διάρκεια της μακροχρόνιας θεραπείας. Σε συνδυασμό με υδροχλωροθειαζίδη επιτυγχάνεται μία σημαντική
επιπρόσθετη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
Η αιφνίδια διακοπή της χορήγησης βαλσαρτάνης δεν έχει συσχετιστεί με επανεμφάνιση της υπέρτασης ή
άλλα ανεπιθύμητα κλινικά συμβάματα.
Σε υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και μικρολευκωματινουρία, η βαλσαρτάνη έχει καταδειχθεί
ότι μειώνει την απέκκριση της λευκωματίνης στα ούρα. Η μελέτη MARVAL (Μείωση της
Μικρολευκωματινουρίας με τη Βαλσαρτάνη) αξιολόγησε τη μείωση της απέκκρισης της λευκωματίνης στα
ούρα (UAE) με τη χρήση βαλσαρτάνης (80-160 mg/od) έναντι της χρήσης αμλοδιπίνης (5-10 mg/od) σε
332 ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 (μέση ηλικία: 58 έτη, 265 άνδρες) και μικρολευκωματινουρία
(βαλσαρτάνη: 58 μg/min, αμλοδιπίνη: 55,4 μg/min), φυσιολογική ή υψηλή αρτηριακή πίεση και
διατηρούμενη νεφρική λειτουργία (κρεατινίνη αίματος <120 μmol/l). Στις 24 εβδομάδες, η UAE ήταν
μειωμένη (p<0,001) κατά 42% (–24,2 μg/min, 95% CI: –40,4 έως –19,1) με τη βαλσαρτάνη και περίπου
κατά 3% (–1,7 μg/min, 95% CI: –5,6 έως 14,9) με την αμλοδιπίνη παρά τα παρόμοια ποσοστά μείωσης της
αρτηριακής πίεσης και στις δύο ομάδες.
Η μελέτη DROP (Μείωση της Πρωτεϊνουρίας με τη Βαλσαρτάνη) εξέτασε περαιτέρω την
αποτελεσματικότητα της βαλσαρτάνης ως προς τη μείωση της UAE σε 391 υπερτασικούς ασθενείς
(ΑΠ=150/88 mmHg) με διαβήτη τύπου 2, λευκωματινουρία (μέση τιμή=102 μg/min, 20-700 μg/min) και
διατηρούμενη νεφρική λειτουργία (μέση κρεατινίνη ορού = 80 μmol/l). Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε μία
από τις 3 δόσεις της βαλσαρτάνης (160, 320 και 640 mg/od) και έλαβαν θεραπεία για 30 εβδομάδες. Ο
σκοπός της μελέτης ήταν ο προσδιορισμός της βέλτιστης δόσης της βαλσαρτάνης για τη μείωση της UAE σε
υπερτασικούς ασθενείς με διαβήτη τύπου 2. Στις 30 εβδομάδες, η ποσοστιαία μεταβολή της UAE ήταν
σημαντικά μειωμένη κατά 36% από την έναρξη της θεραπείας με βαλσαρτάνη 160 mg (95% CI: 22 έως
47%) και κατά 44% με βαλσαρτάνη 320 mg (95% CI: 31 έως 54% Εξήχθη το συμπέρασμα ότι μία δόση
160-320 mg βαλσαρτάνης προκάλεσε κλινικά σχετικές μειώσεις της UAE σε υπερτασικούς ασθενείς με
διαβήτη τύπου 2.
Πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου
Η μελέτη VALIANT (Μελέτη της Βαλσαρτάνης στο Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου) ήταν μία
τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, πολυεθνική, διπλά τυφλή μελέτη σε 14.703 ασθενείς με οξύ έμφραγμα του
μυοκαρδίου και σημεία, συμπτώματα ή ακτινολογικές ενδείξεις συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας ή/και
ενδείξεις συστολικής δυσλειτουργίας της αριστερής κοιλίας (η οποία είχε εκδηλωθεί ως κλάσμα εξώθησης
≤ 40% σύμφωνα με ραδιοϊσοτοπική κοιλιογραφία ή ≤ 35% σύμφωνα με ηχοκαρδιογραφία ή αγγειογραφία
κοιλιών με σκιαγραφικό μέσο). Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν, εντός 12 ωρών έως 10 ημερών από την
έναρξη των συμπτωμάτων του εμφράγματος του μυοκαρδίου, σε ομάδες για να λάβουν βαλσαρτάνη,
καπτοπρίλη ή τον συνδυασμό και των δύο. Η μέση διάρκεια της θεραπείας ήταν δύο έτη. Το κύριο τελικό
σημείο ήταν ο χρόνος έως τη θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας.
Η βαλσαρτάνη ήταν εξίσου αποτελεσματική με την καπτοπρίλη ως προς τη μείωση της θνησιμότητας πάσης
αιτιολογίας μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Η θνησιμότητα πάσης αιτιολογίας ήταν παρόμοια στις
ομάδες της βαλσαρτάνης (19,9%), της καπτοπρίλης (19,5%) και του συνδυασμού βαλσαρτάνης και
καπτοπρίλης (19,3%). Ο συνδυασμός βαλσαρτάνης και καπτοπρίλης δεν επέφερε επιπρόσθετο όφελος έναντι
της χορήγησης μόνο καπτοπρίλης.
Δεν σημειώθηκε διαφορά μεταξύ της βαλσαρτάνης και της καπτοπρίλης ως προς τη θνησιμότητα πάσης
αιτιολογίας με βάση την ηλικία, το φύλο, τη φυλή, τις θεραπείες που λαμβάνονταν κατά την έναρξη της
μελέτης ή την υποκείμενη νόσο. Η βαλσαρτάνη ήταν επίσης αποτελεσματική ως προς την παράταση του
χρόνου έως την εμφάνιση θνησιμότητας καρδιαγγειακής αιτιολογίας και τη μείωση της θνησιμότητας
καρδιαγγειακής αιτιολογίας, τις νοσηλείες για καρδιακή ανεπάρκεια, την υποτροπή του εμφράγματος του
μυοκαρδίου, την καρδιακή ανακοπή με καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση και το μη θανατηφόρο αγγειακό
εγκεφαλικό επεισόδιο (δευτερεύον σύνθετο τελικό σημείο).
Το προφίλ ασφαλείας της βαλσαρτάνης εναρμονιζόταν με την κλινική πορεία των ασθενών που λάμβαναν
θεραπεία μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου. Σε σχέση με τη νεφρική λειτουργία, παρατηρήθηκε
διπλασιασμός των επιπέδων κρεατινίνης ορού στο 4,2% των ασθενών που λάμβαναν βαλσαρτάνη, το 4,8%
των ασθενών που λάμβαναν τον συνδυασμό βαλσαρτάνης και καπτοπρίλης και το 3,4% των ασθενών που
λάμβαναν καπτοπρίλη. Διακοπή της θεραπείας λόγω της εμφάνισης διαφόρων τύπων νεφρικής
δυσλειτουργίας σημειώθηκε στο 1,1% των ασθενών που λάμβαναν βαλσαρτάνη, το 1,3% των ασθενών που
λάμβαναν τον συνδυασμό βαλσαρτάνης και καπτοπρίλης και το 0,8% των ασθενών που λάμβαναν
καπτοπρίλη. Μία αξιολόγηση της νεφρικής λειτουργίας θα πρέπει να περιλαμβάνεται στην αξιολόγηση των
ασθενών μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου.
13