ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Irbesartan/Actavis 75 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Irbesartan/Actavis 150 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
Irbesartan/Actavis 300 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 75 mg ιρβεσαρτάνης.
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 150 mg ιρβεσαρτάνης.
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 300 mg ιρβεσαρτάνης.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
Τα δισκία των 75 mg είναι λευκού χρώματος, ελλειπτικά, αμφίκυρτα, επικαλυμμένα
με λεπτό υμένιο, με την ένδειξη «I» στη μία πλευρά και την ένδειξη «75» στην άλλη
πλευρά.
Τα δισκία των 150 mg είναι λευκού χρώματος, ελλειπτικά, αμφίκυρτα,
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο, με την ένδειξη «I» στη μία πλευρά και την ένδειξη
«150» στην άλλη πλευρά.
Τα δισκία των 300 mg είναι λευκού χρώματος, ελλειπτικά, αμφίκυρτα,
επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο, με την ένδειξη «I» στη μία πλευρά και την ένδειξη
«300» στην άλλη πλευρά.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της ιδιοπαθούς υπέρτασης σε ενήλικες
Θεραπεία της νεφρικής νόσου σε ενήλικες ασθενείς με υπέρταση και σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2 στο πλαίσιο ενός αντιυπερτασικού φαρμακευτικού σχήματος (βλ.
παραγράφους 4,3, 4.4, 4.5 και 5.1).
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Η συνήθης συνιστώμενη αρχική δόση και δόση συντήρησης είναι 150 mg μία φορά
την ημέρα. Το Irbesartan/Actavis σε μία δόση 150 mg μία φορά την ημέρα παρέχει εν
γένει καλύτερο 24ωρο έλεγχο της αρτηριακής πίεσης από ότι μία δόση 75 mg.
Ωστόσο, θα μπορούσε να εξεταστεί το ενδεχόμενο έναρξης της θεραπείας με 75 mg,
ιδιαίτερα σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση και σε ηλικιωμένους άνω
των 75 ετών.
Σε ασθενείς που ελέγχονται ανεπαρκώς με 150 mg άπαξ ημερησίως, η δόση του
Irbesartan/Actavis μπορεί να αυξηθεί στα 300 mg ή μπορούν να προστεθούν άλλοι
αντιυπερτασικοί παράγοντες. Συγκεκριμένα, η προσθήκη κάποιου διουρητικού, όπως
2
η υδροχλωροθειαζίδη, έχει αποδειχθεί ότι έχει αθροιστική επίδραση με την
ιρβεσαρτάνη (βλ. παράγραφο 4.5).
Σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, η θεραπεία θα πρέπει να ξεκινά με
150 mg ιρβεσαρτάνης μία φορά την ημέρα και να προσαρμόζεται μέχρι 300 mg μία
φορά την ημέρα, ως η προτιμώμενη δόση συντήρησης για τη θεραπεία της νεφρικής
νόσου. Η κατάδειξη του οφέλους της ιρβεσαρτάνης ως προς τη νεφρική λειτουργία
σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 βασίζεται σε μελέτες όπου η
ιρβεσαρτάνη χρησιμοποιήθηκε επιπροσθέτως άλλων αντιυπερτασικών παραγόντων,
ανάλογα με τις ανάγκες, για την επίτευξη της αρτηριακής πίεσης-στόχου (βλ.
παραγράφους 4,3, 4.4, 4.5 και 5.1).
Ειδικοί πληθυσμοί
Νεφρική δυσλειτουργία
: δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με
έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας. Θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο μίας
χαμηλότερης δόσης έναρξης (75 mg) για τους ασθενείς που υποβάλλονται σε
αιμοκάθαρση (βλ. παράγραφο 4.4).
Ηπατική δυσλειτουργία:
δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με
ήπια έως μέτρια ηπατική δυσλειτουργία. Δεν υπάρχει κλινική πείρα σε ασθενείς με
σοβαρή ηπατική βλάβη.
Ηλικιωμένοι
: αν και θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο έναρξης της θεραπείας
με 75 mg σε ασθενείς ηλικίας άνω των 75 ετών, δεν είναι συνήθως απαραίτητη η
ρύθμιση της δοσολογίας στους ηλικιωμένους.
Παιδιατρικός πληθυσμός
: η ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της ιρβεσαρτάνης σε
παιδιά ηλικίας 0 έως 18 ετών δεν έχουν τεκμηριωθεί. Τα παρόντα διαθέσιμα
δεδομένα περιγράφονται στην παράγραφο 4.8, 5.1 και 5.2 αλλά δεν μπορεί να γίνει
σύσταση για τη δοσολογία.
Τρόπος χορήγησης
Από στόματος χρήση
Το δισκίο πρέπει να καταπίνεται με μια επαρκή ποσότητα υγρού (π.χ. ένα ποτήρι
νερό). Το δισκίο μπορεί να λαμβάνεται με ή χωρίς τροφή.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα που
αναφέρονται στη παράγραφο 6.1.
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6).
Η ταυτόχρονη χρήση του Irbesartan/Actavis με τα προϊόντα που περιέχουν αλισκιρένη
αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή νεφρική δυσλειτουργία (GFR
<60 ml/min/1,73 m2) (βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μειωμένος ενδοαγγειακός όγκος: συμπτωματική υπόταση, ιδίως μετά την πρώτη
δόση, μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς με μειωμένο όγκο πλάσματος ή/και νατρίου
λόγω εντατικής διουρητικής θεραπείας, διατροφικού περιορισμού του άλατος,
διάρροιας ή εμέτου. Τέτοιου είδους καταστάσεις πρέπει να διορθώνονται πριν από
τη χορήγηση του Irbesartan/Actavis.
3
Νεφραγγειακή υπέρταση: υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και
νεφρικής ανεπάρκειας όταν ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της νεφρικής
αρτηρίας ή μονόπλευρη στένωση της αρτηρίας σε περιπτώσεις μονήρους
λειτουργικού νεφρού, λαμβάνουν θεραπεία με φαρμακευτικά προϊόντα που
επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης. Ενώ αυτό δεν έχει
τεκμηριωθεί με την ιρβεσαρτάνη, μία παρόμοια επίδραση θα πρέπει να αναμένεται
με τους ανταγωνιστές των υποδοχέων αγγειοτασίνης ΙΙ.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας και μεταμόσχευση νεφρού: όταν το
Irbesartan/Actavis χρησιμοποιείται σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας, συνιστάται μία περιοδική παρακολούθηση των επιπέδων καλίου και
κρεατινίνης στον ορό. Δεν υπάρχει εμπειρία σχετικά με τη χορήγηση της
ιρβεσαρτάνης σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί πρόσφατα σε μεταμόσχευση νεφρού.
Υπερτασικοί ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και νεφροπάθεια: οι επιδράσεις της
ιρβεσαρτάνης τόσο στα νεφρικά όσο και στα καρδιαγγειακά επεισόδια δεν ήταν
ομοιόμορφες σε όλες τις υπο-ομάδες, σε μία ανάλυση που διεξήχθη στη μελέτη
ασθενών με προχωρημένη νεφρική νόσο. Συγκεκριμένα, εμφανίστηκαν λιγότερο
ευνοϊκές σε γυναίκες και σε άτομα που δεν ανήκουν στη λευκή φυλή (βλ. παράγραφο
5.1).
Υπερκαλιαιμία: όπως και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν το
σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης, υπερκαλιαιμία μπορεί να εμφανιστεί
κατά τη διάρκεια της θεραπείας με Irbesartan/Actavis, ιδιαίτερα εν τη παρουσία
νεφρικής βλάβης, έκδηλης πρωτεϊνουρίας λόγω διαβητικής νεφρικής νόσου ή/και
καρδιακής ανεπάρκειας. Συνιστάται στενή παρακολούθηση των επιπέδων καλίου
στον ορό σε ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο (βλ. παράγραφο 4.5).
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης ( RAAS ):
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση του αναστολέων ΜΕΑ, αποκλειστών των
υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει τον κίνδυνο υπότασης,
υπερκαλιαιμίας και μειωμένης νεφρικής λειτουργίας (συμπεριλαμβανομένης οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας). Ως εκ τούτου, διπλός αποκλεισμός του RAAS μέσω της
συνδυασμένης χρήσης αναστολέων του ΜΕΑ, αναστολείς των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης, δεν συνιστάται (βλέπε παραγράφους 4.5 και 5.1).
Εάν η θεραπεία διπλός αποκλεισμός θεωρείται απολύτως απαραίτητη, αυτό πρέπει
να γίνεται μόνο υπό την επίβλεψη εξειδικευμένου ιατρού και υπόκεινται σε συχνή
στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας, ηλεκτρολυτών και της αρτηριακής
πίεσης. Οι αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ
δε θα πρέπει να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Λίθιο: Ο συνδυασμός λιθίου και Irbesartan/Actavis δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο
4.5).
Στένωση αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια: Όπως και με άλλους αγγειοδιασταλτικούς παράγοντες, ιδιαίτερη
προσοχή συνιστάται σε ασθενείς που πάσχουν από στένωση της αορτικής ή της
μιτροειδούς βαλβίδας ή από αποφρακτική υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια.
Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός: Οι ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό εν γένει
δεν ανταποκρίνονται στα αντιυπερτασικά φαρμακευτικά προϊόντα που δρουν μέσω
αναστολής του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης. Συνεπώς, η χρήση του
Irbesartan/Actavis δεν συνιστάται.
4
Γενικά: σε ασθενείς, των οποίων ο αγγειακός τόνος και η νεφρική λειτουργία
εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τη δράση του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-
αλδοστερόνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια ή
υποκείμενη νεφρική νόσο, συμπεριλαμβανομένης της στένωσης της νεφρικής
αρτηρίας), η θεραπεία με αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου αγγειοτασίνης ή με
ανταγωνιστές του υποδοχέα αγγειοτασίνης ΙΙ που επηρεάζουν αυτό το σύστημα, έχει
σχετιστεί με οξεία υπόταση, αζωθαιμία, ολιγουρία ή σπανίως με οξεία νεφρική
ανεπάρκεια. Όπως και με οποιονδήποτε αντιυπερτασικό παράγοντα, η υπερβολική
μείωση της αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιοπάθεια ή ισχαιμική
καρδιαγγειακή νόσο θα μπορούσε να προκαλέσει έμφραγμα του μυοκαρδίου ή
αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Όπως έχει παρατηρηθεί και με τους αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της
αγγειοτασίνης, η ιρβεσαρτάνη και οι άλλοι ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης είναι
κατά τα φαινόμενα λιγότερο αποτελεσματικοί στη μείωση της αρτηριακής πίεσης σε
άτομα της μαύρης φυλής από ότι σε άτομα άλλων φυλών, πιθανώς εξαιτίας του
υψηλότερου επιπολασμού καταστάσεων με χαμηλή ρενίνη στον πληθυσμό
υπερτασικών ασθενών της μαύρης φυλής (βλ παράγραφο 5.1).
Παιδιατρικός πληθυσμός: η ιρβεσαρτάνη έχει μελετηθεί σε παιδιατρικούς
πληθυσμούς ηλικίας 6 έως 16 ετών, αλλά τα τρέχοντα δεδομένα δεν επαρκούν για
να υποστηρίξουν μία επέκταση της χρήσης σε παιδιά έως ότου καταστούν διαθέσιμα
περισσότερα δεδομένα (βλ. παραγράφους 4.8, 5.1 και 5.2).
Κύηση: Η θεραπεία με Αναστολείς των Υποδοχέων Αγγειοτασίνης ΙΙ (AIIRA) δεν θα
πρέπει να ξεκινά κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν η συνέχιση της θεραπείας
με AIIRA θεωρείται απαραίτητη, οι ασθενείς που προγραμματίζουν να μείνουν
έγκυοι θα πρέπει να αλλάζουν σε εναλλακτικές αντιυπερτασικές θεραπείες με
εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας για χρήση κατά την κύηση. Όταν διαγνωσθεί κύηση,
η θεραπεία με AIIRA θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως και, εάν κρίνεται κατάλληλο,
θα πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Διουρητικά και άλλοι αντιυπερτασικοί παράγοντες: άλλοι αντιυπερτασικοί
παράγοντες μπορεί να αυξήσουν τις υποτασικές επιδράσεις της ιρβεσαρτάνης.
Ωστόσο, η ιρβεσαρτάνη έχει χορηγηθεί με ασφάλεια μαζί με άλλους
αντιυπερτασικούς παράγοντες, όπως β-αποκλειστές, αποκλειστές διαύλων
ασβεστίου μακράς δράσης και θειαζιδικά διουρητικά. Προηγούμενη θεραπεία με
υψηλή δόση διουρητικών μπορεί να προκαλέσει μείωση του όγκου των
κυκλοφορούντων υγρών και έναν κίνδυνο υπότασης κατά την έναρξη της θεραπείας
με Irbesartan/Actavis (βλ. παράγραφο 4.4).
Συμπληρώματα καλίου και καλιοσυντηρητικά διουρητικά: βάσει της πείρας από τη
χρήση άλλων φαρμακευτικών προϊόντων που επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-
αγγειοτασίνης, η ταυτόχρονη χρήση καλιοσυντηρηρικών διουρητικών,
συμπληρωμάτων καλίου, υποκατάστατων άλατος που περιέχουν κάλιο ή άλλων
φαρμακευτικών προϊόντων που μπορεί να αυξήσουν τα επίπεδα καλίου στον ορό (π.χ
ηπαρίνη), μπορεί να οδηγήσει σε αυξήσεις των επιπέδων καλίου στον ορό και
συνεπώς δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4).
Λίθιο: αναστρέψιμες αυξήσεις των συγκεντρώσεων λιθίου στον ορό και τοξικότητα
έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια της ταυτόχρονης χορήγησης λιθίου με
αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτασίνης. Παρόμοιες επιδράσεις
έχουν αναφερθεί πολύ σπάνια με την ιρβεσαρτάνη μέχρι σήμερα. Συνεπώς, αυτός ο
5
συνδυασμός δεν συνιστάται (βλ. παράγραφο 4.4). Εάν ο συνδυασμός αποδειχθεί
απαραίτητος, συνιστάται προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων λιθίου στον
ορό.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φαρμακευτικά προϊόντα: όταν οι ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης ΙΙ χορηγούνται ταυτόχρονα με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη
φαρμακευτικά προϊόντα (δηλ. εκλεκτικούς αναστολείς COX-2, ακετυλοσαλικυλικό
οξύ (>3 g/ημέρα) και μη εκλεκτικά ΜΣΑΦ), μπορεί να εμφανιστεί εξασθένηση της
αντιυπερτασικής δράσης.
Όπως και με τους αναστολείς ΜΕΑ, η ταυτόχρονη χρήση ανταγωνιστών της
αγγειοτασίνης ΙΙ και ΜΣΑΦ μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο επιδείνωσης
της νεφρικής λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας, και σε μία αύξηση των επιπέδων καλίου στον ορό, ιδιαίτερα σε
ασθενείς με προϋπάρχουσα πλημμελή νεφρική λειτουργία. Ο συνδυασμός θα πρέπει
να χορηγείται με προσοχή, ιδιαίτερα σε ηλικιωμένους. Οι ασθενείς θα πρέπει να
ενυδατώνονται επαρκώς και θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο
παρακολούθησης της νεφρικής λειτουργίας μετά την έναρξη της ταυτόχρονης
θεραπείας, και στη συνέχεια περιοδικά.
Πρόσθετες πληροφορίες για αλληλεπιδράσεις της ιρβεσαρτάνης: σε κλινικές
μελέτες, η φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης δεν επηρεάζεται από την
υδροχλωροθειαζίδη. Η ιρβεσαρτάνη μεταβολίζεται κυρίως από το CYP2C9 και σε
μικρότερη έκταση με γλυκουρονίδωση. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές
φαρμακοκινητικές ή φαρμακοδυναμικές αλληλεπιδράσεις όταν η ιρβεσαρτάνη
συγχορηγήθηκε με βαρφαρίνη, ένα φαρμακευτικό προϊόν που μεταβολίζεται από το
CYP2C9. Οι επιδράσεις των επαγωγέων του CYP2C9, όπως η ριφαμπικίνη, στη
φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης δεν έχουν αξιολογηθεί. Η φαρμακοκινητική της
διγοξίνης δεν μεταβλήθηκε από τη συγχορήγηση της ιρβεσαρτάνης.
Προϊόντα που περιέχουν αλισικερίνη ή αναστολείς ΜΕΑ: δεδομένα από κλινικές
μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (RAAS) μέσω της συνδυασμένης χρήσης αναστολέων
ΜΕΑ, αποκλειστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης σχετίζεται
με υψηλότερη συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως η υπόταση,
υπερκαλιαιμία και μειωμένη νεφρική λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης οξείας
νεφρικής ανεπάρκειας) σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνο παράγοντα που δρα στο
σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνηςRAAS (βλέπε παραγράφους 4.3, 4.4
και 5.1).
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
:
Η χρήση AIIRAs δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης
(βλ. παράγραφο 4.4). Η χρήση AIIRAs αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια του δεύτερου
και του τρίτου τριμήνου της κύησης (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Οι επιδημιολογικές ενδείξεις σχετικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά από
έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου της κύησης ήταν
αμφιλεγόμενες. Ωστόσο, μία μικρή αύξηση του κινδύνου δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Καθώς δεν υπάρχουν ελεγχόμενα επιδημιολογικά δεδομένα σχετικά με τον κίνδυνο
των Αναστολέων των Υποδοχέων Αγγειοτασίνης ΙΙ (AIIRAs), παρόμοιοι κίνδυνοι
μπορεί να υπάρχουν για αυτή την κατηγορία φαρμακευτικών προϊόντων. Εκτός εάν
η συνέχιση της θεραπείας με AIIRA κρίνεται απαραίτητη, οι ασθενείς που
προγραμματίζουν να μείνουν έγκυοι θα πρέπει να αλλάζουν σε εναλλακτικές
6
αντιυπερτασικές θεραπείες με εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας για χρήση κατά την
κύηση. Όταν διαγνωσθεί κύηση, η θεραπεία με AIIRAs θα πρέπει να διακόπτεται
αμέσως και, εάν κρίνεται κατάλληλο, θα πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία.
Η έκθεση σε θεραπεία με AIIRAs κατά τη διάρκεια του δευτέρου και τρίτου τριμήνου
της κύησης, είναι γνωστό ότι προκαλεί εµβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη
νεφρική λειτουργία, ολιγοϋδράµνιο, καθυστέρηση της οστεοποίησης του κρανίου) και
νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιµία). (Βλ.
παράγραφο 5.3).
Εάν υπάρχει έκθεση σε AIIRAs από το δεύτερο τρίμηνο της κύησης, συνιστάται
υπερηχογραφικός έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου του εμβρύου.
Βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει AIIRAs θα πρέπει να παρακολουθούνται
στενά για την εμφάνιση υπότασης (βλ. επίσης παραγράφους 4.3 και 4.4).
Θηλασμός
Επειδή δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του
Irbesartan/Actavis κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, το Irbesartan/Actavis δεν
συνιστάται και προτιμώνται εναλλακτικές θεραπείες με καλύτερα τεκμηριωμένα
προφίλ ασφαλείας κατά τη διάρκεια της γαλουχίας, ιδιαιτέρως κατά τον θηλασμό
ενός νεογέννητου ή πρόωρου βρέφους.
Δεν είναι γνωστό εάν η ιρβεσαρτάνη ή οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο
ανθρώπινο γάλα.
Τα διαθέσιμα φαρμακοδυναμικά/τοξικολογικά δεδομένα σε αρουραίους έδειξαν
απέκκριση της
ιρβεσαρτάνης ή των μεταβολιτών της στο γάλα (για λεπτομέρειες βλέπε παράγραφο
5.3).
Γονιμότητα
Η ιρβεσαρτάνη δεν είχε επίδραση στην γονιμότητα αρουραίων που έλαβαν θεραπεία
και στους
απογόνους τους μέχρι τα επίπεδα δόσης που προκαλούν τα πρώτα σημάδια της
γονικής τοξικότητας
(βλέπε παράγραφο 5.3).
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν πραγματοποιήθηκαν μελέτες σχετικά με τις επιδράσεις στην ικανότητα
οδήγησης και τον χειρισμό μηχανών. Με βάση τις φαρμακοδυναμικές της ιδιότητες,
η ιρβεσαρτάνη είναι απίθανο να επηρεάζει αυτή την ικανότητα. Κατά την οδήγηση ή
κατά τον χειρισμό μηχανών, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι μπορεί να
εμφανιστεί ζάλη ή κόπωση κατά τη διάρκεια της θεραπείας.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες ασθενών με υπέρταση, η συνολική
επίπτωση των ανεπιθύμητων συμβαμάτων δεν διέφερε ανάμεσα στην ιρβεσαρτάνη
(56,2%) και τις ομάδες του εικονικού φαρμάκου (56,5%). Η διακοπή της θεραπείας
λόγω της εμφάνισης οποιουδήποτε κλινικού ή εργαστηριακού ανεπιθύμητου
συμβάματος ήταν λιγότερο συχνή σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με
ιρβεσαρτάνη (3,3%) από ότι σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με εικονικό
φάρμακο (4,5%). Η επίπτωση των ανεπιθύμητων συμβαμάτων δεν σχετίστηκε με τη
δόση (στο συνιστώμενο δοσολογικό εύρος), το γένος, την ηλικία, τη φυλή ή τη
διάρκεια της θεραπείας.
7
Σε διαβητικούς υπερτασικούς ασθενείς με μικρολευκωματινουρία και φυσιολογική
νεφρική λειτουργία, ορθοστατική ζάλη και ορθοστατική υπόταση αναφέρθηκαν στο
0,5% των ασθενών (δηλ. όχι συχνά) αλλά με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι με το
εικονικό φάρμακο.
Ο ακόλουθος κατάλογος παρουσιάζει τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις στο φάρμακο
που αναφέρθηκαν σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες στις οποίες 1.965
υπερτασικοί ασθενείς έλαβαν ιρβεσαρτάνη. Οι όροι που επισημαίνονται με
αστερίσκο (*) αναφέρονται στις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρθηκαν
επιπροσθέτως σε >2% των διαβητικών υπερτασικών ασθενών με χρόνια νεφρική
ανεπάρκεια και έκδηλη πρωτεϊνουρία και με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι με το
εικονικό φάρμακο.
Η συχνότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων που αναφέρεται πιο κάτω ορίζεται με
τη χρήση της ακόλουθης σύμβασης:
Πολύ συχνές (1/10)
συχνές (≥ 1/100, < 1/10)
Όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100)
Σπάνιες (>1/10.000, <1/1.000)
Πολύ σπάνιες (<1/10.000)
Μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Σε κάθε κατηγορία συχνοτήτων, οι ανεπιθύμητες ενέργειες παρουσιάζονται σε σειρά
μειούμενης σοβαρότητας.
Οι επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν αναφερθεί κατά τη διάρκεια της μετά
την κυκλοφορία
εμπειρίας αναφέρονται παρακάτω επίσης. Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες
προέρχονται από
αυθόρμητες αναφορές.
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος
:
Μη γνωστές: θρομβοπενία
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος
:
Μη γνωστές: αντιδράσεις υπερευαισθησίας όπως αγγειοοίδημα, εξάνθημα, κνίδωση
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης
:
Μη γνωστές: υπερκαλιαιμία
Διαταραχές του νευρικού συστήματος
:
Συχνές: ζάλη, ορθοστατική ζάλη*
Μη γνωστές: ίλιγγος, κεφαλαλγία
Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου
:
Μη γνωστές: εμβοές
Καρδιακές διαταραχές
:
Όχι συχνές: ταχυκαρδία
Αγγειακές διαταραχές
:
Συχνές: ορθοστατική υπόταση*
Όχι συχνές: έξαψη
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου
:
Όχι συχνές: βήχας
8
Διαταραχές του γαστρεντερικού
:
Συχνές: ναυτία/έμετος
Όχι συχνές: διάρροια, δυσπεψία/αίσθημα καύσου
Μη γνωστές: δυσγευσία
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων
:
Όχι συχνές: ίκτερος
Μη γνωστές: ηπατίτιδα, μη φυσιολογική ήπατικη λειτουργία
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού
:
Μη γνωστές: λευκοκυτταροκλαστική αγγειίτιδα
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού
:
Συχνές: μυοσκελετικός πόνος*
Μη γνωστές: αρθραλγία, μυαλγία (σε ορισμένες περιπτώσεις σχετιζόμενη με
αυξημένα επίπεδα
κινάσης της κρεατίνης στο πλάσμα), μυϊκές κράμπες
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών
:
Μη γνωστές: διαταραχή νεφρικής λειτουργίας περιλαμβανομένων περιπτώσεων
νεφρικής
ανεπάρκειας σε ασθενείς σε κίνδυνο (βλέπε παράγραφο 4.4)
Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού
:
Όχι συχνές: σεξουαλική δυσλειτουργία
Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης
:
Συχνές: κόπωση
Όχι συχνές: πόνος στο στήθος
Παρακλινικές εξετάσεις:
Πολύ συνήθεις: Υπερκαλιαιμία* εμφανίστηκε πιο συχνά σε διαβητικούς ασθενείς
που λάμβαναν θεραπεία με ιρβεσαρτάνη από ό,τι σε εκείνους που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Σε διαβητικούς υπερτασικούς ασθενείς
με μικρολευκωματινουρία και φυσιολογική νεφρική λειτουργία,
υπερκαλιαιμία (≥ 5,5 mEq/L) εμφανίστηκε στο 29,4% των ασθενών
στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης των 300 mg και στο 22% των ασθενών
στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου. Σε διαβητικούς υπερτασικούς
ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και έκδηλη πρωτεϊνουρία,
υπερκαλιαιμία (≥ 5,5 mEq/L) εμφανίστηκε στο 46,3% των ασθενών
στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης και στο 26,3% των ασθενών στην ομάδα
του εικονικού φαρμάκου.
Συνήθεις: Σημαντικές αυξήσεις παρατηρήθηκαν συχνά (1,7%) στα επίπεδα
κρεατινικής κινάσης στο πλάσμα σε άτομα που λάμβαναν θεραπεία με
ιρβεσαρτάνη. Καμία από αυτές τις αυξήσεις δεν σχετίστηκε με
ταυτοποιήσιμα κλινικά συμβάματα του μυοσκελετικού συστήματος.
Στο 1,7% των υπερτασικών ασθενών με προχωρημένη διαβητική
νεφρική νόσο που λάμβαναν θεραπεία με ιρβεσαρτάνη, έχει
παρατηρηθεί μία μείωση της αιμοσφαιρίνης*, η οποία δεν ήταν κλινικά
σημαντική.
Παιδιατρικόςπληθυσμός:
Σε μία τυχαιοποιημένη μελέτη 318 υπερτασικών παιδιών και εφήβων ηλικίας 6 έως
16 ετών, τα ακόλουθα σχετιζόμενα ανεπιθύμητα συμβάματα εμφανίστηκαν στη
διπλά τυφλή φάση διάρκειας 3 εβδομάδων: κεφαλαλγία (7,9), υπόταση (2,2%), ζάλη
9
(1,9%), βήχας (0,9%). Στην περίοδο ανοιχτής αγωγής αυτής της μελέτης, διάρκειας
26 εβδομάδων, οι πιο συχνά παρατηρηθείσες εργαστηριακές ανωμαλίες ήταν
αυξήσεις της κρεατινίνης (6,5%) και αυξημένες τιμές της CK στο 2% των παιδιών.
Αναφορά των πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά των πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη
συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής
περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες
μέσω του Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων (Μεσογείων 284, 15562, Χολαργός, Τηλ.:
+30 213-2040380/337, Φαξ: + 30 210-6549585, Ιστότοπος: www.eof.gr,).
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα:
Εμπειρία σε ενήλικες που έλαβαν δόσεις έως και 900 mg/ημέρα για 8 εβδομάδες δεν
αποκάλυψε κάποια τοξικότητα. Οι πιο πιθανές εκδηλώσεις της υπερδοσολογίας
αναμένεται ότι θα είναι η υπόταση και η ταχυκαρδία. Βραδυκαρδία μπορεί επίσης
να εμφανιστεί λόγω υπερδοσολογίας.
Θεραπεία:
Δεν είναι διαθέσιμες συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με την ιρβεσαρτάνη. Ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται
στενά, και η θεραπεία θα πρέπει να είναι συμπτωματική και υποστηρικτική. Στα
προτεινόμενα θεραπευτικά μέτρα περιλαμβάνεται η επαγωγή εμέτου ή/και η πλύση
στομάχου. Ο ενεργοποιημένος άνθρακας μπορεί να είναι χρήσιμος στην
αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας. Η ιρβεσαρτάνη δεν απομακρύνεται μέσω
αιμοκάθαρσης.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστές της Αγγειοτασίνης ΙΙ, απλοί.
Κωδικός ATC: C09C A04.
Μηχανισμός δράσης: Η ιρβεσαρτάνη είναι ένας ισχυρός, από του στόματος,
δραστικός, εκλεκτικός ανταγωνιστής του υποδοχέα αγγειοτασίνης-ΙΙ (τύπου AT1).
Αναμένεται ότι θα αποκλείει όλες τις δράσεις της αγγειοτασίνης-ΙΙ που
μεσολαβούνται από τον υποδοχέα AT1, ανεξάρτητα από την προέλευση ή την οδό
σύνθεσης της αγγειοτασίνης ΙΙ. Ο εκλεκτικός ανταγωνισμός των υποδοχέων
αγγειοτασίνης-ΙΙ (AT1) οδηγεί σε αυξήσεις στα επίπεδα ρενίνης και αγγειοτασίνης ΙΙ
στο πλάσμα, καθώς και σε μείωση της συγκέντρωσης της αλδοστερόνης στο
πλάσμα. Τα επίπεδα καλίου στον ορό δεν επηρεάζονται σημαντικά από τη
μονοθεραπεία με ιρβεσαρτάνη στις συνιστώμενες δόσεις. Η ιρβεσαρτάνη δεν
αναστέλλει το ΜΕΑ (κινινάση-ΙΙ), ένα ένζυμο το οποίο παράγει αγγειοτασίνη-ΙΙ και
επίσης διασπά τη βραδυκινίνη σε αδρανείς μεταβολίτες. Η ιρβεσαρτάνη δεν απαιτεί
μεταβολική ενεργοποίηση για τη δράση της.
Κλινική αποτελεσματικότητα:
Υπέρταση
Η ιρβεσαρτάνη μειώνει την αρτηριακή πίεση με ελάχιστη μεταβολή του καρδιακού
ρυθμού. Η μείωση της αρτηριακής πίεσης είναι δοσοεξαρτώμενη για άπαξ
10
ημερησίως δόσεις με μία τάση προς σταθεροποίηση σε δόσεις άνω των 300 mg.
Δόσεις των 150-300 mg άπαξ ημερησίως μειώνουν την αρτηριακή πίεση σε ύπτια ή
καθιστή θέση στα κατώτατα επίπεδα (δηλαδή 24 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης)
κατά 8-13/5-8 mm Hg (συστολική/διαστολική) περισσότερο από ότι το εικονικό
φάρμακο. Η μέγιστη μείωση της αρτηριακής πίεσης επιτυγχάνεται εντός 3-6 ωρών
μετά τη χορήγηση και η μειωτική της αρτηριακής πίεσης επίδραση διατηρείται για
τουλάχιστον 24 ώρες. Στις 24 ώρες, η μείωση της αρτηριακής πίεσης ήταν 60-70%
των αντίστοιχων μέγιστων διαστολικών και συστολικών ανταποκρίσεων στις
συνιστώμενες δόσεις. Η άπαξ ημερησίως δοσολογία με 150 mg οδήγησε σε
κατώτατες και μέσες 24ωρες ανταποκρίσεις παρόμοιες με εκείνες της δις ημερησίως
δοσολογίας με την ίδια συνολική δόση. Η μειωτική της αρτηριακής πίεσης επίδραση
του Irbesartan/Actavis είναι εμφανής εντός 1-2 εβδομάδων, ενώ η μέγιστη δράση
εμφανίζεται έως και 4-6 εβδομάδες μετά την έναρξη της θεραπείας. Οι
αντιυπερτασικές επιδράσεις διατηρούνται κατά τη διάρκεια της μακροχρόνιας
θεραπείας. Μετά τη διακοπή της θεραπείας, η αρτηριακή πίεση επανέρχεται
σταδιακά στα επίπεδα αναφοράς. Δεν έχει παρατηρηθεί επανεμφάνιση της
υπέρτασης.
Οι μειωτικές της αρτηριακής πίεσης επιδράσεις της ιρβεσαρτάνης και των
διουρητικών τύπου θειαζίδης είναι αθροιστικές. Σε ασθενείς που δεν ελέγχονται
επαρκώς με τη μονοθεραπεία ιρβεσαρτάνης, η προσθήκη μίας χαμηλής δόσης
υδροχλωροθειαζίδης (12,5 mg) στην άπαξ ημερησίως θεραπεία με ιρβεσαρτάνη
οδηγεί σε μία περαιτέρω διορθωμένη για το εικονικό φάρμακο μείωση της
αρτηριακής πίεσης κατά 7-10/3-6 mm Hg (συστολική/διαστολική) στα κατώτατα
επίπεδα.
Η αποτελεσματικότητα του Irbesartan/Actavis δεν επηρεάζεται από την ηλικία ή το
φύλο. Όπως και με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα που επηρεάζουν το σύστημα
ρενίνης-αγγειοτασίνης, οι υπερτασικοί ασθενείς της μαύρης φυλής εμφανίζουν
σημαντικά μικρότερη ανταπόκριση στη μονοθεραπεία με ιρβεσαρτάνη. Όταν η
ιρβεσαρτάνη χορηγείται ταυτόχρονα με μία χαμηλή δόση υδροχλωροθειαζίδης (π.χ.
12,5 mg ημερησίως), η αντιυπερτασική ανταπόκριση σε ασθενείς της μαύρης φυλής
προσεγγίζει εκείνη των ασθενών της λευκής φυλής. Δεν υφίσταται κάποια κλινικά
σημαντική επίδραση στα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό ή τα ούρα.
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης ( RAAS ):
Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες ONTARGET (ONgoing
Telmisartan Alone and in combination with Ramipril Global Endpoint Trial) και η VA
νεφρώνα-D (The Veterans
A{airs Nephropathy in Diabetes)) εξέτασαν τη χρήση του συνδυασμού ενός
αναστολέα του ΜΕΑ με έναν αποκλειστή των υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ.
Η ONTARGET ήταν μια μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή αγγειακής εγκεφαλικής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που
συνοδεύεται από στοιχεία βλάβης τελικού οργάνου. Η VA Nephron-D ήταν μια
μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και διαβητική νεφροπάθεια.
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει σημαντική ευεργετική επίδραση στη νεφρική και
καρδιαγγειακές εκβάσεις και θνησιμότητας, ενώ παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος
υπερκαλιαιμίας, οξείας νεφρικής ανεπάρκειας και/ή υπόταση σε σύγκριση με τη
μονοθεραπεία. Δεδομένων των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων τους, τα
αποτελέσματα αυτά είναι σημαντικά και για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και
αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ δεν θα
πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular and Renal
Disease
Endpoints) ήταν μια μελέτη με σκοπό τη διερεύνηση του οφέλους της προσθήκης
αλισκιρένης σε μία τυπική θεραπεία ενός αναστολέα του ΜΕΑ ή έναν αποκλειστή
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και
11
χρόνια νεφρική νόσο, καρδιαγγειακή νόσο, ή και τα δύο. Η μελέτη τερματίστηκε
πρόωρα εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων. Ο
καρδιαγγειακός θάνατος και το εγκεφαλικό επεισόδιο ήταν και τα δύο αριθμητικά
συχνότερα στην
ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου και τα
ανεπιθύμητα συμβάντα
και τα σοβαρά ανεπιθύμητα συμβάντα ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση και
νεφρική
δυσλειτουργία) αναφέρθηκαν συχνότερα στην ομάδα της αλισκιρένης από ότι στην
ομάδα του
εικονικού φαρμάκου.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η μείωση της αρτηριακής πίεσης με τις στοχευόμενες τιτλοποιηθείσες δόσεις
ιρβεσαρτάνης των 0,5 mg/kg (χαμηλή), 1,5 mg/kg (μέση) και 4,5 mg/kg (υψηλή)
αξιολογήθηκε σε 318 παιδιά και εφήβους ηλικίας 6 έως 16 ετών με υπέρταση ή σε
κίνδυνο ανάπτυξης υπέρτασης (διαβήτης, οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης), σε ένα
διάστημα τριών εβδομάδων. Στο τέλος των τριών εβδομάδων, η μέση μείωση από
την έναρξη για την κύρια μεταβλητή αποτελεσματικότητας, την κατώτατη
συστολική αρτηριακή πίεση σε καθιστή θέση (SeSBP), ήταν 11,7 mmHg (χαμηλή
δόση), 9,3 mmHg (μέση δόση), 13,2 mmHg (υψηλή δόση). Δεν ήταν εμφανής κάποια
σημαντική διαφορά μεταξύ αυτών των δόσεων. Η διορθωμένη μέση μεταβολή της
διαστολικής αρτηριακής πίεσης σε καθιστή θέση (SeDBP) στα κατώτατα επίπεδα
είχε ως ακολούθως: 3,8 mmHg (χαμηλή δόση), 3,2 mmHg (μέση δόση), 5,6 mmHg
(υψηλή δόση). Σε ένα επακόλουθο διάστημα δύο εβδομάδων κατά το οποίο οι
ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν εκ νέου για να λάβουν είτε δραστικό φαρμακευτικό
προϊόν είτε εικονικό φάρμακο, οι ασθενείς που λάμβαναν εικονικό φάρμακο
παρουσίασαν αυξήσεις κατά 2,4 και 2,0 mmHg στην SeSBP και τη SeDBP σε
σύγκριση με μεταβολές κατά +0,1 και -0,3 mmHg, αντίστοιχα, για τους ασθενείς
που λάμβαναν όλες τις δόσεις ιρβεσαρτάνης (βλέπε παράγραφο 4.2).
Υπέρταση και διαβήτης τύπου 2 με νεφρική νόσο
Η «Μελέτη της Ιρβεσαρτάνης στη Διαβητική Νεφροπάθεια (IDNT)» καταδεικνύει ότι
η ιρβεσαρτάνη μειώνει την εξέλιξη της νεφρικής νόσου σε ασθενείς με χρόνια
νεφρική ανεπάρκεια και έκδηλη πρωτεϊνουρία. Η IDNT ήταν μία διπλά τυφλή,
ελεγχόμενη μελέτη νοσηρότητας και θνησιμότητας, η οποία συνέκρινε την
ιρβεσαρτάνη με την αμλοδιπίνη και το εικονικό φάρμακο. Σε 1.715 υπερτασικούς
ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, πρωτεϊνουρία ≥ 900 mg/ημέρα και κρεατινίνη ορού
που κυμαινόταν από 1,0-3,0 mg/dl, εξετάστηκαν οι μακροχρόνιες επιδράσεις (2,6 έτη
κατά μέσο όρο) της ιρβεσαρτάνης στην εξέλιξη της νεφρικής νόσου και στη
θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας. Οι δόσεις των ασθενών τιτλοποιήθηκαν από 75 mg
σε μία δόση συντήρησης 300 mg ιρβεσαρτάνης, από 2,5 mg σε 10 mg αμλοδιπίνης ή
σε εικονικό φάρμακο, ανάλογα με την ανοχή. Οι ασθενείς σε όλες τις ομάδες
θεραπείας συνήθως λάμβαναν μεταξύ 2 και 4 αντιυπερτασικών παραγόντων (π.χ.
διουρητικά, β-αποκλειστές, α-αποκλειστές) για την επίτευξη ενός προκαθορισμένου
στόχου αρτηριακής πίεσης 135/85 mmHg ή μίας μείωσης 10 mmHg στη συστολική
πίεση εάν αυτή κατά την έναρξη ήταν > 160 mmHg. Το 60% των ασθενών της
ομάδας του εικονικού φαρμάκου πέτυχε αυτή την αρτηριακή πίεση-στόχο, ενώ το
αντίστοιχο ποσοστό στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης ήταν 76% και στην ομάδα της
αμλοδιπίνης ήταν 78%. Η ιρβεσαρτάνη μείωσε σημαντικά τον σχετικό κίνδυνο στο
κύριο συνδυασμένο τελικό σημείο του διπλασιασμού της κρεατινίνης ορού, της
νεφρικής νόσου τελικού σταδίου (ESRD) ή της θνησιμότητας πάσης αιτιολογίας.
Περίπου το 33% των ασθενών στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης πέτυχε το κύριο
νεφρικό σύνθετο τελικό σημείο σε σύγκριση με το 39% και το 41% στις ομάδες του
εικονικού φαρμάκου και της αμλοδιπίνης, αντίστοιχα [20% μείωση του σχετικού
κινδύνου έναντι του εικονικού φαρμάκου (p = 0,024) και 23% μείωση του σχετικού
12
κινδύνου σε σύγκριση με την αμλοδιπίνη (p = 0,006)]. Όταν αναλύθηκαν οι
μεμονωμένες συνιστώσες του κύριου τελικού σημείου, δεν παρατηρήθηκε κάποια
επίδραση στη θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας, ενώ παρατηρήθηκε μία θετική τάση
ως προς τη μείωση της ESRD, καθώς και μία σημαντική μείωση στον διπλασιασμό
της κρεατινίνης ορού.
Υποομάδες που διαχωρίζονται με βάση το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, τη διάρκεια
του διαβήτη, την αρτηριακή πίεση αναφοράς, τα επίπεδα κρεατινίνης ορού και τον
ρυθμό απέκκρισης της λευκωματίνης, αξιολογήθηκαν ως προς τη θεραπευτική
επίδραση. Στις υποομάδες των γυναικών και των ατόμων της μαύρης φυλής, οι
οποίες αντιπροσωπεύουν το 32% και το 26% του συνολικού πληθυσμού της μελέτης,
αντίστοιχα, δεν ήταν εμφανές κάποιο νεφρικό όφελος, αν και τα διαστήματα
εμπιστοσύνης δεν το αποκλείουν. Όσον αφορά στο δευτερεύον τελικό σημείο των
θανατηφόρων και μη θανατηφόρων καρδιαγγειακών συμβαμάτων, δεν υπήρξε
διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων του συνολικού πληθυσμού, αν και παρατηρήθηκε
μία αυξημένη επίπτωση μη θανατηφόρου ΕΜ στις γυναίκες και μία μειωμένη
επίπτωση μη θανατηφόρου ΕΜ στους άντρες στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης έναντι
του θεραπευτικού σχήματος με βάση το εικονικό φάρμακο. Μία αυξημένη επίπτωση
μη θανατηφόρου ΕΜ και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου παρατηρήθηκε στις
γυναίκες που λάμβαναν το θεραπευτικό σχήμα με βάση την ιρβεσαρτάνη έναντι
εκείνων που λάμβαναν το θεραπευτικό σχήμα με βάση την αμλοδιπίνη, ενώ η
νοσηλεία λόγω καρδιακής ανεπάρκειας μειώθηκε στον συνολικό πληθυσμό.
Ωστόσο, δεν έχει δοθεί κάποια κατάλληλη εξήγηση για αυτά τα ευρήματα στις
γυναίκες.
Η μελέτη «Επιδράσεις της Ιρβεσαρτάνης στη Μικρολευκωματινουρία σε
Υπερτασικούς Ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 (IRMA 2)» αποδεικνύει ότι η
ιρβεσαρτάνη των 300 mg καθυστερεί την εξέλιξη σε έκδηλη πρωτεϊνουρία για τους
ασθενείς με μικρολευκωματινουρία. Η IRMA 2 ήταν μία ελεγχόμενη με εικονικό
φάρμακο, διπλά τυφλή μελέτη νοσηρότητας σε 590 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2,
μικρολευκωματινουρία (30-300 mg/ημέρα) και φυσιολογική νεφρική λειτουργία
(κρεατινίνη ορού ≤ 1,5 mg/dl στους άνδρες και < 1,1 mg/dl στις γυναίκες). Η
μελέτη εξέτασε τις μακροχρόνιες επιδράσεις (2 έτη) της ιρβεσαρτάνης στην εξέλιξη
σε κλινική (έκδηλη) πρωτεϊνουρία (ρυθμός απέκκρισης λευκωματίνης στα ούρα
(UAER) > 300 mg/ημέρα, και αύξηση του UAER κατά τουλάχιστον 30% από την
έναρξη). Ο προκαθορισμένος στόχος αρτηριακής πίεσης ήταν ≤ 135/85 mmHg.
Επιπρόσθετοι αντιυπερτασικοί παράγοντες (εκτός των αναστολέων ΜΕΑ, των
ανταγωνιστών του υποδοχέα αγγειοτασίνης ΙΙ και των αποκλειστών διαύλων
ασβεστίου τύπου διυδροπυριδίνης) προστέθηκαν όπου κρινόταν απαραίτητο,
προκειμένου να συμβάλλουν στην επίτευξη της αρτηριακής πίεσης-στόχου. Ενώ
επιτεύχθηκαν παρόμοια επίπεδα αρτηριακής πίεσης σε όλες τις θεραπευτικές
ομάδες, λιγότερα άτομα στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης των 300 mg (5,2%) από ότι
στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (14,9%) ή στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης των
150 mg (9,7%) πέτυχαν το τελικό σημείο της έκδηλης πρωτεϊνουρίας,
επιδεικνύοντας μία μείωση του σχετικού κινδύνου κατά 70% έναντι του εικονικού
φαρμάκου (p=0,0004) για την υψηλότερη δόση. Δεν παρατηρήθηκε συνοδευτική
βελτίωση στον ρυθμό σπειραματικής διήθησης (GFR) κατά τους πρώτους τρεις μήνες
της θεραπείας. Η επιβράδυνση της εξέλιξης σε κλινική πρωτεϊνουρία ήταν εμφανής
ήδη από τους τρεις μήνες και συνεχίστηκε στο διάστημα των 2 ετών. Η υποχώρηση
σε νορμολευκωματινουρία (< 30 mg/ημέρα) ήταν πιο συχνή στην ομάδα της
ιρβεσαρτάνης των 300 mg (34%) από ό,τι στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου
(21%).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
13
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η ιρβεσαρτάνη απορροφάται καλά: Μελέτες
απολύτου βιοδιαθεσιμότητας έδωσαν τιμές περίπου 60-80%. Η ταυτόχρονη
πρόσληψη τροφής δεν επηρεάζει σημαντικά τη βιοδιαθεσιμότητα της ιρβεσαρτάνης.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι περίπου 96%, με αμελητέα
σύνδεση με τα κυτταρικά συστατικά του αίματος. Ο όγκος κατανομής είναι 53-93
λίτρα. Μετά την από του στόματος ή ενδοφλέβια χορήγηση της
14
C ιρβεσαρτάνης, το
80-85% της κυκλοφορούσας στο πλάσμα ραδιενέργειας αποδίδεται στην αμετάβλητη
ιρβεσαρτάνη. Η ιρβεσαρτάνη μεταβολίζεται από το ήπαρ μέσω γλυκουρονικής
σύζευξης και οξείδωσης. Ο κύριος κυκλοφορών μεταβολίτης είναι το γλυκουρονίδιο
ιρβεσαρτάνης (περίπου 6%).
In vitro
μελέτες
υποδηλώνουν ότι η
ιρβεσαρτάνη
οξειδώνεται κατά κύριο λόγο από το ένζυμο CYP2C9 του κυτοχρώματος P450. Το
ισοένζυμο CYP3A4 έχει αμελητέα επίδραση.
Η ιρβεσαρτάνη επιδεικνύει γραμμική και δοσο-αναλογική φαρμακοκινητική στο
δοσολογικό εύρος από 10 έως 600 mg. Παρατηρήθηκε μικρότερη από αναλογική
αύξηση στην από του στόματος απορρόφηση σε δόσεις άνω των 600 mg (δύο φορές η
μέγιστη συνιστώμενη δόση). Ο μηχανισμός για αυτό είναι άγνωστος. Οι μέγιστες
συγκεντρώσεις στο πλάσμα επιτυγχάνονται σε 1,5-2 ώρες μετά την από του
στόματος χορήγηση. Η συνολική σωματική και νεφρική κάθαρση είναι 157-176 και
3-3,5ml/min, αντίστοιχα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής τελικής απέκκρισης της
ιρβεσαρτάνης είναι 11-15 ώρες. Οι συγκεντρώσεις σταθερής κατάστασης στο
πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 3 ημερών μετά την έναρξη ενός άπαξ ημερησίως
δοσολογικού σχήματος. Περιορισμένη συσσώρευση της ιρβεσαρτάνης (< 20%)
παρατηρείται στο πλάσμα μετά από επαναλαμβανόμενη άπαξ ημερησίως δοσολογία.
Σε μία μελέτη, ελαφρώς υψηλότερες συγκεντρώσεις της ιρβεσαρτάνης στο πλάσμα
παρατηρήθηκαν σε υπερτασικές ασθενείς. Ωστόσο, δεν υπήρχε κάποια διαφορά ως
προς τον χρόνο ημίσειας ζωής και τη συσσώρευση της ιρβεσαρτάνης. Δεν είναι
απαραίτητη οποιαδήποτε ρύθμιση της δόσης στις γυναίκες ασθενείς. Οι τιμές AUC
και Cmax της ιρβεσαρτάνης ήταν επίσης ελαφρώς μεγαλύτερες σε ηλικιωμένα άτομα
(≥ 65 ετών) σε σύγκριση με εκείνες νεαρών ατόμων (18-40 ετών). Ωστόσο, ο τελικός
χρόνος ημίσειας ζωής δεν μεταβλήθηκε σημαντικά. Δεν είναι απαραίτητη
οποιαδήποτε μεταβολή της δόσης σε ηλικιωμένους ασθενείς.
Η ιρβεσαρτάνη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται τόσο μέσω χολικών όσο και
νεφρικών οδών. Μετά από είτε από του στόματος είτε ενδοφλέβια χορήγηση
14
C
ιρβεσαρτάνης, περίπου το 20% της ραδιενέργειας ανακτάται στα ούρα, και το
υπόλοιπο στα κόπρανα. Λιγότερο από το 2% της δόσης αποβάλλεται στα ούρα ως
αμετάβλητη ιρβεσαρτάνη.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η φαρμακοκινητική της ιρβεσαρτάνης αξιολογήθηκε σε 23 υπερτασικά παιδιά μετά
τη χορήγηση μονών και πολλαπλών ημερήσιων δόσεων ιρβεσαρτάνης (2 mg/kg) έως
και μία μέγιστη ημερήσια δόση 150 mg για τέσσερις εβδομάδες. Από αυτά τα 23
παιδιά, τα 21 ήταν αξιολογήσιμα για σύγκριση της φαρμακοκινητικής με εκείνη των
ενηλίκων (δώδεκα παιδιά άνω των 12 ετών, εννέα παιδιά μεταξύ 6 και 12 ετών). Τα
αποτελέσματα κατέδειξαν ότι η Cmax, η AUC και τα ποσοστά κάθαρσης ήταν
συγκρίσιμα με εκείνα που παρατηρήθηκαν σε ενήλικους ασθενείς που λάμβαναν 150
mg ιρβεσαρτάνης ημερησίως. Περιορισμένη συσσώρευση της ιρβεσαρτάνης (< 18%)
στο πλάσμα παρατηρήθηκε μετά από επαναλαμβανόμενη άπαξ ημερησίως
δοσολογία.
Έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας:
Σε ασθενείς με έκπτωση της νεφρικής
λειτουργίας ή σε εκείνους που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση, οι φαρμακοκινητικές
παράμετροι της ιρβεσαρτάνης δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Η ιρβεσαρτάνη δεν
απομακρύνεται μέσω αιμοκάθαρσης.
14
Έκπτωση της ηπατικής λειτουργίας:
Σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια κίρρωση, οι
φαρμακοκινητικές παράμετροι της ιρβεσαρτάνης δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Δεν
έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική βλάβη.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Δεν υπήρξαν ενδείξεις παθολογικής συστηματικής τοξικότητας ή τοξικότητας σε
όργανα-στόχους σε κλινικά σχετικές δόσεις. Σε μη κλινικές μελέτες ασφαλείας,
υψηλές δόσεις ιρβεσαρτάνης (≥ 250 mg/kg/ημέρα σε επίμυες και 100 mg/kg/ημέρα
σε πιθήκους macacus) προκάλεσαν μία μείωση των παραμέτρων των ερυθρών
αιμοσφαιρίων του αίματος (ερυθροκύτταρα, αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτης). Σε πολύ
υψηλές δόσεις (≥ 500 mg/kg/ημέρα) εκφυλιστικές μεταβολές στους νεφρούς (όπως
διάμεση νεφρίτιδα, σωληναριακή διάταση, βασεόφιλα σωληνάρια, αυξημένες
συγκεντρώσεις ουρίας και κρεατινίνης στο πλάσμα) προκλήθηκαν από την
ιρβεσαρτάνη στους επίμυες και στους πιθήκους macacus και θεωρείται ότι
οφείλονται στις υποτασικές επιδράσεις του φαρμακευτικού προϊόντος που οδήγησαν
σε μειωμένη νεφρική αιμάτωση. Επιπροσθέτως, η ιρβεσαρτάνη προκάλεσε
υπερπλασία/υπερτροφία των παρασπειραματικών νεφρικών κυττάρων (σε επίμυες ≥
90 mg/kg/ημέρα, σε πιθήκους macacus ≥ 10 mg/kg/ημέρα). Όλες αυτές οι μεταβολές
θεωρήθηκε ότι προκλήθηκαν από τη φαρμακολογική δράση της ιρβεσαρτάνης. Για
θεραπευτικές δόσεις της ιρβεσαρτάνης στους ανθρώπους, η υπερπλασία/υπερτροφία
των παρασπειραματικών νεφρικών κυττάρων δεν φαίνεται να έχει κάποια σχέση.
Δεν υπήρξαν ενδείξεις μεταλλαξιογένεσης, κλαστογένεσης ή καρκινογένεσης.
Η γονιμότητα και η αναπαραγωγική ικανότητα δεν επηρεάστηκαν σε μελέτες
αρσενικών και θηλυκών
αρουραίων ακόμα και σε από του στόματος δόσεις ιρβεσαρτάνης που προκαλούν
ορισμένες γονικές
τοξικότητες (από 50 έως 650 mg/kg/ημέρα), συμπεριλαμβανομένης της
θνησιμότητας στην
υψηλότερη δόση. Δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές επιπτώσεις στον αριθμό των
ωχρών σωματίων των
ωοθηκών, των εμφυτευμάτων ή των ζωντανών εμβρύων. Η ιρβεσαρτάνη δεν
επηρεάζει την επιβίωση,
την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγή απογόνων. Μελέτες σε ζώα δείχνουν ότι η
ραδιοσημασμένη
ιρβεσαρτάνη ανιχνεύεται σε έμβρυα αρουραίων και κουνελιών. Η ιρβεσαρτάνη
εκκρίνεται στο γάλα
των αρουραίων που θηλάζουν.
Μελέτες σε πειραματόζωα με την ιρβεσαρτάνη κατέδειξαν παροδικές τοξικές
επιδράσεις (αυξημένη δημιουργία κοιλοτήτων στη νεφρική πύελο, οίδημα στον
υδροουρητήρα ή υποδόριο οίδημα) σε έμβρυα επιμυών, τα οποία υποχώρησαν μετά τη
γέννηση. Σε κονίκλους, παρατηρήθηκε αποβολή ή πρόωρη απορρόφηση σε δόσεις που
προκαλούν σημαντική μητρική τοξικότητα, συμπεριλαμβανομένης της θνησιμότητας.
Δεν έχουν παρατηρηθεί τερατογόνες επιδράσεις σε επίμυες ή κονίκλους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου:
Καρμελλόζη νατριούχος διασταυρούμενη (E468)
Κυτταρίνη μικροκρυσταλλική (E460)
15
Υπρομελλόζη (E464)
Μαννιτόλη (E421)
Μαγνήσιο στεατικό (E572)
Πυριτίου οξείδιο κολλοειδές άνυδρο (E551)
Επικάλυψη δισκίου:
Κυτταρίνη υδροξυπροπυλική (E463)
Υπρομελλόζη (E464)
Μακρογόλη 6000
Τιτανίου διοξείδιο (E171)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
2 έτη
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν υπάρχουν ειδικές οδηγίες φύλαξης για αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Συσκευασίες blister (PVC/PVdC-Alu)
Περιέκτες δισκίων (HDPE) και πώμα από LDPE
Μεγέθη συσκευασιών:
Συσκευασίες blister:
Irbesartan/Actavis 75 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 14, 28, 30, 56, 84,
90, 98 δισκία
Irbesartan/Actavis 150 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 14, 28, 30, 56, 84,
90, 98 δισκία
Irbesartan/Actavis 300 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 14, 28, 30, 56, 84,
90, 98 δισκία
Περιέκτες δισκίων:
Irbesartan/Actavis 75 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 30, 60, 250 δισκία
Irbesartan/Actavis 150 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 30, 60, 250 δισκία
Irbesartan/Actavis 300 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία: 30, 60, 250 δισκία
Μπορεί να μην κυκλοφορούν στο εμπόριο όλα τα μεγέθη συσκευασίας.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός
Μη χρησιμοποιημένο υλικό ή απόβλητα θα πρέπει να απορρίπτονται σύμφωνα με τις
τοπικές προδιαγραφές.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Actavis Group PTC ehf
Reykyavikurvegur 76-78
220 Hafnarfjordur
16
Ισλανδία
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
75mg: 53592/12/22-1-2013
150mg: 1514/22-1-2013
300mg: 1515/22-1-2013
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
75mg: 14032/1-3-2010
150mg: 14034/1-3-2010
300mg: 14035/1-3-2010
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Οκτώβριος 2016
17