Καρδιαγγειακό σύστημα: Αίσθημα παλμών και αρρυθμίες περιλαμβανομένης και της κοιλιακής
ταχυκαρδίας (που παρατηρείται και με άλλα μακρολίδια) έχουν παρατηρηθεί παρότι δεν έχει
τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση αυτών προς την αζιθρομυκίνη.
Γενικές: Αδυναμία έχει αναφερθεί παρότι δεν έχει τεκμηριωθεί αιτιολογική συσχέτιση αυτής προς
την αζιθρομυκίνη, μονιλίαση και αναφυλαξία (σπανίως θανατηφόρος) (βλέπε 4.4, Ειδικές
Προειδοποιήσεις και Ειδικές Προφυλάξεις κατά τη Χρήση)
4.9 Υπερδοσολογία
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που παρατηρήθηκαν μετά τη λήψη δόσεων του φαρμάκου μεγαλύτερων των
συνιστώμενων, ήταν παρόμοιες με αυτές που παρατηρήθηκαν μετά τη λήψη των συνήθων δόσεων. Σε
περίπτωση υπερδοσολογίας απαιτείται η εφαρμογή γενικών συμπτωματικών και υποστηρικτικών μέτρων
θεραπείας, ανάλογα με την περίπτωση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Η αζιθρομυκίνη είναι το πρώτο αντιβιοτικό της ομάδας που χαρακτηρίζονται χημικώς σαν αζαλίδες.
Χημικώς λαμβάνεται δια της προσθήκης ενός ατόμου αζώτου στο λακτονικό δακτύλιο της
ερυθρομυκίνης Α. Η χημική ονομασία της αίιθρομυκίνης είναι 9-deoxy-9a-aza-9a-methyl-9a-
homoerythromycin Α. Το μοριακό της βάρος είναι 749.0
Ο μηχανισμός δράσης της αζιθρομυκίνης συνίσταται στην αναστολή της σύνθεσης των πρωτεϊνών από τα
μικρόβια, κατόπιν ενώσεως της με τη ριβοσωμιακή υπομονάδα 50s και δια παρεμποδίσεως της
μετατοπίσεως των πεπτιδίων.
Σε μία ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο (placebo) μελέτη, οι ασθενείς που ελάμβαναν αζιθρομυκίνη
είχαν λιγότερες από τις μισές πιθανότητες να εμφανίσουν MAC βακτηριαιμία, σε σχέση με τους
ασθενείς που ελάμβαναν εικονικό φάρμακο (placebo). Η ετήσια αθροιστική συχνότητα εμφάνισης
διάσπαρτης MAC νόσου ήταν 8,24% για τους ασθενείς υπό αζιθρομυκίνη και 20,22% στην ομάδα
placebo.
Σε μία συγκριτική μελέτη, ο κίνδυνος ανάπτυξης MAC βακτηριαιμίας στους ασθενείς που ελάμβαναν
αζιθρομυκίνη ήταν μικρότερος από αυτόν που παρατηρήθηκε στους ασθενείς που ελάμβαναν
ριφαμπουτίνη. Ο κίνδυνος των ασθενών που ελάμβαναν το συνδυασμό αζιθρομυκίνης και
ριφαμπουτίνης να αναπτύξουν MAC βακτηριαιμία ήταν περίπου ίσος με το ένα τρίτο του αντίστοιχου
κινδύνου των ασθενών που ελάμβαναν κάθε φάρμακο ξεχωριστά. Η ετήσια αθροιστική συχνότητα
εμφάνισης διάσπαρτης MAC νόσου ήταν 7,62% για τους ασθενείς υπό αζιθρομυκίνη, 15,25 % στην
ομάδα της ριφαμπουτίνης και 2,75% στους ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε συνδυασμός των
ανωτέρω παραγόντων. Ωστόσο, οι ασθενείς που ελάμβαναν το συνδυασμό των φαρμάκων είχαν
περισσότερες πιθανότητες να διακόψουν τη θεραπεία εξαιτίας πτωχής ανοχής.
Σε μελέτες προφύλαξης έναντι της λοίμωξης MAC, η συχνότητα άλλων βακτηριακών
λοιμώξεων ήταν επίσης ελαττωμένη με την αζιθρομυκίνη.
Η αζιθρομυκίνη παρουσιάζει δραστικότητα in vitro έναντι μεγάλης ποικιλίας
μικροοργανισμών, συμπεριλαμβανομένων των ακολούθων:
Ευκαιριακά παθογόνα σχετιζόμενα με H1V λοιμώξεις : Mycobacterium avium-
intracellulare, Pneumonocystis carinii και Txooplasma gondi.
Θετικά κατά Gram αερόβια βακτήρια: Staphylococcus aureus, Streptococcus pyogenes (ομάδα Α των β-
αιμολυτικών στρεπτόκοκκων), Streptococcus pneumoniae, α-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι (ομάδα πρασινιζόντων
στρεπτόκοκκων) και άλλα είδη στρεπτόκοκκων, καθώς και το Corynobacterium diphteriue.
Η αζιθρομυκίνη παρουσιάζει διασταυρούμενη αντίσταση με ανθεκτικά στην ερυθρομυκίνη θετικά κατά Gram
στελέχη, περιλαμβανομένων του Streptococcus faecalis (εντερόκοκκος) και των περισσοτέρων στελεχών των
ανθεκτικών στη μεθυκιλλίνη σταφυλοκόκκων.
Αρνητικά κατά Gram αερόβια βακτήρια : Haemophilus influenzae, Haemophilus parainfluenzae, Moraxella
catarrhalis, είδη Acinetobacter, είδη Yersinia, Legionella pneumophila, Bordetella pertussis, Bordetella
parapertussis, είδη Shigella, είδη Pasteurella, Vibrio cholerae και parahaemoliticus, Pleisiomonas shigelloicles.
Η δραστικότητα της αζιθρομυκίνης έναντι των Escherichia coli, Salmonella enteritidis, Salmonella typhi, ειδών
Enterobacter, Aeromonas hydrophila και ειδών Klebsiella ποικίλλει και γι' αυτό πρέπει να γίνονται δοκιμασίες
ευαισθησίας. Είδη Proteus, είδη Serratia, είδη Morganella και η Pseudomonas aeruginosa, είναι συνήθως
ανθεκτικά στο αντιβιοτικό.
Αναερόβια βακτήρια : Bacteroides fragilis και είδη βακτηριδοειδών, Clostridium perfringens, είδη Ρeptococcus
και είδη Peptostreptococcus, Fusobacterium necrophorum και Propionibacterium acnes.