ΠΕΡΊΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΏΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΊΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΎ ΠΡΟΪΌΝΤΟΣ
ACTORID
®
5 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΉ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΉ ΣΎΝΘΕΣΗ
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης
(ισοδυναμεί με 4,64 mg ρισεδρονικό οξύ).
Έκδοχα: Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει λακτόζη.
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΉ
Επικαλυμμένo με λεπτό υμένιο δισκίo.
Κίτρινα, αμφίκυρτα, στρογγυλά 8.5mm επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία, στη μια πλευρά των
οποίων αναγράφεται «L» ενώ στην άλλη δεν αναγράφεται τίποτα.
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος των
σπονδυλικών καταγμάτων. Θεραπεία της εγκατεστημένης μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης
προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος των καταγμάτων του ισχίου.
Πρόληψη της οστεοπόρωσης σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με αυξημένο κίνδυνο
οστεοπόρωσης (βλ. παράγραφο 5.1).
Για τη διατήρηση ή την αύξηση της οστικής μάζας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που
υποβάλλονται σε μακροχρόνια (περισσότερο από 3 μήνες), συστηματική θεραπεία με
κορτικοστεροειδή σε δόσεις 7,5 mg/ημέρα πρεδνιζόνης ή ισοδύναμου.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Η συνιστώμενη ημερήσια δόση σε ενήλικες είναι ένα δισκίο των 5 mg από το στόμα. Η
απορρόφηση του ACTORID επηρεάζεται από την τροφή. Συνεπώς για τη διασφάλιση της
επαρκούς απορρόφησης οι ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν το ACTORID:
Πριν από το πρωινό: Τουλάχιστον 30 λεπτά πριν από τη λήψη της πρώτης τροφής, άλλων
φαρμακευτικών προϊόντων ή υγρών (εκτός από σκέτο νερό) της ημέρας.
Στην ειδική περίπτωση που δεν είναι πρακτικά δυνατή η λήψη της δόσης πριν από το πρωινό,
το ACTORID μπορεί να ληφθεί μεταξύ των γευμάτων ή το βράδυ, την ίδια ώρα καθημερινά,
ακολουθώντας αυστηρά τις ακόλουθες οδηγίες, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το
ACTORID λαμβάνεται με κενό στομάχι:
1
Μεταξύ των γευμάτων: Το ACTORID πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 2 ώρες πριν και
τουλάχιστον 2 ώρες μετά τη λήψη οποιασδήποτε τροφής, φαρμακευτικού προϊόντος ή
υγρού (εκτός από σκέτο νερό).
Το βράδυ: Το ACTORID πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 2 ώρες μετά τη λήψη της
τελευταίας τροφής, φαρμακευτικού προϊόντος ή υγρού (εκτός από σκέτο νερό) της ημέρας.
To ACTORID πρέπει να λαμβάνεται τουλάχιστον 30 λεπτά πριν από την κατάκλιση.
Στην περίπτωση που παραλειφθεί μια δόση, το ACTORID μπορεί να ληφθεί πριν από το
πρωινό, μεταξύ των γευμάτων ή το βράδυ σύμφωνα με τις ανωτέρω οδηγίες.
Τα δισκία πρέπει να καταπίνονται ολόκληρα και να μην απομυζώνται ή μασώνται.
Προκειμένου να διευκολυνθεί η μεταφορά του δισκίου στο στομάχι, το ACTORID θα πρέπει
να λαμβάνεται σε όρθια θέση με ένα ποτήρι σκέτο νερό ( 120 ml). Μετά τη λήψη του δισκίου
οι ασθενείς δεν πρέπει να ξαπλώνουν για τα επόμενα 30 λεπτά (βλέπε παράγραφο 4.4).
Θα πρέπει να εξετασθεί το ενδεχόμενο συμπληρωματικής λήψης ασβεστίου και βιταμίνης D
εφόσον η διαιτητική πρόσληψη είναι ανεπαρκής.
Ηλικιωμένοι: Δεν απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας επειδή η βιοδιαθεσιμότητα, η κατανομή
και η απέκκριση ήταν παρόμοιες στους ηλικιωμένους (ηλικίας > 60 ετών) και τους νεότερους
ασθενείς.
Νεφρική δυσλειτουργία: Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας στους ασθενείς εκείνους, οι
οποίοι έχουν ήπιας έως μέτριας μορφής νεφρική δυσλειτουργία. Η χρήση της νατριούχου
ρισεδρονάτης αντενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης
μικρότερη από 30 ml/λεπτό) (βλ. παραγράφους 4.3 και 5.2).
Παιδιατρικός πληθυσμός: Η νατριούχος ρισεδρονάτη δε συνιστάται για χρήση σε παιδιά ηλικίας
κάτω των 18 ετών λόγω ανεπαρκών δεδομένων ως προς την ασφάλεια και την
αποτελεσματικότητα (βλ. επίσης παράγραφο 5.1).
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη νατριούχο ρισεδρονάτη ή σε κάποιο από τα έκδοχα.
Υπασβεστιαιμία (βλέπε παράγραφο 4.4).
Κύηση και γαλουχία.
Σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία (κάθαρση κρεατινίνης < 30 ml/λεπτό).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Τρόφιμα, υγρά (εκτός από το σκέτο νερό) και φαρμακευτικά προϊόντα που περιέχουν
πολυσθενή κατιόντα (όπως είναι το ασβέστιο, το μαγνήσιο, ο σίδηρος και το αργίλιο)
παρεμποδίζουν την απορρόφηση των διφωσφονικών και δεν πρέπει να λαμβάνονται
ταυτόχρονα με το ACTORID (βλ. παράγραφο 4.5). Προκειμένου να επιτευχθεί η επιδιωκόμενη
αποτελεσματικότητα, είναι αναγκαία η αυστηρή τήρηση των δοσολογικών συστάσεων (βλ.
παράγραφο 4.2).
Η αποτελεσματικότητα των διφωσφονικών στη θεραπεία της μετεμμηνοπαυσιακής
οστεοπόρωσης σχετίζεται με την παρουσία χαμηλής οστικής πυκνότητας (BMD, βαθμολογία Τ
≤ -2,5 SD στο ισχίο ή στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης) και/ή εμφανή κατάγματα.
Η μεγάλη ηλικία ή οι κλινικοί παράγοντες κινδύνου για κατάγματα δεν αποτελούν από μόνα
τους λόγο έναρξης θεραπείας της οστεοπόρωσης με κάποιο διφωσφονικό.
2
Σε υπερήλικες γυναίκες (ηλικίας > 80 ετών) τα δεδομένα για την υποστήριξη της
αποτελεσματικότητας των διφωσφονικών, περιλαμβανομένου και του ACTORID, είναι
περιορισμένα (βλ. παράγραφο 5.1).
Τα διφωσφονικά έχουν συσχετιστεί με οισοφαγίτιδα, γαστρίτιδα, οισοφαγικές εξελκώσεις και
γαστροδωδεκαδακτυλικές εξελκώσεις. Επομένως, απαιτείται προσοχή:
Σε ασθενείς που έχουν ιστορικό οισοφαγικών βλαβών οι οποίες καθυστερούν τη διέλευση
από τον οισοφάγο ή την κένωση του οισοφάγου π.χ. στένωση ή αχαλασία.
Σε ασθενείς οι οποίες δεν μπορούν να παραμείνουν σε όρθια θέση για τουλάχιστον 30
λεπτά μετά τη λήψη του δισκίου.
Εάν η ρισεδρονάτη χορηγείται σε ασθενείς με εν εξελίξει ή πρόσφατα προβλήματα του
οισοφάγου ή του ανώτερου γαστρεντερικού συστήματος.
Οι ιατροί οι οποίοι συνταγογραφούν το ACTORID πρέπει να τονίζουν στις ασθενείς ότι είναι
σημαντικό να είναι προσεκτικές με τις δοσολογικές οδηγίες και να δίνουν σημασία σε σημεία ή
συμπτώματα πιθανού οισοφαγικού ερεθισμού. Οι ασθενείς θα πρέπει να καθοδηγούνται ώστε να
ζητήσουν έγκαιρα ιατρική φροντίδα εάν αναπτύξουν συμπτώματα οισοφαγικού ερεθισμού
όπως δυσφαγία, πόνο κατά την κατάποση, οπισθοστερνικό άλγος ή νέο / επιδεινωθέν
αίσθημα καύσου.
Η υπασβεστιαιμία πρέπει να θεραπεύεται πριν από την έναρξη της θεραπείας με ACTORID.
Άλλες διαταραχές του μεταβολισμού των οστών και των μετάλλων (π.χ. δυσλειτουργία του
παραθυρεοειδούς, υποβιταμίνωση D) πρέπει να θεραπεύονται κατά την έναρξη της θεραπείας
με ACTORID.
Σε ασθενείς με καρκίνο, οι οποίες λαμβάνουν θεραπευτικά σχήματα κυρίως ενδοφλεβίως
χορηγούμενων διφωσφονικών έχει αναφερθεί οστεονέκρωση της γνάθου, η οποία γενικά σχετίζεται
με εξαγωγή οδόντων και/ή τοπική λοίμωξη (συμπεριλαμβάνεται η οστεομυελίτιδα).
Πολλές από αυτές τις ασθενείς ελάμβαναν επίσης χημειοθεραπεία και κορτικοστεροειδή.
Οστεονέκρωση της γνάθου έχει αναφερθεί και σε ασθενείς με οστεοπόρωση που λαμβάνουν
διφωσφονικά από το στόμα.
Εξέταση των οδόντων με κατάλληλη προληπτική οδοντιατρική θα πρέπει να προηγείται της
θεραπείας με διφωσφονικά σε ασθενείς με συνακόλουθους παράγοντες κινδύνου (π.χ. καρκίνο,
χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία, κορτικοστεροειδή, φτωχή στοματική υγιεινή).
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αυτές οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν επεμβατικούς
οδοντικούς χειρισμούς, εάν αυτό είναι εφικτό. Σε ασθενείς που αναπτύσσουν οστεονέκρωση της
γνάθου κατά τη διάρκεια θεραπείας με διφωσφονικά, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί με
οδοντιατρικό χειρουργείο. Σε ασθενείς στις οποίες είναι απαραίτητοι οι οδοντικοί χειρισμοί, δεν
υπάρχουν διαθέσιμα δεδομένα προκειμένου να υποδειχθεί εάν η διακοπή της θεραπείας με
διφωσφονικά μειώνει τον κίνδυνο οστεονέκρωσης της γνάθου.
Η κλινική κρίση του θεράποντος ιατρού θα πρέπει να καθορίζει το σχέδιο διαχείρισης κάθε ασθενή
βάσει της εξατομικευμένης αξιολόγησης οφέλους / κινδύνου.
Το φάρμακο αυτό περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στη
γαλακτόζη, έλλειψης λακτάσης Lapp ή δυσαπορρόφησης γλυκόζης-γαλακτόζης δεν πρέπει να
λαμβάνουν αυτό το φάρμακο.
3
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Δε διεξήχθησαν συμβατικές μελέτες αλληλεπίδρασης. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των κλινικών
μελετών δε βρέθηκαν κλινικά σχετικές αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα.
Στις μελέτες φάσης ΙΙΙ της νατριούχου ρισεδρονάτης για την οστεοπόρωση, αναφέρθηκε η
χρήση ακετυλοσαλικυλικού οξέος ή ΜΣΑΦ (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα) σε
ποσοστό 33% και 45% των ασθενών, αντίστοιχα.
Εάν θεωρείται απαραίτητο, η νατριούχος ρισεδρονάτη μπορεί να χορηγείται μαζί με
οιστρογόνα.
Η συγχορήγηση φαρμάκων που περιέχουν πολυσθενή κατιόντα (π.χ. ασβέστιο, μαγνήσιο,
σίδηρο και αργίλιο) παρεμποδίζει την απορρόφηση της νατριούχου ρισεδρονάτης (βλέπε
παράγραφο 4.4).
Η νατριούχος ρισεδρονάτη δε μεταβολίζεται συστηματικά, δεν επάγει τα ένζυμα του
κυτοχρώματος P450 και έχει χαμηλή δέσμευση με τις πρωτεΐνες.
4.6 Κύηση και γαλουχία
Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα από τη χρήση της νατριούχου ρισεδρονάτης σε έγκυες γυναίκες.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει τοξικότητα στην αναπαραγωγική ικανότητα (βλέπε παράγραφο 5.3). Ο
ενδεχόμενος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι άγνωστος. Μελέτες σε ζώα υποδεικνύουν ότι ένα
μικρό ποσό νατριούχου ρισεδρονάτης περνάει στο μητρικό γάλα.
Η νατριούχος ρισεδρονάτη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται κατά την κύηση ή τη γαλουχία.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών
Δεν έχουν παρατηρηθεί επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η νατριούχος ρισεδρονάτη διερευνήθηκε σε κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ στις οποίες
συμμετείχαν περισσότερες από 15.000 ασθενείς. Η πλειονότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών
που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια των κλινικών μελετών ήταν ήπιας έως μέτριας
σοβαρότητας και συνήθως δεν απαιτήθηκε διακοπή της αγωγής.
Ανεπιθύμητα συμβάματα αναφέρθηκαν σε κλινικές μελέτες φάσης ΙΙΙ σε μετεμμηνοπαυσιακές
γυναίκες με οστεοπόρωση, οι οποίες αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά για διάστημα έως 36
μηνών με 5 mg ρισεδρονάτης την ημέρα (n= 5.020) ή με εικονικό φάρμακο (n= 5.048) και τα
οποία θεωρείται ότι πιθανόν έχουν σχέση με τη ρισεδρονάτη καταγράφονται παρακάτω,
χρησιμοποιώντας την ακόλουθη κατάταξη συχνότητα έναντι του εικονικού φαρμάκου
εμφανίζεται σε παρένθεση): πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100, < 1/10), όχι συχνές (≥
1/1.000, < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000, < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000).
Διαταραχές του νευρικού συστήματος:
Συχνές: Κεφαλαλγία (1,8% έναντι 1,4%).
Οφθαλμικές διαταραχές:
Όχι συχνές: Ιρίτιδα*.
Διαταραχές του γαστρεντερικού:
4
Συχνές: Δυσκοιλιότητα (5% έναντι 4,8%), δυσπεψία (4,5% έναντι 4,1%), ναυτία (4,3% έναντι
4%), κοιλιακό άλγος (3,5% έναντι 3,3%), διάρροια (3% έναντι 2,7%).
Όχι συχνές: Γαστρίτιδα (0,9% έναντι 0,7%), οισοφαγίτιδα (0,9% έναντι 0,9%), δυσφαγία
(0,4% έναντι 0,2%), δωδεκαδακτυλίτιδα (0,2% έναντι 0,1%), έλκος του οισοφάγου (0,2%
έναντι 0,2%).
Σπάνιες: Γλωσίτιδα (< 0,1% έναντι 0,1%), στένωση οισοφάγου (< 0,1% έναντι 0,0%).
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Συχνές: Μυοσκελετικό άλγος (2,1% έναντι 1,9%).
Παρακλινικές εξετάσεις:
Σπάνιες: Μη φυσιολογικές δοκιμασίες της ηπατικής λειτουργίας*.
* Η συχνότητα δεν προκύπτει από τις μελέτες φάσης ΙΙΙ για την οστεοπόρωση. Η συχνότητα
βασίζεται σε ευρήματα ανεπιθύμητων ενεργειών/εργαστηριακών/επανεκτίμησης αμφισβητούμενων
αποτελεσμάτων από προηγούμενες κλινικές μελέτες.
Εργαστηριακά ευρήματα: Σε ορισμένους ασθενείς έχει αναφερθεί πρώιμη, παροδική,
ασυμπτωματική και ήπια μείωση στα επίπεδα του ασβεστίου και των φωσφορικών στον ορό.
Επιπλέον, αναφέρθηκαν οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη χρήση μετά την
κυκλοφορία του προϊόντος (άγνωστη συχνότητα):
Οφθαλμικές διαταραχές:
Ιρίτιδα, ραγοειδίτιδα.
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού:
Οστεονέκρωση της γνάθου.
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού:
Υπερευαισθησία και δερματικές αντιδράσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται το αγγειοοίδημα, το
γενικευμένο εξάνθημα, η κνίδωση και οι πομφολυγώδεις δερματικές αντιδράσεις, μερικές από τις
οποίες είναι σοβαρές και περιλαμβάνουν μεμονωμένες αναφορές συνδρόμου Stevens-Johnson,
τοξικής επιδερμικής νεκρόλυσης και λευκοκυτταροκλαστικής αγγειίτιδας.
Απώλεια μαλλιών.
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος:
Αναφυλακτική αντίδραση.
Διαταραχές του ήπατος και των χοληφόρων:
Σοβαρές ηπατικές διαταραχές. Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν οι
ασθενείς λάμβαναν επίσης και άλλα προϊόντα τα οποία είναι γνωστό ότι προκαλούν ηπατικές
διαταραχές.
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για τη θεραπεία της υπερδοσολογίας με τη
νατριούχο ρισεδρονάτη.
5
Μπορεί να παρουσιαστεί μείωση του ασβεστίου στον ορό σε σημαντική υπερδοσολογία.
Ορισμένοι από τους ασθενείς αυτούς είναι δυνατόν να παρουσιάσουν επίσης σημεία και
συμπτώματα υπασβεστιαιμίας.
Για τη δέσμευση της ρισεδρονάτης και τη μείωση της απορρόφησης της νατριούχου
ρισεδρονάτης πρέπει να χορηγείται γάλα ή αντιόξινα που περιέχουν μαγνήσιο, ασβέστιο ή
αργίλιο. Σε περιπτώσεις σημαντικής υπερδοσολογίας, προκειμένου να απομακρυνθεί η
νατριούχος ρισεδρονάτη που δεν έχει απορροφηθεί μπορεί να εξεταστεί το ενδεχόμενο πλύσης
του στομάχου.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΈΣ ΙΔΙΌΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Διφωσφονικά
Κωδικός ATC: M05 BA07
Η νατριούχος ρισεδρονάτη είναι ένας διφωσφονικός πυριδινυλεστέρας που δεσμεύεται στον
υδροξυαπατίτη των οστών και αναστέλλει την απορρόφηση των οστών μέσω των
οστεοκλαστών. Η οστική εναλλαγή μειώνεται ενώ διατηρείται η δραστικότητα των
οστεοβλαστών και η επιμετάλλωση στα οστά. Σε προκλινικές μελέτες, η νατριούχος
ρισεδρονάτη εμφάνισε ισχυρή αντι-οστεοκλαστική και αντι-απορροφητική δραστικότητα
καθώς επίσης αυξημένη οστική μάζα και βιο-μηχανική σκελετική αντοχή κατά
δοσοεξαρτώμενο τρόπο. Η δραστικότητα της νατριούχου ρισεδρονάτης επιβεβαιώθηκε από
μετρήσεις των βιοχημικών δεικτών για οστική εναλλαγή κατά τη διάρκεια φαρμακοδυναμικών
και κλινικών μελετών. Παρατηρήθηκαν μειώσεις στους βιοχημικούς δείκτες της οστικής
εναλλαγής μέσα σε 1 μήνα και έφθασαν το μέγιστο μέσα σε 3-6 μήνες.
Θεραπεία και πρόληψη της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης:
Ένας αριθμός παραγόντων κινδύνου συνδέονται με τη μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση,
όπως είναι η χαμηλή οστική μάζα, η χαμηλή οστική πυκνότητα σε μέταλλα, η πρώιμη
εμμηνόπαυση, το ιστορικό καπνίσματος και το οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης. Η
κλινική συνέπεια της οστεοπόρωσης είναι τα κατάγματα. Ο κίνδυνος καταγμάτων αυξάνεται με
τον αριθμό των παραγόντων κινδύνου.
Στο κλινικό πρόγραμμα μελετήθηκε η επίδραση της νατριούχου ρισεδρονάτης στον κίνδυνο
εμφάνισης καταγμάτων του ισχίου και των σπονδύλων και συμπεριελήφθησαν πρώιμη και
όψιμη φάση μετεμμηνόπαυσης με κάταγμα και χωρίς κάταγμα. Μελετήθηκαν ημερήσιες δόσεις
των 2,5 mg και 5 mg και σε όλες τις ομάδες, συμπεριλαμβανόμενης και της ομάδας ελέγχου
χορηγήθηκε ασβέστιο και βιταμίνη D (στην περίπτωση που τα αρχικά επίπεδα ήταν χαμηλά). Ο
απόλυτος και ο σχετικός κίνδυνος νέων καταγμάτων των σπονδύλων και του ισχίου
υπολογίσθηκε με τη χρήση της ανάλυσης του χρόνου προς την εμφάνιση του πρώτου
συμβάματος.
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες (n= 3.661) συμπεριελήφθησαν γυναίκες
κατά την εμμηνόπαυση, ηλικίας κάτω των 85 ετών με κατάγματα των σπονδύλων στη βάση
αναφοράς. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως για 3 έτη μείωσε τον
κίνδυνο εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Σε
γυναίκες με τουλάχιστον 2 ή κατ’ ελάχιστον 1 σπονδυλικό κάταγμα, η σχετική μείωση του
6
κινδύνου ήταν 49% και 41%, αντίστοιχα (συχνότητα νέων καταγμάτων των σπονδύλων με
νατριούχο ρισεδρονάτη 18,1% και 11,3%, ενώ με εικονικό φάρμακο 29% και 16,3%,
αντίστοιχα). Το αποτέλεσμα από την αγωγή διαπιστώθηκε αρκετά πρώιμα, από το τέλος
κιόλας του πρώτου έτους θεραπείας. Στη βάση αναφοράς των μετρήσεων εντοπίσθηκαν
επίσης οφέλη σε γυναίκες με πολλαπλά κατάγματα. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου
ρισεδρονάτης ημερησίως ελάττωσε επίσης τον ετήσιο ρυθμό απώλειας ύψους συγκρινόμενη
με την ομάδα ελέγχου.
Σε δύο επιπλέον ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες συμπεριελήφθησαν
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ηλικίας άνω των 70 ετών με ή και χωρίς κατάγματα των
σπονδύλων στη βάση αναφοράς. Συμπεριελήφθησαν γυναίκες, ηλικίας 70-79 ετών με
οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου οστού Τ-score < -3 SD (εύρος
κατασκευαστή, ήτοι -2,5 SD εφαρμόζοντας τη μέθοδο NHANES III) και τουλάχιστον έναν
επιπλέον παράγοντα κινδύνου. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν γυναίκες, ηλικίας
μεγαλύτερης των 80 ετών βάσει ενός τουλάχιστον, μη σκελετικού παράγοντα κινδύνου για
κάταγμα ισχίου ή με χαμηλή οστική πυκνότητα μετάλλων στον αυχένα του μηριαίου οστού.
Στατιστική σημαντικότητα ως προς την αποτελεσματικότητα της νατριούχου ρισεδρονάτης
έναντι του εικονικού φαρμάκου επιτυγχάνεται μόνο εφόσον συγκεντρωθούν τα στοιχεία
από τις δύο ομάδες θεραπείας με 2,5 mg και 5 mg. Τα ακόλουθα αποτελέσματα
βασίζονται μόνο σε μια μεταγενέστερη ανάλυση των υποομάδων, όπως καθορίζεται από την
κλινική πρακτική και τους πρόσφατους ορισμούς της οστεοπόρωσης:
- Στην υποομάδα των ασθενών με οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου
οστού, Τ-score < -2,5 SD (NHANES III) και τουλάχιστον με ένα σπονδυλικό κάταγμα στη βάση
αναφοράς, η νατριούχος ρισεδρονάτη χορηγούμενη επί 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης
καταγμάτων του ισχίου κατά 46% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (συχνότητα των καταγμάτων του
ισχίου στις ομάδες συνδυασμού με 2,5 mg και 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης 3,8%, ενώ με το
εικονικό φάρμακο 7,4%).
- Από τα δεδομένα προκύπτει ότι στις υπερήλικες (ηλικία > 80 ετών) δυνατό να
παρατηρηθεί μικρότερη προφύλαξη από αυτή.
Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στην αυξημένη σημασία των μη σκελετικών παραγόντων
για κατάγματα του ισχίου καθώς αυξάνεται η ηλικία.
Σε αυτές τις μελέτες, τα στοιχεία που αναλύθηκαν σαν δευτερεύον τελικό σημείο
αξιολόγησης έδειξαν μείωση του κινδύνου εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων σε
ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου οστού χωρίς
σπονδυλικό κάταγμα και σε ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του
μηριαίου οστού με ή χωρίς σπονδυλικό κάταγμα.
Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως επί 3 έτη αύξησε την οστική
πυκνότητα (BMD) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής
στήλης, τον αυχένα του μηριαίου οστού, τους τροχαντήρες και τον καρπό και απέτρεψε την
οστική απώλεια στο μέσο της διάφυσης της κερκίδας.
Σε μια μελέτη, διάρκειας ενός έτους, παρακολούθησης των ασθενών, μετά την τριετή
αγωγή με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως παρατηρήθηκε ταχεία
αναστροφή της κατασταλτικής δράσης της νατριούχου ρισεδρονάτης στο ρυθμό
οστικής εναλλαγής.
Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που λαμβάνουν οιστρογόνα, η χορήγηση 5 mg
νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως αύξησε την οστική πυκνότητα (BMD) μόνο
στον αυχένα του μηριαίου οστού και στο μέσο της διάφυσης της κερκίδας, σε
σύγκριση με τα οιστρογόνα.
Δείγματα βιοψίας οστών από μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που υποβλήθηκαν σε
θεραπεία με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως για 2 - 3 έτη, έδειξαν μια
7
αναμενόμενη μέτρια μείωση στο ρυθμό οστικής εναλλαγής. Το οστό που
σχηματίστηκε κατά τη διάρκεια της θεραπείας με νατριούχο ρισεδρονάτη είχε
φυσιολογική πεταλιώδη δομή και επιμετάλλωση. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με
τη μειωμένη συχνότητα καταγμάτων λόγω οστεοπόρωσης στα σημεία των
σπονδύλων σε γυναίκες με οστεοπόρωση δεν φαίνεται να δηλώνουν κάποια επιζήμια
δράση στην ποιότητα των οστών.
Ενδοσκοπικά ευρήματα από πλειάδα ασθενών με πολλές ήπιες έως σοβαρές
γαστρεντερικές ενοχλήσεις, τόσο στην ομάδα θεραπείας με νατριούχο ρισεδρονάτη
όσο και στην ομάδα ελέγχου δεν υπέδειξαν κάποια συσχέτιση μεταξύ της θεραπείας
των γαστρικών, δωδεκαδακτυλικών ή οισοφαγικών ελκών σε οποιαδήποτε ομάδα,
παρ’ ότι στην ομάδα της νατριούχου ρισεδρονάτης παρατηρήθηκε
δωδεκαδακτυλίτιδα όχι συχνά.
Σε μια μελέτη, σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με οστεοπόρωση, στην οποία
συγκρίθηκε η χορήγηση της δόσης πριν από το πρωινό και η χορήγησή της σε άλλες
ώρες της ημέρας, οι αυξήσεις της οστικής πυκνότητας (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα
της σπονδυλικής στήλης ήταν στατιστικά μεγαλύτερες όταν η δόση χορηγήθηκε πριν
από το πρωινό.
Σε οστεοπενικές μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η νατριούχος ρισεδρονάτη
πλεονεκτεί έναντι του εικονικού φαρμάκου ως προς την αύξηση της οστικής
πυκνότητας (ΒΜD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης στους 12 και τους
24 μήνες.
Οστεοπόρωση επαγόμενη από κορτικοστεροειδή: Το κλινικό πρόγραμμα περιελάμβανε
ασθενείς που ξεκίνησαν θεραπεία με κορτικοστεροειδή ( 7,5 mg/ημέρα πρεδνιζόνης ή
ισοδύναμου) μέσα στους 3 προηγούμενους μήνες ή ασθενείς οι οποίοι ελάμβαναν
κορτικοστεροειδή για περισσότερο από 6 μήνες. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών
αποδεικνύουν ότι:
Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως επί ένα έτος διατηρεί ή
αυξάνει την οστική πυκνότητα (BMD) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οσφυϊκή
μοίρα της σπονδυλικής στήλης, τον αυχένα του μηριαίου οστού και τους
τροχαντήρες.
Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως μείωσε τη συχνότητα
εμφάνισης των καταγμάτων των σπονδύλων, τα οποία παρακολουθήθηκαν ως προς
την ασφάλεια, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου επί 1 έτος σε συγκεντρωτικές μελέτες.
Η ιστολογική εξέταση βιοψιών οστού από ασθενείς που λαμβάνουν
κορτικοστεροειδή και 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως δεν έδειξε σημεία
διαταραχής του μηχανισμού επιμετάλλωσης.
Παιδιατρικός πληθυσμός: Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της νατριούχου
ρισεδρονάτης ερευνάται σε μία εξελισσόμενη μελέτη παιδιατρικών ασθενών ηλικίας
από 4 ετών έως < 16 ετών με ατελή οστεογένεση. Μετά από την ολοκλήρωση της
τυχαιοποιημένης, διπλής-τυφλής, ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο (placebo) φάσης,
διάρκειας ενός έτους, καταδείχθηκε μια στατιστικά σημαντική αύξηση της οστικής
πυκνότητας (BMD) στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης για την ομάδα της
ρισεδρονάτης έναντι της ομάδας placebo. Ωστόσο, στην ομάδα της ρισεδρονάτης βρέθηκε
αυξημένος αριθμός, κατ’ ελάχιστον 1, νέων μορφομετρικών σπονδυλικών καταγμάτων
(διάγνωση με ακτινογραφία), συγκριτικά με την ομάδα placebo. Συνολικά, τα αποτελέσματα
δεν υποστηρίζουν τη χρήση της νατριούχου ρισεδρονάτης σε παιδιατρικούς ασθενείς με
ατελή οστεογένεση.
8
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση: Η απορρόφηση μετά την από στόματος χορήγηση είναι σχετικά ταχεία (t
max
~1
ώρα) και είναι ανεξάρτητη της δόσης στο εύρος που μελετάται (2,5 - 30 mg). Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα του χορηγούμενου από το στόμα δισκίου είναι 0,63% και μειώνεται όταν η
νατριούχος ρισεδρονάτη χορηγείται με τροφή. Η βιοδιαθεσιμότητα ήταν παρόμοια σε άνδρες
και γυναίκες.
Κατανομή: Στους ανθρώπους, ο μέσος όγκος κατανομής σε κατάσταση σταθερής ισορροπίας
είναι 6,3 l/kg. Η δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι 24% περίπου.
Μεταβολισμός: Δεν υπάρχουν αποδείξεις συστηματικού μεταβολισμού της νατριούχου
ρισεδρονάτης.
Απέκκριση: Το μισό περίπου της δόσης που απορροφάται απεκκρίνεται στα ούρα μέσα σε 24
ώρες και μετά από 28 ημέρες έχει αποβληθεί στα ούρα το 85% μιας ενδοφλέβιας δόσης. Η
μέση νεφρική κάθαρση είναι 105 ml/λεπτό και η μέση ολική κάθαρση είναι 122 ml/λεπτό και η
διαφορά αυτή ενδεχομένως αποδίδεται στην κάθαρση λόγω προσρόφησης στο οστό. Η
νεφρική κάθαρση δεν εξαρτάται από τη συγκέντρωση και υπάρχει γραμμική σχέση μεταξύ της
νεφρικής κάθαρσης και της κάθαρσης κρεατινίνης. H μη απορροφημένη νατριούχος
ρισεδρονάτη απεκκρίνεται αναλλοίωτη στα κόπρανα. Μετά την από στόματος χορήγηση, το
προφίλ συγκέντρωσης-χρόνου εμφανίζει τρεις φάσεις απέκκρισης με τελικό χρόνο ημιζωής 480
ώρες.
Ειδικοί πληθυσμοί:
Ηλικιωμένοι: Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας.
Χρήστες ακετυλοσαλικυλικού οξέος / Μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ):
Μεταξύ των ατόμων που χρησιμοποιούν ακετυλοσαλικυλικό οξύ ή ΜΣΑΦ (3 ή περισσότερες
ημέρες ανά εβδομάδα) η συχνότητα εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών στο άνω
γαστρεντερικό σύστημα σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με νατριούχο ρισεδρονάτη
ήταν παρόμοια με εκείνη των ασθενών που ανήκαν στην ομάδα ελέγχου.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που διεξήχθησαν σε αρουραίους και σκύλους εντοπίσθηκαν τοξικές
δοσοεξαρτώμενες δράσεις στο ήπαρ των ζώων, κυρίως υπό τη μορφή αύξησης των ενζύμων με
ιστολογικές αλλοιώσεις στον αρουραίο μετά από τη χορήγηση της νατριούχου ρισεδρονάτης.
Η κλινική σημασία αυτών των παρατηρήσεων δεν είναι γνωστή. Τοξικότητα των όρχεων
παρουσιάσθηκε σε αρουραίους και σκύλους σε εκθέσεις που θεωρήθηκαν ότι ήταν πάνω από
το ανώτατο θεραπευτικό όριο έκθεσης του ανθρώπου. Στα τρωκτικά συχνά σημειώθηκαν
περιπτώσεις δοσοεξαρτώμενου ερεθισμού των ανώτερων αεραγωγών. Παρόμοιες δράσεις
εντοπίσθηκαν και με τα άλλα διφωσφονικά. Σε μακροχρόνιες μελέτες με τρωκτικά
παρουσιάστηκε επίσης κάποια δράση στο κατώτερο αναπνευστικό, παρ’ όλο που η κλινική
σημασία αυτών των ευρημάτων δεν είναι σαφής. Σε μελέτες τοξικότητας κατά την
αναπαραγωγή σε δόσεις παρόμοιες με τις δόσεις των κλινικών μελετών διαπιστώθηκαν
μεταβολές της οστεοποίησης στο στέρνο ή/και το κρανίο των εμβρύων στους αρουραίους
στους οποίους χορηγήθηκε καθώς επίσης υπασβεστιαιμία και θνητότητα σε εγκύους
αρουραίους κατά τον τοκετό. Δεν υπήρξε κάποια ένδειξη τερατογένεσης σε δόση 3,2
9
mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε αρουραίους και σε δόση 10 mg/kg/ημέρα χορηγούμενη σε
κουνέλια, παρά το γεγονός ότι τα διαθέσιμα στοιχεία αφορούν μόνο σε ένα μικρό αριθμό
κουνελιών. Η τοξική δράση στις μητέρες ανέστειλε τις μελέτες με υψηλότερες δόσεις.
Μελέτες σχετικά με τη γενετική τοξικότητα και την καρκινογένεση δεν παρουσίασαν κάποιους
ιδιαίτερους κινδύνους για τους ανθρώπους.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας δισκίου
Magnesium stearate
Crospovidone
Lactose monohydrate
Microcrystalline cellulose
Επικάλυψη με λετττό υμένιο:
Hypromellose
Colloidal silica, anhydrous
Hydroxypropyl cellulose
Macrogol 400
Macrogol 8000
Titanium dioxide (E171)
Iron oxide yellow (E172)
6.2 Ασυμβατότητες
Καμιά γνωστή.
6.3 Διάρκεια ζωής
24 μήνες
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλη (blister) από αδιαφανές PVC/φύλλο αλουμινίου που περιέχει 28 δισκία, συσκευασμένα σε
χάρτινο κουτί
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμιά ειδική υποχρέωση.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
10
Specifar Α.Ε.
28
ης
Οκτωβρίου 1,
123 51 Αγ. Βαρβάρα
Αθήνα
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
. . .
11