χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο, ή και τα δύο. Η μελέτη τερματίστηκε
πρόωρα εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων. Ο
καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν και τα δύο αριθμητικά
συχνότερα στην
ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου και τα
ανεπιθύμητα συμβάντα
και τα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και
νεφρική
δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην
ομάδα του
εικονικού φαρμάκου.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης με τις στοχευόμενες τιτλοποιηθείσες δόσεις
ιρβεσαρτάνης των 0,5 mg/kg (χαμηλή), 1,5 mg/kg (μέση) και 4,5 mg/kg (υψηλή)
αξιολογήθηκε σε 318 παιδιά και εφήβους ηλικίας 6 έως 16 ετών με υπέρταση ή σε
κίνδυνο ανάπτυξης υπέρτασης (διαβήτης, οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης), σε ένα
διάστημα τριών εβδομάδων. Στο τέλος των τριών εβδομάδων, η μέση μείωση από
την έναρξη για την κύρια μεταβλητή αποτελεσματικότητας, την κατώτατη
συστολική αρτηριακή πίεση σε καθιστή θέση (SeSBP), ήταν 11,7 mmHg (χαμηλή
δόση), 9,3 mmHg (μέση δόση), 13,2 mmHg (υψηλή δόση). Δεν ήταν εμφανής κάποια
σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των δόσεων. Η διορθωμένη μέση μεταβολή της
διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε καθιστή θέση (SeDBP) στα κατώτατα επίπεδα
είχε ως ακολούθως: 3,8 mmHg (χαμηλή δόση), 3,2 mmHg (μέση δόση), 5,6 mmHg
(υψηλή δόση). Σε ένα επακόλουθο διάστημα δύο εβδομάδων κατά το οποίο οι
ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν εκ νέου για να λάβουν είτε δραστικό φαρμακευτικό
προϊόν είτε εικονικό φάρμακο, οι ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο
παρουσίασαν αυξήσεις κατά 2,4 και 2,0 mmHg στην SeSBP και τη SeDBP σε
σύγκριση με μεταβολές κατά +0,1 και -0,3 mmHg, αντίστοιχα, για τους ασθενείς
που λάμβαναν όλες τις δόσεις ιρβεσαρτάνης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Υπέρταση και διαβήτης τύπου 2 με νεφρική νόσο
Η «Μελέτη της Ιρβεσαρτάνης στη Διαβητική Νεφροπάθεια (IDNT)» καταδεικνύει ότι
η ιρβεσαρτάνη μειώνει την εξέλιξη της νεφρικής νόσου σε ασθενείς με χρόνια
νεφρική ανεπάρκεια και έκδηλη πρωτεϊνουρία. Η IDNT ήταν μία διπλά τυφλή,
ελεγχόμενη μελέτη νοσηρότητας και θνησιμότητας, η οποία συνέκρινε την
ιρβεσαρτάνη με την αμλοδιπίνη και το εικονικό φάρμακο. Σε 1.715 υπερτασικούς
ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, πρωτεϊνουρία ≥ 900 mg/ημέρα και κρεατινίνη ορού
που κυμαινόταν από 1,0-3,0 mg/dl, εξετάστηκαν οι μακροχρόνιες επιδράσεις (2,6 έτη
κατά μέσο όρο) της ιρβεσαρτάνης στην εξέλιξη της νεφρικής νόσου και στη
θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας. Οι δόσεις των ασθενών τιτλοποιήθηκαν από 75 mg
σε μία δόση συντήρησης 300 mg ιρβεσαρτάνης, από 2,5 mg σε 10 mg αμλοδιπίνης ή
σε εικονικό φάρμακο, ανάλογα με την ανοχή. Οι ασθενείς σε όλες τις ομάδες
θεραπείας συνήθως λάμβαναν μεταξύ 2 και 4 αντιυπερτασικών παραγόντων (π.χ.
διουρητικά, β-αποκλειστές, α-αποκλειστές) για την επίτευξη ενός προκαθορισμένου
στόχου αρτηριακής πίεσης ≤ 135/85 mmHg ή μίας μείωσης 10 mmHg στη συστολική
πίεση εάν αυτή κατά την έναρξη ήταν > 160 mmHg. Το 60% των ασθενών της
ομάδας του εικονικού φαρμάκου πέτυχε αυτή την αρτηριακή πίεση-στόχο, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης ήταν 76% και στην ομάδα της
αμλοδιπίνης ήταν 78%. Η ιρβεσαρτάνη μείωσε σημαντικά τον σχετικό κίνδυνο στο
κύριο συνδυασμένο τελικό σημείο του διπλασιασμού της κρεατινίνης ορού, της
νεφρικής νόσου τελικού σταδίου (ESRD) ή της θνησιμότητας πάσης αιτιολογίας.
Περίπου το 33% των ασθενών στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης πέτυχε το κύριο
νεφρικό σύνθετο τελικό σημείο σε σύγκριση με το 39% και το 41% στις ομάδες του
εικονικού φαρμάκου και της αμλοδιπίνης, αντίστοιχα [20% μείωση του σχετικού
κινδύνου έναντι του εικονικού φαρμάκου (p = 0,024) και 23% μείωση του σχετικού
12