Προσοχή θα πρέπει να δίνεται κατά τη θεραπεία ασθενών με γνωστή ή ύποπτη
επιμήκυνση του διαστήματος QTc, είτε συγγενή είτε φαρμακοεπαγόμενη
(QTc>0,44 δευτερόλεπτα). Η φορμοτερόλη αυτή καθ’ αυτή μπορεί να επάγει
επιμήκυνση του διαστήματος QTc.
Προσοχή απαιτείται επίσης όταν το Foster χρησιμοποιείται από ασθενείς με
θυρεοτοξίκωση, σακχαρώδη διαβήτη, φαιοχρωμοκύττωμα και μη
αντιμετωπισθείσα υποκαλιαιμία.
Δυνητικά σοβαρή υποκαλιαιμία μπορεί να εμφανιστεί ως αποτέλεσμα της
θεραπείας με β
2
-αγωνιστές. Ιδιαίτερη προσοχή συνιστάται επί εδάφους σοβαρού
άσθματος, καθώς αυτή η δράση μπορεί να ενισχυθεί από την υποξία. Η
υποκαλιαιμία μπορεί επίσης να ενισχυθεί από τη συγχορηγούμενη θεραπεία με
άλλα φάρμακα, τα οποία μπορεί να επάγουν υποκαλιαιμία, όπως τα παράγωγα
ξανθίνης, τα στεροειδή και τα διουρητικά (βλέπε παράγραφο 4.5). Προσοχή
συνιστάται επίσης επί εδάφους ασταθούς άσθματος όταν μπορούν να
χρησιμοποιηθούν διάφορα βρογχοδιασταλτικά «διάσωσης». Συνιστάται η
παρακολούθηση των επιπέδων του καλίου στον ορό σε τέτοιες περιπτώσεις.
Η εισπνοή φορμοτερόλης μπορεί να προκαλέσει μία αύξηση των επιπέδων
γλυκόζης στο αίμα. Συνεπώς, τα επίπεδα γλυκόζης αίματος θα πρέπει να
παρακολουθούνται στενά σε ασθενείς με διαβήτη.
Εάν έχει προγραμματιστεί η χορήγηση αναισθησίας με αλογονωμένα
αναισθητικά, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι το Foster δεν χορηγείται για 12
ώρες τουλάχιστον πριν την έναρξη της αναισθησίας, καθώς υπάρχει κίνδυνος
εμφάνισης καρδιακών αρρυθμιών.
Όπως και με όλες τις εισπνεόμενες φαρμακευτικές αγωγές που περιέχουν
κορτικοστεροειδή, το Foster θα πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε ασθενείς με
ενεργό ή λανθάνουσα πνευμονική φυματίωση, μυκητιασικές και ιογενείς
λοιμώξεις των αεροφόρων οδών.
Συνιστάται η θεραπεία με Foster να μη διακόπτεται απότομα.
Εάν οι ασθενείς θεωρήσουν ότι η θεραπεία είναι μη αποτελεσματική, θα πρέπει
να αναζητείται ιατρική φροντίδα. Η αυξανόμενη χρήση θεραπείας διάσωσης με
βρογχοδιασταλτικούς παράγοντες υποδηλώνει μία επιδείνωση της υποκείμενης
πάθησης και απαιτεί επαναξιολόγηση της αντιασθματικής θεραπείας. Η
αιφνίδια και εξελισσόμενη επιδείνωση του ελέγχου του άσθματος είναι
δυνητικά απειλητική για τη ζωή και ο ασθενής θα πρέπει να υποβάλλεται σε
επείγουσα ιατρική αξιολόγηση. Θα πρέπει να εξετάζεται η ανάγκη για αυξημένη
θεραπεία με κορτικοστεροειδή, είτε εισπνεόμενα είτε από του στόματος, ή για
αντιβιοτική θεραπεία εάν υπάρχει η υποψία λοίμωξης.
Οι ασθενείς δεν θα πρέπει να ξεκινούν τη θεραπεία με Foster κατά τη διάρκεια
μίας έξαρσης ή εάν εμφανίζουν σημαντική ή οξεία επιδείνωση του άσθματος.
Σοβαρές σχετιζόμενες με το άσθμα ανεπιθύμητες ενέργειες και εξάρσεις μπορεί
να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Foster. Πρέπει να ζητείται
από τους ασθενείς να συνεχίζουν τη θεραπεία, αλλά να αναζητούν ιατρική
συμβουλή, εάν τα συμπτώματα του άσθματος παραμένουν μη ελεγχόμενα ή
επιδεινώνονται μετά την έναρξη της θεραπείας με Foster.
Όπως και με άλλες εισπνεόμενες θεραπείες, μπορεί να προκληθεί παράδοξος
βρογχόσπασμος με μία άμεση αύξηση του συριγμού και της ταχύπνοιας μετά τη
χορήγηση της δόσης. Αυτά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται αμέσως με ένα
εισπνεόμενο βρογχοδιασταλτικό ταχείας δράσης. Θα πρέπει η θεραπεία με το