. Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται επί εδάφους σοβαρού
άσθματος, καθώς αυτή η δράση μπορεί να ενισχυθεί από την υποξία. Η
υποκαλιαιμία μπορεί επίσης να ενισχυθεί από τη συγχορηγούμενη θεραπεία με
άλλα φάρμακα, τα οποία μπορεί να επάγουν υποκαλιαιμία, όπως τα παράγωγα
ξανθίνης, τα στεροειδή και τα διουρητικά (βλέπε παράγραφο 4.5). Προσοχή
συνιστάται επίσης επί εδάφους ασταθούς άσθματος όταν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν διάφορα βρογχοδιασταλτικά «διάσωσης». Συνιστάται η
παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου στον ορό σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η εισπνοή φορμοτερόλης μπορεί να προκαλέσει μία αύξηση των επιπέδων
γλυκόζης στο αίμα. Συνεπώς, τα επίπεδα γλυκόζης αίματος θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά σε ασθενείς με διαβήτη.
Εάν έχει προγραμματιστεί η χορήγηση αναισθησίας με αλογονωμένα
αναισθητικά, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το Foster δεν χορηγείται για 12
ώρες τουλάχιστον πριν την έναρξη της αναισθησίας, καθώς υπάρχει κίνδυνος
εμφάνισης καρδιακών αρρυθμιών.
Όπως και με όλες τις εισπνεόμενες φαρμακευτικές αγωγές που περιέχουν
κορτικοστεροειδή, το Foster θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με
ενεργό ή λανθάνουσα πνευμονική φυματίωση, μυκητιασικές και ιογενείς
λοιμώξεις των αεροφόρων οδών.
Συνιστάται η θεραπεία με Foster να μη διακόπτεται απότομα.
Εάν οι ασθενείς θεωρήσουν ότι η θεραπεία είναι μη αποτελεσματική, θα πρέπει
να αναζητείται ιατρική φροντίδα. Η αυξανόμενη χρήση θεραπείας διάσωσης με
βρογχοδιασταλτικούς παράγοντες υποδηλώνει μία επιδείνωση της υποκείμενης
πάθησης και απαιτεί επαναξιολόγηση της αντιασθματικής θεραπείας. Η
αιφνίδια και εξελισσόμενη επιδείνωση του ελέγχου του άσθματος είναι
δυνητικά απειλητική για τη ζωή και ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε
επείγουσα ιατρική αξιολόγηση. Θα πρέπει να εξετάζεται η ανάγκη για αυξημένη
θεραπεία με κορτικοστεροειδή, είτε εισπνεόμενα είτε από του στόματος, ή για
αντιβιοτική θεραπεία εάν υπάρχει η υποψία λοίμωξης.
Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να ξεκινούν τη θεραπεία με Foster κατά τη διάρκεια
μίας έξαρσης ή εάν εμφανίζουν σημαντική ή οξεία επιδείνωση του άσθματος.
Σοβαρές σχετιζόμενες με το άσθμα ανεπιθύμητες ενέργειες και εξάρσεις μπορεί
να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Foster. Πρέπει να ζητείται
από τους ασθενείς να συνεχίζουν τη θεραπεία, αλλά να αναζητούν ιατρική
συμβουλή, εάν τα συμπτώματα του άσθματος παραμένουν μη ελεγχόμενα ή
επιδεινώνονται μετά την έναρξη της θεραπείας με Foster.
Όπως και με άλλες εισπνεόμενες θεραπείες, μπορεί να προκληθεί παράδοξος
βρογχόσπασμος με μία άμεση αύξηση του συριγμού και της ταχύπνοιας μετά τη
χορήγηση της δόσης. Αυτά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως με ένα
εισπνεόμενο βρογχοδιασταλτικό ταχείας δράσης. Θα πρέπει η θεραπεία με το
5
Foster να διακόπτεται αμέσως, ο ασθενής να επαναξιολογείται και να ξεκινά η
χορήγηση εναλλακτικής θεραπείας, εάν αυτό είναι απαραίτητο.
Το Foster δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως η πρώτη θεραπεία του άσθματος.
Για την αντιμετώπιση των οξέων ασθματικών κρίσεων, οι ασθενείς θα πρέπει
να καθοδηγούνται να έχουν πάντοτε μαζί τους το βρογχοδιασταλτικό ταχείας
έναρξης δράσης.
Θα πρέπει να υπενθυμίζεται στους ασθενείς να λαμβάνουν το Foster
καθημερινά, σύμφωνα με τη συνταγογράφηση ακόμη και όταν είναι
ασυμπτωματικοί.
Εφόσον ελεγχθούν τα συμπτώματα του άσθματος, θα πρέπει να εξεταστεί το
ενδεχόμενο σταδιακής ελάττωσης της δόσης του Foster. Η τακτική εξέταση των
ασθενών καθώς η δοσολογία της θεραπείας μειώνεται είναι σημαντική. Θα
πρέπει να χρησιμοποιείται η χαμηλότερη αποτελεσματική δόση του Foster (μια
χαμηλότερη περιεκτικότητα Foster 100/6 είναι διαθέσιμη, βλέπε επίσης
παράγραφο 4.2).
Συστηματικές επιδράσεις μπορεί να εμφανιστούν με τη χρήση εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις, που έχουν συνταγογραφηθεί
για μεγάλες χρονικές περιόδους. Αυτές οι επιδράσεις είναι πολύ λιγότερο
πιθανό να εμφανιστούν με εισπνεόμενα από ότι με από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή. Στις πιθανές συστηματικές επιδράσεις
περιλαμβάνονται: σύνδρομο Cushing, χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν στο
σύνδρομο Cushing, επινεφριδιακή καταστολή, μείωση της οστικής πυκνότητας,
καθυστέρηση της ανάπτυξης σε παιδιά και εφήβους, καταρράκτης και
γλαύκωμα και πολύ σπάνια, μια σειρά ψυχολογικών ή σχετικών με τη
συμπεριφορά επιδράσεων που περιλαμβάνουν ψυχοκινητική υπερκινητικότητα,
διαταραχές του ύπνου, άγχος, κατάθλιψη ή επιθετικότητα (ιδιαίτερα στα
παιδιά).
Συνεπώς, είναι σημαντικό να επαναξιολογείται τακτικά η κατάσταση του
ασθενούς, και να μειώνεται η δόση του εισπνεόμενου κορτικοστεροειδούς στη
χαμηλότερη δόση, με την οποία διατηρείται αποτελεσματικός έλεγχος του
άσθματος.
Φαρμακοκινητικά δεδομένα χορήγησης μιας δόσης (βλ. παράγραφο 5.2) έδειξαν
ότι η χρήση του Foster με τον αεροθάλαμο AeroChamber Plus
®
σε σύγκριση με τη
χρήση με το τυπικό επιστόμιο, δεν αυξάνει την συνολική συστηματική έκθεση
στη φορμοτερόλη και ελαττώνει την συστηματική έκθεση στην 17-
μονοπροπιονική-βεκλομεθαζόνη, ενώ συμβαίνει αύξηση της αμετάβλητης
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης, η οποία φθάνει στη συστηματική κυκλοφορία
από τους πνεύμονες. Εν τούτοις, αφού η συνολική συστηματική έκθεση στη
διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και στον ενεργό μεταβολίτη της δεν μεταβάλλεται,
δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος συστηματικών επιδράσεων από τη χρήση του
Foster με τον εν λόγω αεροθάλαμο.
Η παρατεταμένη θεραπεία ασθενών με υψηλές δόσεις εισπνεόμενων
κορτικοστεροειδών μπορεί να προκαλέσει επινεφριδιακή καταστολή και οξεία
επινεφριδιακή κρίση. Παιδιά ηλικίας κάτω των 16 ετών που λαμβάνουν από του
στόματος ή με εισπνοές μεγαλύτερες από τις συνιστώμενες δόσεις
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης μπορεί να βρίσκονται σε ιδιαίτερο κίνδυνο. Στις
καταστάσεις που θα μπορούσαν δυνητικά να προκαλέσουν οξεία επινεφριδιακή
κρίση συμπεριλαμβάνονται ο τραυματισμός, η χειρουργική επέμβαση, η λοίμωξη
6
ή οποιαδήποτε ταχεία ελάττωση της δοσολογίας. Τα συμπτώματα που
παρουσιάζονται είναι συνήθως ακαθόριστα και ενδέχεται να περιλαμβάνουν
ανορεξία, κοιλιακό άλγος, απώλεια σωματικού βάρους, κόπωση, κεφαλαλγία,
ναυτία, έμετο, υπόταση, μειωμένα επίπεδα συνείδησης, υπογλυκαιμία και
σπασμούς. Η επιπρόσθετη κάλυψη με συστηματικά κορτικοστεροειδή θα
μπορούσε να εξεταστεί κατά τη διάρκεια περιόδων στρες ή εκλεκτικής
χειρουργικής επέμβασης.
Θα πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την αλλαγή των ασθενών σε θεραπεία με
Foster, ιδιαίτερα εάν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος υποψίας επινεφριδιακής
δυσλειτουργίας από προηγούμενη συστηματική θεραπεία με στεροειδή.
Οι ασθενείς που αλλάζουν από θεραπεία με από του στόματος σε εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή ενδέχεται να συνεχίσουν να διατρέχουν έναν κίνδυνο
δυσλειτουργίας της επινεφριδιακής επάρκειας για ένα μεγάλο χρονικό
διάστημα. Οι ασθενείς που έχρηζαν επείγουσα θεραπεία με κορτικοστεροειδή
υψηλών δόσεων κατά το παρελθόν ή είχαν λάβει παρατεταμένη θεραπεία με
υψηλές δόσεις εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών ενδέχεται να βρίσκονται
επίσης σε κίνδυνο. Αυτή η πιθανότητα υπολειπόμενης δυσλειτουργίας θα πρέπει
πάντοτε να λαμβάνεται υπ’ όψιν επί επειγουσών και εκλεκτικών καταστάσεων
που ενδέχεται να προκαλέσουν στρες, και θα πρέπει να εξετάζεται η χορήγηση
της κατάλληλης θεραπείας κορτικοστεροειδών.
Ανάλογα με το βαθμό της επινεφριδιακής δυσλειτουργίας ενδέχεται να
απαιτηθεί η συμβουλή ενός ειδικού πριν τη διενέργεια εκλεκτικής διαδικασίας.
Θα πρέπει να συνιστάται στους ασθενείς να ξεπλένουν το στόμα τους ή να
κάνουν γαργάρες με νερό ή να βουρτσίζουν τα δόντια τους μετά την εισπνοή
της συνταγογραφηθείσας δόσης για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου
στοματοφαρυγγικής καντιντίασης.
Το Foster περιέχει μία μικρή ποσότητα αιθανόλης (αλκοόλ), περίπου 100 mg
ανά ψεκασμό. Σε φυσιολογικές δόσεις, η ποσότητα της αιθανόλης είναι
αμελητέα και δεν θέτει τους ασθενείς σε κανέναν κίνδυνο.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις
Η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη υπόκειται σε έναν εξαιρετικά ταχύ μεταβολισμό
μέσω των ενζύμων εστεράσες χωρίς τη συμμετοχή του συστήματος του
κυτοχρώματος P450.
Φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις
Οι β-αδρενεργικοί αποκλειστές έχουν την ικανότητα τόσο να διεγείρουν όσο
και να αναστείλουν τη επίδραση της φορμοτερόλης. Συνεπώς θα πρέπει να
αποφεύγεται η συγχορήγηση του Foster με β-αδρενεργικούς αποκλειστές
(συμπεριλαμβανομένων των οφθαλμικών σταγόνων) εκτός και αν χρειάζεται να
χορηγούνται για επιτακτικούς λόγους.
Από την άλλη πλευρά, η συγχορήγηση άλλων β-αδρενεργικών φαρμάκων μπορεί
δυνητικά να έχει αθροιστικές επιδράσεις. Συνεπώς απαιτείται προσοχή κατά τη
σύγχρονη συνταγογράφηση θεοφυλλίνης ή άλλων β-αδρενεργικών φαρμάκων με
φορμοτερόλη.
7
Η ταυτόχρονη θεραπεία με κινιδίνη, δισοπυραμίδη, προκαϊναμίδη,
φαινοθειαζίνες, αντισταμινικά, αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης και
τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά μπορεί να παρατείνει το διάστημα QTc και να
αυξήσει τον κίνδυνο κοιλιακών αρρυθμιών.
Επί πλέον, η L-ντοπαμίνη, η L-θυροξίνη, η ωκυτοκίνη και το οινόπνευμα
μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την καρδιακή ανεκτικότητα στα β
2
-
συμπαθητικομιμητικά.
Η ταυτόχρονη θεραπεία με αναστολείς της μονοαμινοξειδάσης,
συμπεριλαμβανομένων παραγόντων με παρόμοιες ιδιότητες όπως η
φουραζολιδόνη και η προκαρβαζίνη ενδέχεται να επισπεύσει την εμφάνιση
υπερτασικών αντιδράσεων.
Υφίσταται ένας αυξημένος κίνδυνος αρρυθμιών σε ασθενείς που λαμβάνουν
ταυτόχρονα αναισθησία με αλογονωμένους υδρογονάνθρακες.
Η ταυτόχρονη θεραπεία με παράγωγα ξανθίνης, στεροειδή ή διουρητικά μπορεί
να ενισχύσει μία πιθανή υποκαλιαιμική επίδραση των β
2
-αγωνιστών (βλ.
παράγραφο 4.4). Η υποκαλιαιμία μπορεί να αυξήσει την προδιάθεση για την
εμφάνιση αρρυθμιών σε ασθενείς που έχουν λάβει θεραπεία με γλυκοσίδες
δακτυλίτιδας.
Το Foster περιέχει μία μικρή ποσότητα αιθανόλης. Υπάρχει ένα θεωρητικό
ενδεχόμενο αλληλεπίδρασης σε ιδιαιτέρως ευαίσθητους ασθενείς που
λαμβάνουν δισουλφιράμη ή μετρονιδαζόλη.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Γονιμότητα
Δεν υπάρχουν σχετικά δεδομένα σε ανθρώπους. Σε μελέτες πειραματόζωων με
αρουραίους, η χρήση διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης σε συνδυασμό σε υψηλές
δόσεις, συσχετίσθηκε με μειωμένη γονιμότητα των θηλυκών και
εμβρυοτοξικότητα (βλέπε παράγραφο 5.3).
Κύηση
Δεν υπάρχει εμπειρία με τη χρήση ή ενδείξεις για την ασφάλεια του
προωθητικού HFA-134a στην ανθρώπινη κύηση ή γαλουχία. Ωστόσο, μελέτες της
επίδρασης του HFA-134a στην αναπαραγωγική λειτουργία και την εμβρυϊκή
ανάπτυξη σε πειραματόζωα δεν έχουν αποκαλύψει καμία κλινικά σχετική
ανεπιθύμητη ενέργεια.
Δεν υπάρχουν σχετικά κλινικά δεδομένα για τη χρήση του Foster σε εγκύους
γυναίκες. Μελέτες σε πειραματόζωα με τη χρήση του συνδυασμού
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και φορμοτερόλης κατέδειξαν ενδείξεις
τοξικότητας στην αναπαραγωγή μετά από υψηλή συστηματική έκθεση λ.
παράγραφο 5.3 «Προκλινικά δεδομένα ασφάλειας»). Εξαιτίας των τοκολυτικών
δράσεων των β
2
-συμπαθητικομιμητικών παραγόντων θα πρέπει να δίνεται
ιδιαίτερη προσοχή κατά το τελευταίο διάστημα πριν από τον τοκετό. Η χρήση
φορμοτερόλης δεν πρέπει να συνιστάται κατά τη διάρκεια της κύησης και
ιδιαίτερα κατά την ολοκλήρωση της κύησης ή κατά τη διάρκεια του τοκετού,
εκτός και αν υπάρχει άλλη (ασφαλέστερη) εδραιωμένη εναλλακτική.
Το Foster μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κύησης μόνον εάν τα
αναμενόμενα οφέλη υπερισχύουν των δυνητικών κινδύνων.
Θηλασμός
Δεν υπάρχουν σχετικά κλινικά δεδομένα για τη χρήση του Foster κατά τη
διάρκεια της γαλουχίας στους ανθρώπους.
8
Αν και δεν υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα από πειράματα σε ζώα, είναι εύλογο
να υποτεθεί ότι η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη εκκρίνεται στο γάλα, όπως και
τα άλλα κορτικοστεροειδή.
Αν και δεν είναι γνωστό κατά πόσον η φορμοτερόλη περνά στο ανθρώπινο
μητρικό γάλα, έχει ανιχνευθεί στο γάλα θηλαζόντων ζώων.
Η χορήγηση του Foster σε γυναίκες που θηλάζουν θα πρέπει να εξετάζεται μόνο
εάν τα αναμενόμενα οφέλη υπερισχύουν των δυνητικών κινδύνων.
Λαμβάνοντας υπόψη το όφελος του θηλασμού για το παιδί και το όφελος της
θεραπείας για τη μητέρα θα πρέπει να αποφασισθεί αν θα διακοπεί ο θηλασμός
ή θα διακοπεί / θα αποφευχθεί η θεραπεία με Foster.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Το Foster είναι απίθανο να έχει οποιαδήποτε επίδραση στην ικανότητα
οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Καθώς το Foster περιέχει διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και διυδρική φουμαρική
φορμοτερόλη, μπορεί να αναμένεται ο τύπος και η βαρύτητα των ανεπιθύμητων
ενεργειών που σχετίζονται με κάθε μία από αυτές. Δεν υπάρχει καμία επίπτωση
επιπρόσθετων ανεπιθύμητων ενεργειών κατά τη συγχορήγηση των δύο ουσιών.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν συσχετισθεί με τη διπροπιονική
βεκλομεθαζόνη και τη φορμοτερόλη που χορηγούνται ως σταθερός συνδυασμός
(Foster) και ως μονήρεις παράγοντες αναφέρονται πιο κάτω, ταξινομημένες ανά
κατηγορία οργανικού συστήματος.
Οι συχνότητες ορίζονται ως:
πολύ συχνές (≥1/10), συχνές (≥1/100 και <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 και
<1/100), σπάνιες (≥1/10.000, <1/1.000) και πολύ σπάνιες (≤1/10.000).
Συχνές και όχι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες (ΑΕ) προέρχονται από κλινικές
μελέτες σε ασθματικούς ασθενείς και σε ασθενείς με ΧΑΠ.
Κατηγορία Οργανικού
Συστήματος
Ανεπιθύμητη Ενέργεια Συχνότητα
Λοιμώξεις και
Παρασιτώσεις
Φαρυγγίτιδα, στοματική
καντιντίαση
Συχνές
Γρίππη, μυκητιασική λοίμωξη του
στόματος, καντιντίαση του
στοματοφάρυγγα, καντιντίαση του
οισοφάγου, αιδοιοκολπική
καντιντίαση, γαστρεντερίτιδα,
παραρρινοκολπίτιδα, ρινίτιδα,
πνευμονία*
Όχι συχνές
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
Κοκκιοκυτταροπενία Όχι συχνές
Θρομβοκυτταροπενία Πολύ σπάνιες
9
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αλλεργική δερματίτιδα Όχι συχνές
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας,
συμπεριλαμβανομένων του
ερυθήματος, του οιδήματος των
χειλιών, του προσώπου, των
οφθαλμών και του φάρυγγα
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
ενδοκρινικού
συστήματος
Επινεφριδιακή καταστολή Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Υποκαλιαιμία, υπεργλυκαιμία Όχι συχνές
Ψυχιατρικές διαταραχές Νευρικότητα Όχι συχνές
Ψυχοκινητική υπερκινητικότητα,
διαταραχή ύπνου, άγχος,
κατάθλιψη, επιθετικότητα,
διαταραχές στη συμπεριφορά
(κυρίως στα παιδιά)
Μη γνωστή
συχνότητα
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Κεφαλαλγία Συχνές
Τρόμος, ζάλη Όχι συχνές
Οφθαλμικές διαταραχές Γλαύκωμα, καταρράκτης Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του ωτός και
του λαβυρίνθου
Ωτοσαλπιγγίτιδα Όχι συχνές
Καρδιακές διαταραχές Αίσθημα παλμών, παράταση του
διορθωμένου διαστήματος QT στο
ηλεκτροκαρδιογράφημα,
ηλεκτροκαρδιογραφικές
αλλοιώσεις, ταχυκαρδία,
ταχυαρρυθμίες, κολπική
μαρμαρυγή*
Όχι συχνές
Κοιλιακές έκτακτες συστολές, Σπάνιες
10
στηθάγχη
Αγγειακές διαταραχές Υπεραιμία, έξαψη Όχι συχνές
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωρακίου
Δυσφωνία Συχνές
Βήχας, παραγωγικός βήχας,
ερεθισμός του λαιμού, ασθματική
κρίση, ερύθημα του φάρυγγα
Όχι συχνές
Παράδοξος βρογχόσπασμος Σπάνιες
Δύσπνοια, παροξύνσεις του
άσθματος
Πολύ σπάνιες
Γαστρεντερικές
διαταραχές
Διάρροια, ξηροστομία, δυσπεψία,
δυσφαγία, αίσθημα καύσου στα
χείλη, ναυτία, δυσγευσία
Όχι συχνές
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Κνησμός, εξάνθημα, υπερίδρωση,
κνίδωση
Όχι συχνές
Αγγειοοίδημα Σπάνιες
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Μυϊκοί σπασμοί, μυαλγία Όχι συχνές
Καθυστέρηση της ανάπτυξης σε
παιδιά και εφήβους
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές των νεφρών
και των ουροφόρων οδών
Νεφρίτιδα Σπάνιες
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Περιφερικό οίδημα Πολύ σπάνιες
Παρακλινικές εξετάσεις Αυξημένα επίπεδα C-αντιδρώσας
πρωτεΐνης, αυξημένος αριθμός
αιμοπεταλίων, αυξημένα επίπεδα
ελεύθερων λιπαρών οξέων,
Όχι συχνές
11
αυξημένη ινσουλίνη αίματος,
αυξημένα κετονικά σώματα στο
αίμα, ελάττωση της κορτιζόλης
του πλάσματος*
Αυξημένη αρτηριακή πίεση
Όχι συχνές
Μειωμένη αρτηριακή πίεση
Σπάνιες
Μειωμένη οστική πυκνότητα Πολύ σπάνιες
12
*ένα σχετιζόμενο μη σοβαρό περιστατικό πνευμονίας αναφέρθηκε από ασθενή
που λάμβανε αγωγή με Foster 100/6 σε μια βασική κλινική μελέτη σε ασθενείς με
ΧΑΠ. Άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις που παρατηρήθηκαν με το Foster 100/6 σε
κλινικές μελέτες σε ΧΑΠ ήταν: ελάττωση της κορτιζόλης του πλάσματος και
κολπική μαρμαρυγή.
Όπως και με άλλες εισπνεόμενες θεραπείες, μπορεί να εμφανιστεί παράδοξος
βρογχόσπασμος (βλέπε παράγραφο 4.4 «Ειδικές Προειδοποιήσεις και
Προφυλάξεις κατά τη Χρήση»).
Μεταξύ των ανεπιθύμητων ενεργειών που παρατηρήθηκαν, εκείνες που τυπικά
συνδέονται με τη φορμοτερόλη είναι:
υποκαλιαιμία, κεφαλαλγία, τρόμος, αίσθημα παλμών, βήχας, μυϊκοί σπασμοί
και επιμήκυνση του διαστήματος QTc.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που τυπικά σχετίζονται με τη χορήγηση της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης είναι:
μυκητιασικές λοιμώξεις της στοματικής κοιλότητας, καντιντίαση του
στόματος, δυσφωνία και ερεθισμός του λαιμού.
Η δυσφωνία και η καντιντίαση μπορεί να ανακουφιστούν με γαργάρες ή
ξέπλυμα του στόματος με νερό ή με βούρτσισμα των δοντιών μετά τη χρήση του
προϊόντος. Η συμπτωματική καντιντίαση μπορεί να αντιμετωπιστεί με τοπική
αντιμυκητιασική θεραπεία ενώ θα συνεχίζεται η θεραπεία με το Foster.
Οι συστηματικές δράσεις των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (π.χ.
διπροπιονική βεκλομεθαζόνη) μπορεί να εμφανιστούν ιδιαίτερα όταν αυτά
χορηγούνται σε υψηλές δόσεις που έχουν συνταγογραφηθεί για παρατεταμένες
χρονικές περιόδους. Αυτές οι επιδράσεις μπορεί να περιλαμβάνουν
επινεφριδιακή καταστολή, μείωση της οστικής πυκνότητας, καθυστέρηση της
ανάπτυξης σε παιδιά και εφήβους, καταρράκτη και γλαύκωμα (βλ. επίσης
παράγραφο 4.4).
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας συμπεριλαμβανομένων του εξανθήματος, της
κνίδωσης, του κνησμού, του ερυθήματος και του οιδήματος των οφθαλμών, του
προσώπου, των χειλιών και του φάρυγγα μπορεί επίσης να εμφανιστούν.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες
ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς :
ΕΛΛΑΔΑ
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: 213 2040380/337
Φαξ: 210 6549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
ΚΥΠΡΟΣ
Φαρμακευτικές Υπηρεσίες
Υπουργείο Υγείας
CY-1475 Λευκωσία
Φαξ: + 357 22608649
Ιστότοπος: www.moh.gov.cy/phs
4.9 Υπερδοσολογία
Εισπνεόμενες δόσεις έως και δώδεκα αθροιστικών ψεκασμών του Foster 100/6
(συνολική ποσότητα διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης 1.200 μικρογραμμάρια,
φορμοτερόλης 72 μικρογραμμάρια) έχουν μελετηθεί σε ασθματικούς ασθενείς.
Οι αθροιστικές θεραπείες δεν προκάλεσαν παθολογικές επιδράσεις στα ζωτικά
σημεία και δεν παρατηρήθηκαν ούτε σοβαρές ούτε σημαντικές ως προς τη
βαρύτητα ανεπιθύμητες ενέργειες.
Υπερβολικές δόσεις φορμοτερόλης ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιδράσεις που
είναι τυπικές για τους β
2
-αδρενεργικούς αγωνιστές: ναυτία, έμετος,
κεφαλαλγία, τρόμος, υπνηλία, αίσθημα παλμών, ταχυκαρδία, κοιλιακές
αρρυθμίες, επιμήκυνση του διαστήματος QTc, μεταβολική οξέωση,
υποκαλιαιμία, υπεργλυκαιμία.
Σε περίπτωση υπερδοσολογίας με φορμοτερόλη, ενδείκνυται η χορήγηση
υποστηρικτικής και συμπτωματικής θεραπείας. Τα σοβαρά περιστατικά θα
πρέπει να νοσηλεύονται. Μπορεί να εξεταστεί η χρήση καρδιοεκλεκτικών β-
αδρενεργικών αποκλειστών, αλλά μόνο με εξαιρετική προσοχή, καθώς η χρήση
β-αδρενεργικών αποκλειστών μπορεί να προκαλέσει βρογχόσπασμο. Θα πρέπει
να παρακολουθούνται τα επίπεδα καλίου στον ορό.
Η οξεία εισπνοή δόσεων διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης μεγαλύτερων από τις
συνιστώμενες μπορεί να οδηγήσει σε παροδική καταστολή της επινεφριδιακής
λειτουργίας. Η περίπτωση αυτή δεν απαιτεί επείγουσα δράση καθώς η
επινεφριδιακή λειτουργία επανέρχεται εντός ολίγων ημερών, όπως
επιβεβαιώνεται από τις μετρήσεις κορτιζόλης στο πλάσμα. Σε αυτούς τους
ασθενείς, η θεραπεία θα πρέπει να συνεχίζεται με μία δόση επαρκή για τον
έλεγχο του άσθματος.
Χρόνια υπερδοσολογία εισπνεόμενης διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης: κίνδυνος
επινεφριδιακής καταστολής (βλ. παράγραφο 4.4). Μπορεί να είναι απαραίτητη η
παρακολούθηση της επινεφριδιακής επάρκειας. Η θεραπεία θα πρέπει να
συνεχίζεται με μία δόση επαρκή για τον έλεγχο του άσθματος.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Φάρμακα για τις αποφρακτικές παθήσεις των
αεροφόρων οδών, Αδρενεργικά , Εισπνεόμενα.
Κωδικός ATC: R03 AK08
Μηχανισμός δράσης και φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Το Foster περιέχει διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και φορμοτερόλη. Αυτά τα δύο
δραστικά συστατικά έχουν διαφορετικούς τρόπους δράσης. Όπως και με άλλους
συνδυασμούς εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών και β
2
-αγωνιστών,
παρατηρούνται αθροιστικές επιδράσεις σε σχέση με τη μείωση των
παροξύνσεων του άσθματος.
Διπροπιονική βεκλομεθαζόνη
Η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη που χορηγείται μέσω εισπνοών στις
συνιστώμενες δόσεις επιδεικνύει γλυκοκορτικοειδική αντιφλεγμονώδη δράση
στους πνεύμονες, έχοντας ως αποτέλεσμα τη μείωση των συμπτωμάτων και των
παροξύνσεων του άσθματος με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες από τη
συστηματική χορήγηση κορτικοστεροειδών.
Φορμοτερόλη
Η φορμοτερόλη είναι ένας εκλεκτικός β
2
-αδρενεργικός αγωνιστής που προκαλεί
χάλαση των λείων μυϊκών ινών των βρόγχων σε ασθενείς με αναστρέψιμη
απόφραξη των αεραγωγών. Η βρογχοδιασταλτική επίδραση εμφανίζεται
ταχέως, εντός 1-3 λεπτών μετά την εισπνοή και έχει μία διάρκεια 12 ωρών μετά
από τη χορήγηση μίας δόσης.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του Foster
Σε κλινικές μελέτες σε ενήλικες, η προσθήκη φορμοτερόλης στη διπροπιονική
βεκλομεθαζόνη βελτίωσε τα ασθματικά συμπτώματα και τη πνευμονική
λειτουργία, και μείωσε τις παροξύνσεις.
Σε μία μελέτη 24 εβδομάδων, η επίδραση του Foster 100/6 HFA στη πνευμονική
λειτουργία ήταν τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη του ελεύθερου συνδυασμού
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και φορμοτερόλης και υπερέβαινε εκείνη της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης χορηγούμενης ως μονοθεραπείας.
Σε μια πιλοτική μελέτη 12 εβδομάδων εκτιμήθηκε η αποτελεσματικότητα του
Foster 200/ 6 ΗFΑ,
2 εισπνοές δύο φορές την ημέρα, στην πνευμονική λειτουργία σε σύγκριση με τη
μονοθεραπεία διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης σε ασθματικούς ασθενείς που δεν
ελέγχονται επαρκώς με τη προηγούμενη αγωγή (υψηλή δόση ICS ή μέση δόση
συνδυασμών ICS + LABAs)
Η μελέτη κατέδειξε την ανωτερότητα του Foster 200 /6 ΗFΑ έναντι της θεραπείας
με διπροπιονική βεκλομεθαζόνη, όσον αφορά στην μεταβολή της μέσης πρωινής
προ της δόσεως μέγιστης εκπνευστικής ροής (PEF) από τη αρχική τιμή
(προσαρμοσμένη μέση διαφορά 18,53 L).
Σε μια 24 εβδομάδων πιλοτική μελέτη, το προφίλ ασφάλειας του Foster 200/ 6
ΗΡΑ, 2 εισπνοές δύο φορές την ημέρα, ήταν συγκρίσιμο με εκείνο του ήδη
εγκεκριμένου σταθερού συνδυασμού
(φλουτικαζόνη / σαλμετερόλη 500/50, 1 εισπνοή δύο φορές την ημέρα).
Δεν παρατηρήθηκε κλινικά σημαντική επίδραση με Foster 200/6 ΗFΑ στον ΗΡΑ
υποθαλαμο-υποφυσιακό άξονα μετά από 6 μήνες θεραπείας. Η μελέτη κατέδειξε
ότι τόσο το Foster 200/6 όσο και ο εγκεκριμένος σταθερός συνδυασμός δεν ήταν
ανώτερα της μονοθεραπείας με μη μικροσωματιδιακή διπροπιονική
βεκλομεθαζόνη (2000 μg/ ημέρα) στη μεταβολή του πρωινού προ της δόσεως
FEV
1
και στο ποσοστό των ημερών χωρίς συμπτώματα άσθματος.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η συστηματική έκθεση στις δραστικές ουσίες διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και
φορμοτερόλη στον σταθερό συνδυασμό έχει συγκριθεί με εκείνη στα
μεμονωμένα συστατικά.
Σε μία μελέτη φαρμακοκινητικής που διεξήχθη σε υγιείς εθελοντές που έλαβαν
θεραπεία με μία μονή δόση του σταθερού συνδυασμού Foster (4 ψεκασμοί των
100/6 μικρογραμμαρίων) ή μία μονή δόση διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης CFC (4
ψεκασμοί των 250 μικρογραμμαρίων) και Φορμοτερόλης HFA (4 ψεκασμοί των 6
μικρογραμμαρίων), η περιοχή υπό την καμπύλη (area under the curve, AUC) του
κύριου δραστικού μεταβολίτη της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης (17-
μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη) και η μέγιστη συγκέντρωσή του στο πλάσμα
ήταν αντίστοιχα, 35% και 19% χαμηλότερες με τον σταθερό συνδυασμό σε
σύγκριση με το σκεύασμα μη μικρομερών σωματιδίων διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης CFC. Αντίθετα, ο ρυθμός απορρόφησης ήταν πιο γρήγορος (0,5
έναντι 2 ωρών) με τον σταθερό συνδυασμό σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία με
το σκεύασμα μη μικρομερών σωματιδίων διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης CFC.
Για τη φορμοτερόλη, η μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα ήταν παρόμοια μετά
τη χορήγηση του σταθερού ή του αυτοσχέδιου συνδυασμού και η συστηματική
έκθεση ήταν ελαφρώς μεγαλύτερη μετά τη χορήγηση του Foster σε σχέση με τον
αυτοσχέδιο συνδυασμό.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις φαρμακοκινητικών ή φαρμακοδυναμικών
(συστηματικών) αλληλεπιδράσεων μεταξύ της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης
και της φορμοτερόλης.
Μια μελέτη φαρμακοκινητικής που διεξήχθη σε υγιείς εθελοντές με χρήση
ενεργού άνθρακα αποκλεισμού κατέδειξε πως η πνευμονική βιοδιαθεσιμότητα
της 17-μονοπροπιονικής βεκλομεθαζόνης για τη φαρμακοτεχνική μορφή του
Foster 200/6 είναι ανάλογη με τη δόση σε σύγκριση με την περιεκτικότητα 100/6
ως προς την AUC μόνο μέση αναλογία της συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας
μεταξύ του Foster 200/6 και του Foster 100/6 ισοδυναμεί με 91,63 (90% διάστημα
εμπιστοσύνης: 83,79, 100,20). Για τη φουμαρική φορμοτερόλη η μέση αναλογία
συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας μεταξύ του Foster 200/6 και του Foster 100/6
ισοδυναμεί με 86,15 (90% διάστημα εμπιστοσύνης: 75,94, 97,74).
Σε μια άλλη μελέτη φαρμακοκινητικής που διεξήχθη σε υγιείς εθελοντές χωρίς
άνθρακα αποκλεισμού, η συστηματική έκθεση της 17-μονοπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης στη φαρμακοτεχνική μορφή του Foster 200/6 φάνηκε ανάλογη
της δόσης σε σύγκριση με εκείνη της περιεκτικότητας των 100/6 μέση
αναλογία της συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας μεταξύ του Foster 200/6 και του
Foster 100/6 ισοδυναμεί με 89,2 (90% διάστημα εμπιστοσύνης: μεταξύ 79,8,
99,7). Η συνολική συστηματική έκθεση της φουμαρικής φορμοτερόλης δεν
μεταβλήθηκε μέση αναλογία της συστηματικής βιοδιαθεσιμότητας μεταξύ
του Foster 200/6 και του Foster 100/6 ισοδυναμεί με 102,2 (με διάστημα
εμπιστοσύνης 90%: μεταξύ 90,4, 115,5).
Η χορήγηση του Foster 200/6 με τη χρήση του αεροθαλάμου AeroChamber Plus
®
αύξησε την εναπόθεση στους πνεύμονες, του ενεργού μεταβολίτη της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης, 17-μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη, και της
φορμοτερόλης σε υγιείς εθελοντές, κατά 25% και 32% αντίστοιχα. Ενώ η
συνολική συστηματική έκθεση, ελαττώθηκε ελαφρώς για τη 17-μονοπροπιονική
βεκλομεθαζόνη (κατά 17%) και για τη φορμοτερόλη (κατά 17%) και αυξήθηκε
για την αμετάβλητη διπροπιονική βεκλομεθαζόνη (κατά 54%).
Διπροπιονική βεκλομεθαζόνη
Η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη είναι ένα προ-φάρμακο με ασθενή συγγένεια
σύνδεσης με τους υποδοχείς των γλυκοκορτικοειδών, το οποίο υδρολύεται από
τα ένζυμα εστεράσες σε ένα δραστικό μεταβολίτη, τη 17-μονοπροπιονική
βεκλομεθαζόνη, η οποία έχει μία περισσότερο ισχυρή τοπική αντιφλεγμονώδη
δραστηριότητα σε σύγκριση με το προ-φάρμακο της διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης.
Απορρόφηση, κατανομή και βιομετασχηματισμός
Η εισπνεόμενη διπροπιονική βεκλομεθαζόνη απορροφάται ταχέως από τους
πνεύμονες. Πριν την απορρόφηση υφίσταται εκτεταμένη μετατροπή στον ενεργό
μεταβολίτη της, τη μονοπροπιονική-17-βεκλομεθαζόνη, από τα ένζυμα
εστεράσες που ανευρίσκονται στους περισσότερους ιστούς. Η συστηματική
διαθεσιμότητα του δραστικού μεταβολίτη προέρχεται από τους πνεύμονες (36%)
και από τη γαστρεντερική απορρόφηση της χορηγηθείσας δόσης. Η
βιοδιαθεσιμότητα της χορηγηθείσας δόσης της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης
είναι αμελητέα, ωστόσο η προ-συστηματική μετατροπή σε 17-μονοπροπιονική
βεκλομεθαζόνη έχει ως αποτέλεσμα 41% της δόσης να απορροφάται ως ο
δραστικός μεταβολίτης.
Σημειώνεται μία κατά προσέγγιση γραμμική αύξηση της συστηματικής έκθεσης
με την αύξηση της εισπνεόμενης δόσης.
Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα μετά την εισπνοή είναι περίπου 2% και 62% της
ονομαστικής δόσης για την αμετάβλητη διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και τη 17-
μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη, αντίστοιχα.
Μετά την ενδοφλέβια χορήγηση, η κατανομή της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης
και του δραστικού της μεταβολίτη χαρακτηρίζονται από μεγάλη κάθαρση στο
πλάσμα (150 και 120 L/h αντίστοιχα), με έναν μικρό όγκο κατανομής σε
σταθεροποιημένη κατάσταση για τη διπροπιονική βεκλομεθαζόνη (20 L) και
μεγαλύτερη ιστική κατανομή για το δραστικό της μεταβολίτη (424 L).
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι μετρίως υψηλή.
Αποβολή
Η απέκκριση στα κόπρανα αποτελεί την κύρια οδό απέκκρισης της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης, κυρίως με τη μορφή πολικών μεταβολιτών. Η
νεφρική απέκκριση της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και των μεταβολιτών της
είναι αμελητέα. Οι χρόνοι ημίσειας ζωής της τελικής απέκκρισης είναι 0,5 ώρες
και 2,7 ώρες για τη διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και τη 17-μονοπροπιονική
βεκλομεθαζόνη αντίστοιχα.
Ειδικοί πληθυσμοί
Η φαρμακοκινητική της διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης σε ασθενείς με νεφρική
ή ηπατική δυσλειτουργία δεν έχει μελετηθεί. Εν τούτοις, καθώς η διπροπιονική
βεκλομεθαζόνη υποβάλλεται σε έναν πολύ γρήγορο μεταβολισμό μέσω των
ενζύμων εστεράσες που ανευρίσκονται στο εντερικό υγρό, τον ορό, τους
πνεύμονες και το ήπαρ, που οδηγεί στη δημιουργία των περισσότερο πολικών
προϊόντων 21-μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη, 17-μονοπροπιονική
βεκλομεθαζόνη και βεκλομεθαζόνη, δεν αναμένεται η ηπατική δυσλειτουργία να
τροποποιήσει το φαρμακοκινητικό προφίλ και το προφίλ ασφαλείας της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης.
Καθώς η διπροπιονική βεκλομεθαζόνη ή οι μεταβολίτες της δεν ανιχνεύονται
στα ούρα, δεν αναμένεται αύξηση της συστηματικής έκθεσης σε ασθενείς με
νεφρική δυσλειτουργία.
Φορμοτερόλη
Απορρόφηση και κατανομή
Μετά την εισπνοή, η φορμοτερόλη απορροφάται τόσο από τους πνεύμονες όσο
και από τη γαστρεντερική οδό. Το κλάσμα μίας εισπνεόμενης δόσης που
λαμβάνεται μετά από τη χορήγηση με μία δοσιμετρική συσκευή εισπνοών (MDI)
μπορεί να ποικίλλει μεταξύ 60% και 90%. Τουλάχιστον 65% του κλάσματος που
λαμβάνεται, απορροφάται από τη γαστρεντερική οδό. Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις του αμετάβλητου φαρμάκου στο πλάσμα εμφανίζονται εντός 0,5
έως 1 ώρας μετά από την από του στόματος χορήγηση. Η σύνδεση της
φορμοτερόλης με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 61-64%με το 34% να
συνδέεται με τη λευκωματίνη. Δεν σημειώθηκε κορεσμός της σύνδεσης εντός
του εύρους των συγκεντρώσεων που επετεύχθησαν με τις θεραπευτικές δόσεις.
Ο χρόνος ημίσειας ζωής απέκκρισης που προσδιορίζεται μετά την από του
στόματος χορήγηση είναι 2-3 ώρες. Η απορρόφηση της φορμοτερόλης είναι
γραμμική μετά από εισπνοή 12 έως 96 μg φουμαρικής φορμοτερόλης.
Βιομετασχηματισμός
Η φορμοτερόλη μεταβολίζεται σε μεγάλο βαθμό και η κύρια οδός ενέχει την
άμεση σύζευξη με τη φαινολική ομάδα υδροξυλίου. Το σύμπλοκο
γλυκουρονιδίου-οξέος είναι αδρανές. Η δεύτερη μείζονα οδός ενέχει την Ο-
απομεθυλίωση ακολουθούμενη από σύζευξη με τη φαινολική 2’-ομάδα
υδροξυλίου. Τα ισοένζυμα CYP2D6, CYP2C19 και CYP2C9 του κυτοχρώματος
P450 ενέχονται στην Ο-απομεθυλίωση της φορμοτερόλης. Το ήπαρ φαίνεται ότι
αποτελεί την κύρια θέση μεταβολισμού. Η φορμοτερόλη δεν αναστέλλει τα
ένζυμα του CYP450 σε θεραπευτικά σχετικές συγκεντρώσεις.
Αποβολή
Η αθροιστική απέκκριση της φορμοτερόλης στα ούρα μετά από μία μεμονωμένη
εισπνοή από μία συσκευή εισπνοών ξηράς σκόνης αυξήθηκε γραμμικά στο
δοσολογικό εύρος των 12-96 μg. Κατά μέσο όρο, 8% και 25% της δόσης
απεκκρίνεται ως αμετάβλητη και ολική φορμοτερόλη, αντίστοιχα. Βάσει των
συγκεντρώσεων στο πλάσμα που έχουν μετρηθεί μετά από εισπνοή μίας
μεμονωμένης δόσης 120 μg από 12 υγιείς συμμετέχοντες, ο μέσος χρόνος
ημίσειας ζωής της τελικής απέκκρισης υπολογίστηκε ότι είναι 10 ώρες. Τα
(R,R-) και (S,S-) εναντιομερή αντιστοιχούσαν σε περίπου 40% και 60% του
αμετάβλητου φαρμάκου που απεκκρίθηκε στα ούρα, αντίστοιχα. Η σχετική
αναλογία των δύο εναντιομερών παρέμεινε σταθερή εντός του δοσολογικού
εύρους που μελετήθηκε, και δεν υπήρξαν ενδείξεις σχετικής συσσώρευσης ενός
εναντιομερούς έναντι του άλλου μετά από επαναλαμβανόμενη δοσολογία.
Μετά από του στόματος χορήγηση (40 έως 80 μg), 6% έως 10% της δόσης
ανακτήθηκε στα ούρα ως αμετάβλητο φάρμακο σε υγιείς συμμετέχοντες. Έως
και 8% της δόσης ανακτήθηκε ως γλυκουρονίδιο. Συνολικά 67% μίας από του
στόματος δόσης φορμοτερόλης απεκκρίθηκε στα ούρα (κυρίως ως μεταβολίτες)
και το υπόλοιπο απεκκρίθηκε στα κόπρανα. Η νεφρική κάθαρση της
φορμοτερόλης είναι 150 ml/λεπτό.
Ειδικοί πληθυσμοί
Ηπατική/Νεφρική δυσλειτουργία: η φαρμακοκινητική της φορμοτερόλης δεν έχει
μελετηθεί σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική δυσλειτουργία. Όμως καθώς η
φορμοτερόλη απεκκρίνεται πρωτίστως μέσω ηπατικού μεταβολισμού, μπορεί να
αναμένεται αυξημένη έκθεση στους ασθενείς με βαριά ηπατική κίρρωση.
5.3. Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Η τοξικότητα που έχει παρατηρηθεί σε μελέτες σε πειραματόζωα με
διπροπιονική βεκλομεθαζόνη και φορμοτερόλη, χορηγούμενων σε συνδυασμό ή
ξεχωριστά, συνίσταται κυρίως σε επιδράσεις σχετιζόμενες με υπερβολική
φαρμακολογική δράση. Σχετίζονται με την ανοσοκατασταλτική δράση της
διπροπιονικής βεκλομεθαζόνης και με τις γνωστές καρδιαγγειακές επιδράσεις
της φορμοτερόλης που είναι εμφανείς κυρίως σε σκύλους. Δεν παρατηρήθηκε
ούτε αύξηση της τοξικότητας ούτε και εμφάνιση μη αναμενόμενων ευρημάτων
με τη χορήγηση του συνδυασμού.
Μελέτες αναπαραγωγής σε επίμυες κατέδειξαν δοσο-εξαρτώμενες επιδράσεις. Ο
συνδυασμός σχετίσθηκε με μειωμένη γονιμότητα σε θηλυκά ζώα και
εμβρυοτοξικότητα. Υψηλές δόσεις κορτικοστεροειδών σε κυοφορούντα ζώα
είναι γνωστό ότι προκαλούν ανωμαλίες στην εμβρυϊκή ανάπτυξη,
συμπεριλαμβανομένων της χειλεο-υπερωιοσχιστίας και της καθυστέρησης της
ενδομήτριας ανάπτυξης του εμβρύου, και είναι πιθανό ότι οι δράσεις που
παρατηρήθηκαν με τον συνδυασμό διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης/φορμοτερόλης οφείλονταν στην διπροπιονική βεκλομεθαζόνη.
Αυτές οι δράσεις σημειώθηκαν μόνο με υψηλή συστηματική έκθεση στον
δραστικό μεταβολίτη 17-μονοπροπιονική βεκλομεθαζόνη (200 φορές τα
αναμενόμενα επίπεδα στο πλάσμα των ασθενών). Επιπροσθέτως σε μελέτες σε
πειραματόζωα παρατηρήθηκαν αυξημένη διάρκεια κυοφορίας και τοκετού, μία
δράση που αποδίδεται στις γνωστές τοκολυτικές δράσεις των β
2
-
συμπαθητικομιμητικών. Αυτές οι επιδράσεις είχαν ήδη επισημανθεί για επίπεδα
φορμοτερόλης στο μητρικό πλάσμα κατώτερα από τα επίπεδα που αναμένονταν
σε ασθενείς που λάμβαναν το Foster.
Μελέτες γονοτοξικότητας που διεξήχθησαν με έναν συνδυασμό διπροπιονικής
βεκλομεθαζόνης/ φορμοτερόλης δεν υποδηλώνουν μεταλλαξιογόνο δυναμικό.
Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες καρκινογένεσης με τον προτεινόμενο συνδυασμό.
Ωστόσο, δεδομένα από πειραματόζωα που αναφέρθηκαν για τα μεμονωμένα
συστατικά δεν υποδηλώνουν κανέναν δυνητικό κίνδυνο καρκινογένεσης στον
άνθρωπο.
Προκλινικά δεδομένα σε σχέση με το ελεύθερο_CFC προωθητικό HFA-134a δεν
αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον άνθρωπο με βάση τις συμβατικές
μελέτες φαρμακολογικής ασφαλείας, τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων,
γονοτοξικότητας, ενδεχόμενης καρκινογόνου δράσης και τοξικότητας στην
αναπαραγωγή.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Norflurane (HFA-134a), άνυδρη αιθανόλη, υδροχλωρικό οξύ
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
20 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Πριν τη διάθεση στον ασθενή:
Να φυλάσσεται στο ψυγείο (2-8°C) (για ένα μέγιστο διάστημα 15 μηνών).
Μετά τη διάθεση:
Να μη φυλάσσεται σε θερμοκρασία άνω των 25°C (για ένα μέγιστο διάστημα 5
μηνών).
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Το διάλυμα για εισπνοή περιέχεται σε έναν υπό πίεση περιέκτη αλουμινίου, ο
οποίος σφραγίζεται με δοσιμετρική βαλβίδα και προσαρμόζεται σε πλαστικό
ενεργοποιητή πολυπροπυλενίου, ο οποίος φέρει επιστόμιο και πλαστικό καπάκι
πολυπροπυλενίου.
Κάθε συσκευασία περιέχει:
1 υπό πίεση περιέκτη που παρέχει 120 ψεκασμούς ή
2 υπό πίεση περιέκτες που παρέχουν 120 ψεκασμούς έκαστος ή
1 υπό πίεση περιέκτη που παρέχει 180 ψεκασμούς
Μπορεί να μη κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Για τα φαρμακεία
:
Σημειώστε την ημερομηνία διάθεσης στον ασθενή πάνω στη συσκευασία.
Βεβαιωθείτε ότι υφίσταται ένα χρονικό περιθώριο τουλάχιστον 5 μηνών μεταξύ
της ημερομηνίας διάθεσης στον ασθενή και της ημερομηνίας λήξης που είναι
τυπωμένη στη συσκευασία.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΕΛΛΑΔΑ
CHIESI HELLAS ΑΕΒΕ,
Κ. Καραμανλή 89,
15125 Μαρούσι, Ελλάδα
ΚΥΠΡΟΣ
Τοπικός Διανομέας για την Κύπρο:
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
<[ μ ]>Να συ πληρωθεί σε εθνικό επίπεδο
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
<[ μ ]>Να συ πληρωθεί σε εθνικό επίπεδο
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ