1
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ
ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
2
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Kerstipon 3 mg καψάκιο, σκληρό
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Kάθε καψάκιο περιέχει rivastigmine hydrogen tartrate ισοδύναμη με 3 mg rivastigmine.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Καψάκιο, σκληρό
Σκληρά καψάκια ζελατίνης με πορτοκαλόχρωμο κάλυμμα και πορτοκαλί σώμα και
περιέχει σκόνη υπόλευκη.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική θεραπεία ήπιας έως μέτριας βαρύτητας άνοιας Alzheimer.
Συμπτωματική θεραπεία ήπιας έως μέτριας βαρύτητας άνοιας σε ασθενείς με ιδιοπαθή
νόσο του
Parkinson.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Εναρκτήρια δόση
1,5 mg δύο φορές ημερησίως.
Προσδιορισμός δόσης
Η εναρκτήρια δόση είναι 1,5 mg δύο φορές ημερησίως. Εάν η δόση αυτή γίνει καλά
ανεκτή ύστερα από τουλάχιστον δύο εβδομάδες θεραπείας, η δοσολογία μπορεί να
αυξηθεί σε 3 mg δύο φορές ημερησίως. Αφού διατηρηθεί σε αυτό το δοσολογικό επίπεδο
επί τουλάχιστον 2 εβδομάδες, μπορεί να εξετάζεται το ενδεχόμενο διαδοχικής αύξησης
σε 4,5 mg και ακολούθως σε 6 mg δύο φορές ημερησίως, εφ’ όσον είναι καλή η ανοχή
στην παρούσα δόση.
Εάν παρατηρηθούν ανεπιθύμητες αντιδράσεις (π.χ. ναυτία, έμετος, κοιλιακό άλγος ή
απώλεια όρεξης), μείωση βάρους ή επιδείνωση των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων
(π.χ. τρόμος) σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του Parkinson κατά τη
διάρκεια της θεραπείας, αυτές ενδέχεται να υποχωρήσουν όταν παραλειφθεί μία ή
περισσότερες δόσεις. Εάν εμμένουν, τότε η ημερήσια δόση πρέπει προσωρινά να
μειωθεί στο αμέσως προηγούμενο δοσολογικό επίπεδο που έγινε καλά ανεκτό ή να
διακοπεί η θεραπεία.
Δόση συντήρησης
Η αποτελεσματική δόση είναι 3 έως 6 mg, δύο φορές ημερησίως. Για την επίτευξη
του μέγιστου θεραπευτικού οφέλους, οι ασθενείς θα πρέπει να διατηρούνται στη
μέγιστη καλά ανεκτή δόση. Η συνιστώμενη μέγιστη ημερήσια δόση είναι 6 mg δύο
φορές ημερησίως.
Η θεραπεία συντήρησης μπορεί να συνεχισθεί για όσο διάστημα υπάρχει θεραπευτικό
3
όφελος για τον ασθενή. Για το λόγο αυτό, το κλινικό όφελος της rivastigmine θα
πρέπει να εκτιμάται εκ νέου ανά τακτά χρονικά διαστήματα ειδικά στους ασθενείς που
λαμβάνουν δόσεις μικρότερες από 3 mg, δύο φορές ημερησίως. Εάν μετά από 3 μήνες
θεραπείας με τη δόση συντήρησης η μείωση της συχνότητας των συμπτωμάτων άνοιας
δεν έχει μεταβληθεί ικανοποιητικά, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί. Θα πρέπει
επίσης να λαμβάνεται υπ’ όψιν το ενδεχόμενο της διακοπής της θεραπείας, εφ’ όσον
δεν φαίνονται πλέον ενδείξεις θεραπευτικής δράσης.
Η ατομική ανταπόκριση στη rivastigmine δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ωστόσο, αυξημένο
θεραπευτικό αποτέλεσμα είχε φανεί σε ασθενείς με νόσο του Parkinson με μέτρια
άνοια. Ομοίως μεγαλύτερο όφελος έχει παρατηρηθεί σε ασθενείς με νόσο του
Parkinson με οπτικές παραισθήσεις (βλ. παράγραφο 5.1).
Δεν έχει μελετηθεί το αποτέλεσμα της δράσης σε ελεγχόμενες έναντι μελετών με
εικονικό φάρμακο διάρκειας πάνω από 6 μήνες.
Επανέναρξη της θεραπείας
Εάν η θεραπευτική αγωγή διακοπεί για περισσότερες από τρείς μέρες η επανέναρξη θα
πρέπει να γίνεται με 1,5 mg δύο φορές ημερησίως.
Ο προσδιορισμός της δόσης θα πρέπει να γίνεται όπως περιγράφεται πιο πάνω.
Νεφρική και ηπατική δυσλειτουργία
Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική
ή ηπατική ανεπάρκεια. Ωστόσο, λόγω αυξημένης έκθεσης θα πρέπει σε αυτό τον
πληθυσμό να τηρούνται επακριβώς οι συστάσεις για τον προσδιορισμό της δόσης
ανάλογα με την ατομική ανεκτικότητα καθώς οι ασθενείς με κλινικά σημαντική
νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια ενδέχεται να αντιμετωπίσουν περισσότερες
δοσοεξαρτώμενες ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια δεν έχουν μελετηθεί, ωστόσο τα Kerstipon
καψάκια μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε αυτό τον πληθυσμό ασθενών δεδομένου ότι
ασκείται στενή παρακολούθηση (βλ. παραγράφους 4.4 και 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Δεν υπάρχει σχετική χρήση του Kerstipon στον παιδιατρικό πληθυσμό για τη θεραπεία
της νόσου του Alzheimer.
Τρόπος χορήγησης
Η έναρξη και η επίβλεψη της θεραπείας θα πρέπει να γίνεται από ιατρό με εμπειρία
στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της άνοιας Alzheimer ή της άνοιας που
σχετίζεται με την νόσο του Parkinson. Η διάγνωση θα πρέπει να τίθεται σύμφωνα με
τις ισχύουσες κατευθυντήριες οδηγίες. Η χορήγηση θεραπείας με rivastigmine θα
πρέπει να αρχίζει μόνο εφ’ όσον υπάρχει κάποιο άτομο που θα φροντίζει τον ασθενή
και θα εποπτεύει τακτικά τη λήψη του φαρμακευτικού προϊόντος από αυτόν.
Η rivastigmine θα πρέπει να χορηγείται δύο φορές ημερησίως, με το πρωινό και το
βραδινό γεύμα. Τα καψάκια θα πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα.
4.3 Αντενδείξεις
Η χρήση αυτού του φαρμακευτικού προϊόντος αντενδείκνυται σε ασθενείς με γνωστή
υπερευαισθησία στη δραστική ουσία rivastigmine, σε άλλα καρβαμικά παράγωγα ή σε
κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
Προηγούμενο ιστορικό αντιδράσεων της θέσης εφαρμογής καταδεικνύωντας πιθανή
αλλεργική δερματίτιδα από επαφή με έμπλαστρο rivastigmine (βλ. παράγραφο 4.4).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
4
Η συχνότητα και σοβαρότητα των ανεπιθύμητων αντιδράσεων αυξάνει γενικά με τις
μεγαλύτερες δόσεις. Εάν η θεραπευτική αγωγή διακοπεί για περισσότερες από τρείς
μέρες η επανέναρξη θα πρέπει να γίνεται με 1,5 mg δύο φορές ημερησίως ώστε να
μειωθεί η πιθανότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών (π.χ. περιστατικό εμέτου).
Έχουν γίνει σπάνιες αναφορές μετά την κυκλοφορία για ασθενείς οι οποίοι
αντιμετώπισαν γενικευμένες δερματικές αντιδράσεις υπερευαισθησίας, κατά την
χορήγηση rivastigmine, ανεξαρτήτως της οδού χορήγησης (από του στόματος,
διαδερμικά). Σε αυτές τις περιπτώσεις, η θεραπεία θα πρέπει να διακοπεί (βλ.
παράγραφο 4.3).
Θα πρέπει να δίνονται οι κατάλληλες οδηγίες στους ασθενείς και τους φροντιστές.
Προσδιορισμός δοσολογίας: Αμέσως μετά την αύξηση της δόσης έχουν παρατηρηθεί
ανεπιθύμητες αντιδράσεις (π.χ. υπέρταση και παραισθήσεις σε ασθενείς με άνοια
Alzheimer και επιδείνωση των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων, ιδιαίτερα τον τρόμο, σε
ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με νόσο του Parkinson). Πιθανά με την μείωση της
δοσολογίας αυτές να υποχωρούν. Σε άλλες περιπτώσεις, η rivastigmine έχει διακοπεί
(βλ. παράγραφο 4.8).
Γαστρεντερικές διαταραχές, όπως ναυτία, έμετος και διάρροια είναι δοσοεξαρτώμενες
και μπορεί να εμφανισθούν ιδιαίτερα κατά την έναρξη της θεραπείας ή/και κατά την
αύξηση της δοσολογίας (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτές οι ανεπιθύμητες αντιδράσεις
εμφανίζονται πιο συχνά σε γυναίκες. Οι ασθενείς που εμφανίζουν αυτά τα σημεία ή
συμπτώματα αφυδάτωσης από παρατεταμένο έμετο ή διάρροια μπορούν να
αντιμετωπίζονται με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και μείωση της δόσης ή διακοπή της
χορήγησης εάν διαγνωστεί και αντιμετωπιστεί έγκαιρα. Η αφυδάτωση μπορεί να
συσχετιστεί με σοβαρές συνέπειες.
Οι ασθενείς με νόσο Alzheimer μπορεί να χάνουν βάρος. Οι αναστολείς της
ακετυλοχολινεστεράσης, συμπεριλαμβανόμενης της rivastigmine, έχουν
συσχετισθεί με απώλεια βάρους σε αυτούς τους ασθενείς. Κατά την διάρκεια της
αγωγής, το βάρος του ασθενούς πρέπει να παρακολουθείται.
Στην περίπτωση έντονου εμέτου σχετιζόμενου με τη θεραπεία με rivastigmine, πρέπει
να γίνεται κατάλληλη προσαρμογή της δοσολογίας όπως συνιστάται στην παράγραφο
4.2. Μερικές περιπτώσεις έντονου εμέτου συνδυάστηκαν με ρήξη του οισοφάγου (βλ.
παράγραφο 4.8). Αυτές οι εκδηλώσεις φαίνεται να παρουσιάζονται ιδιαίτερα μετά από
αυξήσεις της δοσολογίας ή υψηλές δόσεις της rivastigmine.
Η rivastigmine μπορεί να προκαλέσει βραδυκαρδία η οποία αποτελεί παράγοντα
κινδύνου για την εμφάνιση πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας, κυρίως σε ασθενείς
με παράγοντες κινδύνου. Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς που διατρέχουν υψηλότερο
κίνδυνο ανάπτυξης πολύμορφης κοιλιακής ταχυκαρδίας, για παράδειγμα, σε άτομα με
μη αντιρροπούμενη καρδιακή ανεπάρκεια, πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου,
βραδυαρρυθμίες, με προδιάθεση για υποκαλιαιμία ή υπομαγνησιαιμία, ή σε άτομα που
κάνουν ταυτόχρονη χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που είναι γνωστό ότι
προκαλούν παράταση του διαστήματος QT και/ή πολύμορφη κοιλιακή ταχυκαρδία
(βλέπε παραγράφους 4.5 και 4.8).
Απαιτείται προσοχή κατά τη χορήγηση της rivastigmine σε ασθενείς με σύνδρομο
νοσούντος φλεβοκόμβου ή διαταραχές της καρδιακής αγωγιμότητας
(φλεβοκομβο-κολπικός αποκλεισμός, κολποκοιλιακός αποκλεισμός.) (βλ.
παράγραφο 4.8).
Η rivastigmine ενδέχεται να προκαλέσει αυξημένες εκκρίσεις γαστρικού οξέος.
Απαιτείται προσοχή κατά τη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με ενεργά γαστρικά
έλκη ή έλκη του δωδεκαδάκτυλου ή ασθενών που εμφανίζουν προδιάθεση σε τέτοια
5
νοσήματα.
Οι αναστολείς χολινεστεράσης θα πρέπει να συνταγογραφούνται με προσοχή σε
ασθενείς με ιστορικό άσθματος ή αποφρακτικής πνευμονικής νόσου.
Οι χολινομιμητικές ενώσεις ενδέχεται να επαγάγουν ή να επιδεινώνουν φαινόμενα
όπως την απόφραξη ουροφόρων οδών και τις επιληπτικές κρίσεις. Συνιστάται
προσοχή κατά τη θεραπευτική αντιμετώπιση ασθενών με προδιάθεση γι’ αυτού του
είδους τα νοσήματα.
Η χρήση της rivastigmine σε ασθενείς με βαριά άνοια Alzheimer ή με άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson, άλλους τύπους άνοιας ή άλλους τύπους
εξασθένησης της μνήμης (π.χ. σχετιζόμενη με την ηλικία εξασθένηση των γνωστικών
λειτουργιών) δεν έχει διερευνηθεί, και επομένως η χρήση σε αυτούς τους ασθενείς δεν
συνιστάται.
Όπως και οι άλλες χολινομιμητικές ενώσεις, η rivastigmine μπορεί να επιδεινώσει ή
να επαγάγει τα εξωπυραμιδικά συμπτώματα. Έχει παρατηρηθεί επιδείνωση
(συμπεριλαμβανομένης βραδυκινησίας, δυσκινησίας, ανωμαλίας στο βάδισμα) και
μια αυξημένη συχνότητα ή σοβαρότητα του τρόμου σε ασθενείς με άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson (βλ. παράγραφο 4.8). Αυτά τα περιστατικά
οδήγησαν σε διακοπή της rivastigmine σε μερικές περιπτώσεις (π.χ. διακοπές της
rivastigmine λόγω του τρόμου 1,7% έναντι 0% με εικονικό φάρμακο). Συνιστάται
κλινικός έλεγχος γι’ αυτές τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις.
Ειδικός πληθυσμός
Ασθενείς με κλινικά σημαντική νεφρική ή ηπατική ανεπάρκεια ενδέχεται να
αντιμετωπίσουν
περισσότερες ανεπιθύμητες αντιδράσεις (βλ. παράγραφο 4.2 και 5.2). Οι συστάσεις για
τον προσδιορισμό της δόσης ανάλογα με την ατομική ανεκτικότητα πρέπει να
τηρούνται επακριβώς. Δεν έχουν διεξαχθεί μελέτες σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική
ανεπάρκεια. Ωστόσο, το Kerstipon μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αυτό τον πληθυσμό
ασθενών και απαιτείται στενή παρακολούθηση.
Ασθενείς με σωματικό βάρος κάτω των 50 kg ενδέχεται να παρουσιάσουν περισσότερες
ανεπιθύμητες αντιδράσεις και έχουν περισσότερες πιθανότητες διακοπής της
θεραπείας λόγω
ανεπιθύμητων αντιδράσεων.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Ως αναστολέας χολινεστεράσης, η rivastigmine ενδέχεται να ενισχύσει τη δράση
των μυοχαλαρωτικών τύπου σουκινυλοχολίνης κατά τη διάρκεια της αναισθησίας.
Συνιστάται προσοχή στην επιλογή των αναισθητικών παραγόντων. Πιθανή
προσαρμογή της δοσολογίας ή προσωρινή διακοπή της θεραπείας, μπορεί να
εξετασθούν εάν χρειάζεται.
Εξ αιτίας των φαρμακοδυναμικών της ενεργειών και των πιθανών αθροιστικών
δράσεων, η rivastigmine δεν πρέπει να συγχορηγείται με άλλες χολινομιμητικές
ουσίες. Η rivastigmine επίσης ενδέχεται να επηρεάσει τη δράση των
αντιχολινεργικών φαρμακευτικών προϊόντων (π.χ. οξυβουτυνίνη, τολτεροδίνη).
Έχουν παρατηρηθεί αθροιστικές επιδράσεις με τη συνδυαστική χρήση διαφόρων βήτα
αναστολέων (συμπεριλαμβαμένης της ατενολόλης) και της rivastigmine οι οποίες
οδήγησαν σε βραδυκαρδία (οι οποία ενδέχεται να είχε ως αποτέλεσμα τη συγκοπή). Οι
καρδιαγγειακοί βήτα αναστολείς αναμένεται να συσχετίζονται με τον υψηλότερο
κίνδυνο, αλλά έχουν επίσης ληφθεί αναφορές για ασθενείς που χρησιμοποιούσαν
άλλους βήτα αναστολείς. Επομένως θα πρέπει να επιδεικνύεται προσοχή όταν η
6
rivastigmine χορηγείται σε συνδυασμό με βήτα αναστολείς καθώς και επίσης με
άλλους παράγοντες που ενδέχεται να προκαλέσουν βραδυκαρδία (π.χ. αντιαρρυθμικοί
παράγοντες τάξης III, ανταγωνιστές διαύλων ασβεστίου, γλυκοσίδες δακτυλίτιδας,
πιλοκαρπίνη).
Καθώς η βραδυκαρδία αποτελεί ένα παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση κοιλιακής
ταχυκαρδίας δίκην ριπιδίου, ο συνδυασμός της rivastigmine με φαρμακευτικά
προϊόντα που ενδέχεται να επάγουν την κοιλιακή ταχυκαρδία δίκην ριπιδίου όπως
αντιψυχωσικά δηλ. μερικές φαινοθειαζίνες (χλωροπρομαζίνη, λεβομεπρομαζίνη),
βενζαμίδες (σουλπιρίδη, σουλτοπρίδη, αμιλσουλπρίδη, τριαπίδη, βεραλιπρίδη),
πιμοζίδη, αλοπεριδόλη, δροπεριδόλη, σισαπρίδη, σιταλοπράμη, διφαιμανίλη,
ερυθρομυκίνη IV, αλοφαντρίνη, μιζολαστίνη, μεθαδόνη, πενταμιδίνη και μοξιφλοξασίνη
πρέπει να παρακολουθείται με προσοχή και ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η κλινική
παρακολούθηση (ηλεκτροκαρδιογράφημα).
Δεν έχουν παρατηρηθεί φαρμακοκινητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της rivastigmine
και διγοξίνης, βαρφαρίνης, διαζεπάμης ή φλουοξετίνης σε μελέτες που έγιναν με υγιείς
εθελοντές. Η αύξηση του χρόνου προθρομβίνης που προκαλείται από τη βαρφαρίνη δεν
επηρεάζεται από τη χορήγηση rivastigmine. Δεν έχουν παρατηρηθεί δυσμενείς
επιδράσεις στη καρδιακή αγωγιμότητα ύστερα από τη συγχορήγηση διγοξίνης και
rivastigmine.
Σύμφωνα με τον μεταβολισμό της, εμφανίζεται απίθανο το ενδεχόμενο μεταβολικών
αλληλεπιδράσεων με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα, αν και η rivastigmine μπορεί να
αναστέλλει τον μεταβολισμό άλλων ουσιών, ο οποίος λαμβάνει χώρα με τη
μεσολάβηση της βουτυρυλοχολινεστεράσης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Σε κυοφορούντα ζώα, η rivastigmine και/ή οι μεταβολίτες διαπέρασαν τον
πλακούντα. Δεν είναι γνωστό εάν αυτό παρουσιάζεται και στον άνθρωπο. Δεν
διατίθενται κλινικά δεδομένα σχετικά με έκθεση κατά την εγκυμοσύνη στη
rivastigmine. Σε μελέτες περιγεννητικής / μεταγεννητικής ανάπτυξης που έγιναν σε
επίμυες, παρατηρήθηκε αυξημένη διάρκεια κυοφορίας. Η rivastigmine δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εκτός εάν είναι σαφώς
απαραίτητο.
Θηλασμός
Στα ζώα η rivastigmine απεκκρίνεται στο γάλα. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο η
rivastigmine απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Γι αυτό τον λόγο, οι γυναίκες που
λαμβάνουν rivastigmine, δεν θα πρέπει να θηλάζουν.
Γονιμότητα
Δεν παρατηρήθηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες στη γονιμότητα ή στην αναπαραγωγική
απόδοση σε επίμυες (βλ. παράγραφο 5.3). Οι επιδράσεις της rivastigmine στην
ανθρώπινη γονιμότητα δεν είναι γνωστές.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων
Η νόσος του Alzheimer μπορεί να προκαλέσει σταδιακή άμβλυνση της ικανότητας
για οδήγηση ή να διακυβεύσει την ικανότητα χειρισμού μηχανημάτων. Επιπλέον, η
rivastigmine μπορεί να προκαλέσει ζάλη και υπνηλία, κυρίως κατά την έναρξη της
θεραπείας ή κατά την αύξηση της δοσολογίας. Συνεπώς, η rivastigmine έχει μικρή ή
μέτρια επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Για το λόγο
αυτό, θα πρέπει να γίνεται συχνή αξιολόγηση της ικανότητας για οδήγηση και
χειρισμό πολύπλοκων μηχανημάτων ασθενών με άνοια που λαμβάνουν θεραπεία με
rivastigmine από τον θεράποντα ιατρό.
7
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι οι γαστρεντερικές
συμπεριλαμβανομένης της ναυτίας (38%) και του έμετου (23%), ιδιαίτερα κατά την
διάρκεια της τιτλοδότησης. Στις κλινικές μελέτες φάνηκε ότι οι γυναίκες ασθενείς
είναι περισσότερο ευαίσθητες από τους άρρενες ασθενείς στις ανεπιθύμητες ενέργειες
από το γαστρεντερικό και στην απώλεια βάρους.
Λίστα ανεπιθύμητων ενεργειών υπό μορφή πίνακα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες στον Πίνακα 1 και Πίνακα 2 παρατίθενται σύμφωνα με το
σύστημα οργάνων και την κατηγορία συχνότητας κατά MedDRA. Οι κατηγορίες
συχνότητας καθορίζονται χρησιμοποιώντας την ακόλουθη σύμβαση: πολύ συχνές
(≥1/10), συχνές (≥1/100 έως <1/10), όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100), σπάνιες
(≥1/10.000 έως <1/1.000), πολύ σπάνιες (<1/10.000) μη γνωστές (δεν μπορούν να
εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες, που ταξινομούνται στον παρακάτω Πίνακα 1,
έχουν συγκεντρωθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν θεραπεία για τη νόσο του Alzheimer με
rivastigmine.
Πίνακας 1
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
Πολύ
Λοιμώξεις του ουροποιητικού
Διαταραχές του μεταβολισμού και
της θρέψης
Πολύ συχνές
Συχνές
Μη γνωστές
Ανορεξία
Μειωμένη όρεξη
Αφυδάτωση
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Όχι συχνές
Όχι συχνές
Πολύ
σπάνιες
Μη
γνωστές
Εφιάλτες
Ανησυχία
Σύγχυση
Άγχος
Αϋπνία
Κατάθλιψη
Ψευδαισθή
σεις
Επιθετικότητα, ανησυχία
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ
συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Όχι συχνές
Σπάνιες
Ζάλη
Πονοκέφαλ
ος Υπνηλία
Τρόμος
Συγκοπή
Επιληπτική κρίση
Εξωπυραμιδικά συμπτώματα
(συμπεριλαμβανομένης της επιδείνωσης
Καρδιακές
διαταραχές
Σπάνιες
Πολύ σπάνιες
Μη γνωστές
Στηθάγχη
Καρδιακή αρρυθμία (π.χ. βραδυκαρδία,
κολποκοιλιακός αποκλεισμός, κολπική
μαρμαρυγή και ταχυκαρδία)
Σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου
Αγγειακές διαταραχές
Πολύ σπάνιες
Υπέρταση
8
Διαταραχές του γαστρεντερικού
συστήματος
Πολύ
συχνές
Πολύ
συχνές
Πολύ
συχνές
Συχνές
Σπάνιες
Ναυτία
Έμετος
Διάρροι
α
Κοιλιακός πόνος και
δυσπεψία Γαστρικό και
δωδεκαδακτυλικό έλκος
Γαστρεντερική αιμορραγία
Παγκρεατίτιδα
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Όχι συχνές
Αυξημένες τιμές στις ηπατικές δοκιμασίες
Ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συχνές
Σπάνιες
Μη γνωστές
Υπερίδρωση
Εξάνθημα
Κνησμός, γενικευμένες δερµατικές
αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Συχνές
Συχνές
Κόπωση και αδυναμία
Κακουχία
Πτώση
Παρακλινικές εξετάσεις
Συχνές
Απώλεια βάρους
Ο πίνακας 2 δείχνει τις ανεπιθύμητες αντιδράσεις που αναφέρθηκαν σε κλινικές
μελέτες που διεξήχθηκαν σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με τη νόσο του
Parkinson οι οποίοι έκαναν θεραπεία με rivastigmine κάψουλες.
Πίνακας 2
Διαταραχές του μεταβολισμού και
της θρέψης
Συχνές
Συχνές
Μειωμένη όρεξη
Αφυδάτωση
Ψυχιατρικές διαταραχές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Μη γνωστές
Αϋπνία
Άγχος
Ανησυχία
Ψευδαίσθηση
οπτική
Κατάθλιψη
Επιθετικότητα
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
Πολύ
συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Συχνές
Τρόμος
Ζάλη
Υπνηλί
α
Πονοκέφαλος
Επιδείνωση της νόσου του Parkinson
Βραδυκινησία
Δυσκινησία
Υποκινησία
Σημείο οδοντωτού τροχού
Δυστονία
9
Καρδιακές
διαταραχές
Συχνές
Όχι συχνές
Όχι συχνές
Βραδυκαρδία
Κολπική μαρμαρυγή
Κολποκοιλιακός
αποκλεισμός
Αγγειακές
διαταραχές
Συχνές
Υπέρταση
Υπόταση
Διαταραχές του γαστρεντερικού
Πολύ
συχνές
Πολύ
συχνές
Συχνές
Ναυτία
Έμετος
Διάρροι
α
Κοιλιακός πόνος και δυσπεψία
Διαταραχές του ήπατος και των
χοληφόρων
Μη γνωστές
Ηπατίτιδα
Διαταραχές του δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Συχνές
Μη γνωστές
Υπερίδρωση
Γενικευμένες δερµατικές αντιδράσεις
υπερευαισθησίας
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
Πολύ συχνές
Συχνές
Συχνές
Πτώση
Κόπωση και εξασθένιση
Βάδισμα μη φυσιολογικό
Βάδισμα Parkinson
Ο πίνακας 3 καταγράφει τον αριθμό και το ποσοστό των ασθενών από την ίδια
μελέτη 24-εβδομάδων σε ασθενείς με άνοια που σχετίζεται με τη νόσο του
Parkinson οι οποίοι έκαναν θεραπεία με rivastigmine, με προκαθορισμένα
ανεπιθύμητα συμβάματα τα οποία μπορεί να αντανακλούν επιδείνωση των
παρκινσονικών συμπτωμάτων.
Πίνακας 3
Προκαθορισμένα ανεπιθύμητα συμβάματα
τα οποία μπορεί να αντανακλούν
επιδείνωση των παρκινσονικών
συμπτωμάτων σε ασθενείς με άνοια που
Rivastigm
ine n
(%)
Εικονικό
φάρμακο
n
(%)
Σύνολο ασθενών που μελετήθηκαν
Σύνολο ασθενών με προκαθορισμένες Α.Ε.
362 (100)
99 (27,3)
179 (100)
28 (15,6)
10
Τρόμος
Πτώση
Νόσος του Parkinson (επιδείνωση)
Υπερέκκριση
σιέλου
Δυσκινησία
Παρκινσονισμός
Υποκινησία
Διαταραχές
κίνησης
Βραδυκινησία
Δυστονία
Μη φυσιολογικός βηματισμός
Μυϊκή δυσκαμψία
Διαταραχή
ισορροπίας
37
(10,2)
21 (5,8)
12(3,3)
5
(1,4)
5
(1,4)
8
(2,2)
1
(0,3)
1
(0,3)
9
(2,5)
7
(3,9)
11
(6,1)
2
(1,1)
0
1
(0,6)
1
(0,6)
0
0
3
(1,7)
1
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας
κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή
παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται
από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες
ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του
Εθνικού Οργανισμού Φαρμάκων
Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
.
4.9 Υπερδοσολογία
Συμπτώματα
Τα περισσότερα περιστατικά τυχαίας υπέρβασης της δοσολογίας δεν συνοδεύονταν με
κλινικά σημεία ή συμπτώματα, ενώ σχεδόν όλοι οι εμπλεκόμενοι ασθενείς συνέχισαν
τη θεραπεία με rivastigmine 24 ώρες μετά από την υπέρβαση της δοσολογίας.
Έχει αναφερθεί χολινεργική τοξικολογία με μουσκαρινικά συμπτώματα τα οποία
παρατηρούνται με μετρίου βαθμού δηλητηριάσεις όπως μύση, έξαψη, πεπτικές
διαταραχές συμπεριλαμβανομένων του κοιλιακού άλγους, ναυτίας, εμέτου και
διάρροιας, βραδυκαρδίας, βρογχόσπασμούς και αυξημένων βρογχικών εκκρίσεων,
υπερίδρωσία, ακούσιας ούρησης και/ή αφόδευσης, δακρύρροιας, υπότασης και
υπερέκρισης σιέλου.
Σε περισσότερο σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να αναπτυχθούν νικοτινικές επιδράσεις
όπως μυϊκή αδυναμία, ακούσιες μυϊκές συσπάσεις, κρίσεις και αναπνευστική ανακοπή
με πιθανή μοιραία έκβαση.
Επιπρόσθετα έχουν παρουσιαστεί μετά την κυκλοφορία του προϊόντος περιστατικά
ζάλης, τρόμου, κεφαλαλγίας, υπνηλίας, συγχυτικής κατάστασης, υπέρτασης,
παραισθήσεις και αίσθημα κακουχίας.
Διαχείριση
Δεδομένου ότι ο χρόνος ημισείας ζωής της rivastigmine στο πλάσμα είναι περίπου 1
ώρα και η διάρκεια αναστολής της ακετυλοχολινεστεράσης είναι περίπου 9 ώρες, σε
περιπτώσεις ασυμπτωματικής υπερδοσολογίας συνιστάται να μην χορηγείται άλλη
δόση της rivastigmine για τις ακόλουθες 24 ώρες. Σε υπερδοσολογία που συνοδεύεται
11
από βαριά ναυτία και έμετο, θα πρέπει να εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης
αντιεμετικών. Συμπτωματική θεραπεία για άλλες ανεπιθύμητες αντιδράσεις θα
πρέπει να χορηγείται όπως απαιτείται.
Σε υπέρμετρη υπερδοσολογία μπορεί να χορηγηθεί ατροπίνη. Συνιστάται αρχική
δόση 0,03 mg/kg θειικής ατροπίνης σε ενδοφλέβια χορήγηση, ακολουθούμενη από
επόμενες δόσεις με βάση την κλινική ανταπόκριση
.
Η χρήση σκοπολαμίνης ως
αντιδότου δεν συνιστάται.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: ψυχοαναληπτικά, αναστολέας χολινεστεράσης,
κωδικός ATC: Ν06DΑ03.
Μηχανισμός δράσης
Η rivastigmine είναι ένας αναστολέας της ακετυλο-και βουτυρυλχολινεστεράσης
καρβαμικού τύπου, που πιστεύεται ότι διευκολύνει τη χολινεργική νευροδιαβίβαση
επιβραδύνοντας την αποικοδόμηση της ακετυλοχολίνης που απελευθερώνεται από
όσους χολινεργικούς νευρώνες διατηρούν τη λειτουργικότητά τους. Έτσι, η
rivastigmine ενδέχεται να έχει βελτιωτική δράση σε γνωσιακά ελλείμματα
χολινεργικής μεσολάβησης στην άνοια σχετιζόμενη με τη νόσο Alzheimer και τη νόσο
του Parkinson.
Η rivastigmine αλληλεπιδρά με τα ένζυμα-στόχους της σχηματίζοντας σύμπλοκο
ομοιοπολικού δεσμού, με αποτέλεσμα την προσωρινή αδρανοποίηση των ενζύμων. Σε
νεαρούς υγιείς ανθρώπους, μία από του στόματος δόση 3 mg μειώνει τη δράση της
ακετυλοχολινεστεράσης (AChE) στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό κατά περίπου 40% εντός
των πρώτων 1,5 ωρών μετά τη χορήγηση. Η δραστικότητα του ενζύμου επανέρχεται
στα αρχικά της επίπεδα περίπου 9 ώρες μετά την επίτευξη του μέγιστου ανασταλτικού
αποτελέσματος. Σε ασθενείς με Νόσο Alzheimer, η αναστολή της AChE στο
εγκεφαλονωτιαίο υγρό από την rivastigmine ήταν δοσοεξαρτώμενη έως τα 6 mg
χορηγούμενη δύο φορές ημερησίως, που είναι και η μέγιστη δόση που έχει δοκιμασθεί.
Η αναστολή της δράσης της βουτυρυλχολινεστεράσης στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό 14
ασθενών με Νόσο Alzheimer με αγωγή με rivastigmine ήταν όμοια με αυτή της AChE.
Κλινικές Μελέτες στην άνοια της νόσου Alzhei m er
Η αποτελεσματικότητα της rivastigmine έχει καταδειχθεί με την χρήση τριών
ανεξάρτητων, για συγκεκριμένους τομείς εργαλείων αξιολόγησης που αξιολογήθηκαν
σε ανά περιοδικά διαστήματα στη διάρκεια των εξαμηνιαίων θεραπευτικών περιόδων.
Στα εργαλεία αυτά συμπεριλαμβάνονται: η ADAS-Cog (Alzheimers Disease Assessment Scale
Cognitive subscale, μία δοκιμασία με βάση την απόδοση, που αποτελεί μέτρο της
γνωστικής λειτουργίας), η CIBIC-Pluss (Clinicians Interview Based Impression of Change Plus,
μία πλήρης ολική αξιολόγηση του ασθενούς από τον ιατρό, όπου λαμβάνονται υπόψη
στοιχεία που δίνονται από το άτομο που φροντίζει τον ασθενή) και η PDS (Progressive
Deterioration Scale, μία αξιολόγηση από το άτομο που φροντίζει τον ασθενή των
δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η προσωπική
υγιεινή, η λήψη τροφής, το ντύσιμο, οι δουλειές του νοικοκυριού όπως τα ψώνια, η
διατήρηση της ικανότητας προσανατολισμού στο περιβάλλον, καθώς και η συμμετοχή
σε δραστηριότητες που σχετίζονται με την ικανότητα χειρισμού χρημάτων κ.λ.π.).
Οι ασθενείς που μελετήθηκαν είχαν βαθμολογία MMSE (Εξέταση Ελάχιστης-Νοητικής
Κατάστασης) 10–24.
Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα που αναφέρονται στους ασθενείς οι οποίοι
επέδειξαν κλινικώς σημαντική ανταπόκριση, όπως αυτά προέκυψαν από τις 2
τη νόσο του
Parkinson
Rivastigmi
ne
Εικονι
κό
φάρμα
Rivastigmine
Εικονι
κό
φάρμα
ITT + RDO
πληθυσμός
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
p-value έναντι
εικονικού
φαρμάκου
ITT - LOCF
πληθυσμός
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
(n=329)
23,8 ± 10,2
2,1 ± 8,2
(n=161)
24,3 ± 10,5
-0,7 ± 7,5
(n=329)
Δεν εφαρμόζεται
3,8 ± 1,4
(n=165)
Δεν
εφαρμόζετ
αι
4,3 ± 1,5
2,88
1
<0,00
1
1
(n=287) (n=154)
24,0 ± 10,3 24,5 ± 10,6
2,5 ± 8,4 -0,8 ± 7,5
3,54
Δεν
εφαρμόζεται
0,007
2
(n=289) (n=158)
Δεν εφαρμόζεται Δεν
εφαρμόζετα
ι
3,7 ± 1,4 4,3 ± 1,5
Δεν
12
μελέτες με ευπροσάρμοστη δοσολογία από τις 3 βασικές πολυκεντρικές μελέτες
διάρκειας 26 εβδομάδων σε ασθενείς για την ήπια έως μετρίως σοβαρή άνοια επί
νόσου Alzheimer παρουσιάζονται στον παρακάτω Πίνακα 4. Κλινικά σημαντική
βελτίωση σε αυτές τις μελέτες εκ των προτέρων ορίστηκε η βελτίωση σε
τουλάχιστον 4 σημεία στην ADAS-Cog, βελτίωση στην CIBIC-Plus ή τουλάχιστον
10% βελτίωση στη PDS.
Επιπρόσθετα, ένας μετέπειτα ορισμός της ανταπόκρισης παρουσιάζεται στον ίδιο
πίνακα. Ο δεύτερος ορισμός της ανταπόκρισης προϋποθέτει βελτίωση σε 4 σημεία ή
περισσότερα στην ADAS-Cog, καμιά επιδείνωση στην CIBIC-Plus και καμιά
επιδείνωση στη PDS. Η μέση πραγματική ημερήσια δόση για αυτούς που
ανταποκρίνονται στην ομάδα των 6–12 mg, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, ήταν 9,3
mg. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι κλίμακες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτήν
την ένδειξη ποικίλλουν και άμεσες συγκρίσεις των αποτελεσμάτων
για
διαφορετικούς θεραπευτικούς παράγοντες δεν έχουν ισχύ.
Πίνακας 4
Ασθενείς με κλινικά σημαντική
Πρόθεση για
θεραπεία
Διεξαγωγή
τελευταίας
Μέτρο ανταπόκρισης
Rivastigmi
ne
612
mg
Εικονικ
ό
φάρμακ
ο
Rivastigmi
ne
612
mg
Εικονικ
ό
φάρμακ
ο
ADAS-Cog:
βελτίωση σε
21***
12
25***
12
CIBIC-Plus: βελτίωση 29***
18
32***
19
PDS: βελτίωση τουλάχιστον
κατά
10%
26***
17
30***
18
Βελτίωση
τουλάχιστον σε
4 σημεία στη
ADAS-Cog
χωρίς επιδείνωση στη
10* 6 12** 6
*p<0,05, **p<0,01, ***p<0,001
Κλινικές μελέτες στην άνοια που σχετίζεται με τη
νόσο του
Parkinson
Η αποτελεσματικότητα της rivastigmine στην άνοια που σχετίζεται με τη νόσο του
Parkinson έχει αποδειχτεί σε μια 24-εβδομάδων πολυκεντρική, διπλή-τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο αρχική μελέτη και στην ανοιχτή 24-εβδομάδων
φάση επέκτασης της. Οι ασθενείς που συμμετείχαν σε αυτή τη μελέτη είχαν
βαθμολογία MMSE (Εξέταση Ελάχιστης-Νοητικής Κατάστασης) 10–24. Η
αποτελεσματικότητα έχει αποδειχτεί με την χρήση δύο ανεξάρτητων κλιμάκων οι
οποίες αξιολογούνταν σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την διάρκεια της 6-μηνης
περιόδου θεραπείας
όπως φαίνεται στον Πίνακα 5 παρακάτω: το ADAS-Cog, η μέτρηση της γνωστικής
λειτουργίας και η συνολική μέτρηση ADCS-CGIC (Alzheimer’s Disease Cooperative
Study-Clinician’s Global Impression of Change).
Πίνακας 5
Άνοια που
σχετίζεται με
ADAS-Cog ADAS-Cog ADCS-CGIC
ADCS-
CGIC
13
1
ΑΝCOVA με τη θεραπεία και τη χώρα ως παράγοντες και την αρχική τιμή
ADAS-Cog ως συμμεταβλητότητα. Μια θετική αλλαγή υποδεικνύει βελτίωση.
2
Παρουσιάζονται οι μέσες τιμές για διευκόλυνση. Η ανάλυση των
κατηγορικών δεδομένων πραγματοποιήθηκε με τη χρήση της δοκιμασίας van
Elteren
ITT: Intention-To-Treat: Πρόθεση για θεραπεία, RDO: Retreived Drop Outs:
Ανακτηθείσες αποσύρσεις, LOCF: Last Observation Carried Forward: Τελευταία
παρατήρηση που προωθήθηκε
Παρόλο που η θεραπευτική δράση αποδείχθηκε σε όλο τον πληθυσμό της μελέτης, τα
δεδομένα υποδηλώνουν ότι το μεγαλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα σε σχέση με το
εικονικό φάρμακο φάνηκε στην υποκατηγορία ασθενών με μέτρια άνοια που
σχετίζεται με νόσο του Parkinson. Ομοίως το μεγαλύτερο θεραπευτικό αποτέλεσμα
παρατηρήθηκε σε αυτούς τους ασθενείς με οπτικές παραισθήσεις (βλ. Πίνακα 6).
Ασθενείς με μέτρια
άνοια
Ασθενείς με ήπια
άνοια
ITT + RDO
πληθυσμός
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
Διαφορά
προσαρμοσμένης
θεραπείας
(n=87)
32,6 ± 10,4
2,6 ± 9,4
(n=44)
33,7 ± 10,3
-1,8 ± 7,2
(n=237)
20,6 ± 7,9
1,9 ± 7,7
(n=115)
20,7 ± 7,9
-0,2 ± 7,5
4,73
1
0,002
2,14
1
0,010
14
Πίνακας 6
Άνοια που
σχετίζεται με
νόσο του
Parkinson
ADAS-Cog
Rivastigmi
ne
ADAS-
Cog
Εικονικ
ό
ADAS-Cog
Rivastigmi
ne
ADAS-
Cog
Εικονικ
ό
Ασθενείς με
οπτικές
Ασθενείς χωρίς
οπτικές
ITT + RDO
πληθυσμός
Μέση τιμή αναφοράς
± SD
Μέση αλλαγή στις
24 εβδομάδες ± SD
Διαφορά
προσαρμοσμένης
(n=107)
25,4 ± 9,9
1,0 ± 9,2
(n=60)
27,4 ± 10,4
-2,1 ± 8,3
(n=220)
23,1 ± 10,4
2,6 ± 7,6
(n=101)
22,5 ±
10,1
0,1 ± 6,9
4,27
1
0,002
2,09
1
0,015
1
ΑΝCOVA με τη θεραπεία και τη χώρα ως παράγοντες και την αρχική τιμή
ADAS-Cog ως συμμεταβλητότητα. Μια θετική αλλαγή υποδεικνύει βελτίωση.
ITT: Intention-To-Treat: Πρόθεση για θεραπεία, RDO: Retreived Drop Outs:
Ανακτηθείσες αποσύρσεις
O Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων έχει δώσει απαλλαγή από την υποχρέωση
υποβολής των αποτελεσμάτων των μελετών με το rivastigmine σε όλες τις υποκατηγορίες
του παιδιατρικού πληθυσμού στην θεραπεία της άνοιας Alzheimer και άνοιας σε
ασθενείς με ιδιοπαθή νόσο του Parkinson (βλ. παράγραφο 4.2 για πληροφορίες σχετικά με
την παιδιατρική χρήση).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η rivastigmine απορροφάται ταχέως και πλήρως. Οι μέγιστες συγκεντρώσεις της στο
πλάσμα επιτυγχάνονται εντός 1 ώρας περίπου. Ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης
της rivastigmine με το ένζυμο-στόχο, η αύξηση της βιοδιαθεσιμότητας είναι αυξημένη
κατά περίπου 1,5 φορά σε σύγκριση με εκείνη που αναμένεται με βάση την αύξηση της
δόσης. Η απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα ύστερα από μία δόση των 3 mg είναι περίπου
36% ±13%. Η χορήγηση rivastigmine μαζί με το φαγητό καθυστερεί την απορρόφηση
(t
max
) κατά 90 λεπτά, ενώ μειώνει την C
max
και αυξάνει την AUC κατά περίπου 30%.
Κατανομή
Η πρωτεϊνική δέσμευση της rivastigmine είναι σε ποσοστό περίπου 40%.
Διαπερνά εύκολα τον αιματεγκεφαλικό φραγμό και έχει φαινομενικό όγκο
15
κατανομής μεταξύ 1,8 και 2,7 l/kg.
Βιομετασχηματισμός
Η rivastigmine μεταβολίζεται ταχέως και εκτενώς (χρόνος ημισείας ζωής στο πλάσμα
περίπου 1 ώρα),
κυρίως μέσω υδρόλυσης με μεσολάβηση χολινεστεράσης, προς το
αποκαρβαμυλιωμένο μεταβολίτη.
In vitro
, ο μεταβολίτης αυτός αναστέλλει την
ακετυλοχολινεστεράση σε περιορισμένο βαθμό (<10%).
Σύμφωνα με
in vitro
μελέτες, δεν αναμένεται καμία φαρμακοκινητική αλληλεπίδραση
με φαρμακευτικά προϊοντα που μεταβολίζονται από τα ακόλουθα ισοένζυμα του
κυτοχρώματος CYP1A2, CYP2D6, CYP3A4/5, CYP2E1, CYP2C9, CYP2C8, CYP2C19, ή
CYP2B6. Σύμφωνα με ενδείξεις από μελέτες που έγιναν σε πειραματόζωα, τα μείζονα
ισοένζυμα του κυτοχρώματος P450 ελάχιστα ενέχονται στο μεταβολισμό της
rivastigmine. Η ολική κάθαρση της rivastigmine από το πλάσμα ήταν περίπου 130 l/h
μετά την ενδοφλέβια χορήγηση δόσης
0,2 mg, ενώ μειώθηκε σε 70 l/h μετά την ενδοφλέβια χορήγηση δόσης 2,7 mg.
Αποβολή
Στα ούρα δεν ανευρίσκεται αμετάβλητη rivastigmine. Η νεφρική απέκκριση των
μεταβολιτών είναι η βασική
οδός
απομάκρυνσής τους. Ύστερα από τη χορήγηση
rivastigmine ραδιοεπισημασμένης με
14
C, η απέκκριση από τους νεφρούς ήταν ταχεία
και ουσιαστικά πλήρης (>90%) εντός 24 ωρών. Ποσοστό χαμηλότερο από το 1% της
χορηγούμενης δόσης απεκκρίνεται στα κόπρανα. Δεν παρατηρείται συσσώρευση της
rivastigmine ή του αποκαρβαμυλιωμένου μεταβολίτη της σε ασθενείς με Νόσο
Alzheimer.
Μια φαρμακοκινητική ανάλυση του πληθυσμού έδειξε ότι η επακόλουθη χρήση
νικοτίνης μετά από δόση μέχρι και 12 mg/ημέρα rivastigmine από του στόματος
καψάκια, αυξάνει την από του στόματος κάθαρση της rivastigmine κατά 23% στους
ασθενείς με άνοια Alzheimer (n=75 καπνιστές και 549 μη- καπνιστές).
Ηλικιωμένα άτομα
Μολονότι η βιοδιαθεσιμότητα της rivastigmine είναι μεγαλύτερη σε ηλικιωμένους
παρά σε νεαρούς υγιείς εθελοντές, μελέτες σε ασθενείς με νόσο Alzheimer ηλικίας
μεταξύ 50 και 92 ετών δεν έδειξαν μεταβολή της βιοδιαθεσιμότητας με την ηλικία.
Ηπατική δυσ λειτουργία
Η Cmax της rivastigmine ήταν περίπου 60% υψηλότερη και η AUC της
rivastigmine ήταν υπερδιπλάσια σε άτομα με ήπια έως μέτρια ηπατική
δυσλειτουργία από ότι σε υγιή άτομα.
Νεφρική δυσ λειτουργία
Η Cmax και η AUC της rivastigmine ήταν υπερδιπλάσιες σε άτομα με μέτρια νεφρική
δυσλειτουργία συγκρινόμενη με υγιή άτομα. Πάντως δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές
στη Cmax και στη AUC της rivastigmine σε άτομα με σοβαρή επιβάρυνση της
νεφρικής λειτουργίας.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Μελέτες τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων σε επίμυες, ποντικούς και σκύλους
αποκάλυψαν μόνο επιδράσεις συνδεόμενες με υπερβολική φαρμακολογική δράση. Δεν
παρατηρήθηκε καμία τοξική δράση στο όργανο-στόχο. Στις μελέτες σε πειραματόζωα
δεν επιτεύχθηκαν τα περιθώρια ασφαλείας ως προς την ανθρώπινη έκθεση, λόγω της
ευαισθησίας των πειραματικών μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν.
Η rivastigmine δεν είχε μεταλλαξιογόνο δράση σε μια σειρά από τυπικές δοκιμασίες
in
vitro
και
in vivo
, με μόνη εξαίρεση μία δοκιμασία χρωμοσωματικών εκτοπιών που έγινε
16
σε ανθρώπινα περιφερικά λεμφοκύτταρα, σε δόση 10
4
φορές μεγαλύτερη από τη
μέγιστη κλινική έκθεση. Η
in vivo
δοκιμασία μικροπυρήνων ήταν αρνητική.
Δεν βρέθηκαν ενδείξεις καρκινογόνου δράσης σε μελέτες που έγιναν σε ποντικούς και
επίμυες με τη μέγιστη ανεκτή δόση, παρόλο που η έκθεση στη rivastigmine και τους
μεταβολίτες της ήταν χαμηλότερη από την έκθεση στον άνθρωπο. Όταν έγινε
κανονικοποίηση ως προς την επιφάνεια σώματος, η έκθεση στη rivastigmine και τους
μεταβολίτες της ήταν περίπου ισοδύναμη προς τη μέγιστη συνιστώμενη ημερήσια δόση
για τον άνθρωπο, που είναι 12 mg/ημέρα(με βάση τα mg/m
2
). Πάντως, σε σύγκριση με
τη μέγιστη δόση στον άνθρωπο των 12mg/Kg, εκείνη που επιτεύχθηκε στα
πειραματόζωα ήταν περίπου εξαπλάσια.
Στα πειραματόζωα, η rivastigmine διαπερνά τον πλακούντα και απεκκρίνεται στο γάλα.
Μελέτες με από του στόματος χορήγηση σε κυοφορούντες θηλυκούς επίμυες και
κονίκλους δεν έδωσαν ενδείξεις πιθανής τερατογόνου δράσης της rivastigmine. Σε από
του στόματος μελέτες με αρσενικούς και θηλυκούς επίμυες, δεν παρατηρήθηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες της rivastigmine στη γονιμότητα ή στην αναπαραγωγική απόδοση
είτε στη μητρική γενεά είτε στους απογόνους της.
Σε μια μελέτη με κονίκλους ταυτοποιήθηκε η δυνητικότητα ενός ήπιου ερεθισμού στα
μάτια/βλεννογόνο της rivastigmine.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Κόκκοι:
Microcrystalline cellulose (Avicel PH-302)
Hydroxypropyl methyl cellulose (Methocel E50 LV)
Colloidal Silicon Dioxide
Magnesium stearate
Σώμα/κάλυμμα:
Gelatin
Titanium dioxide (E171)
Yellow iron oxide (E172)
Red iron oxide (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
3 χρόνια.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά την φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30°C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
- Συσκευασία κυψέλης, από διαφανές PVC/PE/PVDC. Κάθε κουτί περιέχει 28, 56 ή 112
καψάκια.
17
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΦΑΡΜΑΤΕΝ ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ Λεωφ.
Μαραθώνος 144
15351 Παλλήνη Αττική
Ελλάδα
Τηλ: +30 210 66 64 805/806
Φαξ:+30 210 66 64 804
Email: info@pharmathen.com
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
13484/24-02-2011
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
24/02/2011
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ιούλιος 2015