
κινδύνου ήταν 49% και 41%, αντίστοιχα (συχνότητα νέων καταγμάτων των σπονδύλων με
νατριούχο ρισεδρονάτη 18,1% και 11,3%, ενώ με εικονικό φάρμακο 29% και 16,3%,
αντίστοιχα). Το αποτέλεσμα από την αγωγή διαπιστώθηκε αρκετά πρώιμα, από το τέλος
κιόλας του πρώτου έτους θεραπείας. Στη βάση αναφοράς των μετρήσεων εντοπίσθηκαν
επίσης οφέλη σε γυναίκες με πολλαπλά κατάγματα. Η χορήγηση 5 mg νατριούχου
ρισεδρονάτης ημερησίως ελάττωσε επίσης τον ετήσιο ρυθμό απώλειας ύψους συγκρινόμενη
με την ομάδα ελέγχου.
• Σε δύο επιπλέον ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες συμπεριελήφθησαν
μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ηλικίας άνω των 70 ετών με ή και χωρίς κατάγματα των
σπονδύλων στη βάση αναφοράς. Συμπεριελήφθησαν γυναίκες, ηλικίας 70-79 ετών με
οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου οστού Τ-score < -3 SD (εύρος
κατασκευαστή, ήτοι -2,5 SD εφαρμόζοντας τη μέθοδο NHANES III) και τουλάχιστον έναν
επιπλέον παράγοντα κινδύνου. Θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν γυναίκες, ηλικίας
μεγαλύτερης των 80 ετών βάσει ενός τουλάχιστον, μη σκελετικού παράγοντα κινδύνου για
κάταγμα ισχίου ή με χαμηλή οστική πυκνότητα μετάλλων στον αυχένα του μηριαίου οστού.
Στατιστική σημαντικότητα ως προς την αποτελεσματικότητα της νατριούχου ρισεδρονάτης
έναντι του εικονικού φαρμάκου επιτυγχάνεται μόνο εφόσον συγκεντρωθούν τα στοιχεία
από τις δύο ομάδες θεραπείας με 2,5 mg και 5 mg. Τα ακόλουθα αποτελέσματα
βασίζονται μόνο σε μια μεταγενέστερη ανάλυση των υποομάδων, όπως καθορίζεται από την
κλινική πρακτική και τους πρόσφατους ορισμούς της οστεοπόρωσης:
- Στην υποομάδα των ασθενών με οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου
οστού, Τ-score < -2,5 SD (NHANES III) και τουλάχιστον με ένα σπονδυλικό κάταγμα στη βάση
αναφοράς, η νατριούχος ρισεδρονάτη χορηγούμενη επί 3 έτη μείωσε τον κίνδυνο εμφάνισης
καταγμάτων του ισχίου κατά 46% σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (συχνότητα των καταγμάτων του
ισχίου στις ομάδες συνδυασμού με 2,5 mg και 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης 3,8%, ενώ με το
εικονικό φάρμακο 7,4%).
- Από τα δεδομένα προκύπτει ότι στις υπερήλικες (ηλικία > 80 ετών) δυνατό να
παρατηρηθεί μικρότερη προφύλαξη από αυτή.
Αυτό ενδεχομένως οφείλεται στην αυξημένη σημασία των μη σκελετικών παραγόντων
για κατάγματα του ισχίου καθώς αυξάνεται η ηλικία.
Σε αυτές τις μελέτες, τα στοιχεία που αναλύθηκαν σαν δευτερεύον τελικό σημείο
αξιολόγησης έδειξαν μείωση του κινδύνου εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων σε
ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του μηριαίου οστού χωρίς
σπονδυλικό κάταγμα και σε ασθενείς με χαμηλή οστική πυκνότητα (BMD) στον αυχένα του
μηριαίου οστού με ή χωρίς σπονδυλικό κάταγμα.
Η χορήγηση 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως επί 3 έτη αύξησε την οστική
πυκνότητα (BMD) σε σχέση με την ομάδα ελέγχου στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής
στήλης, τον αυχένα του μηριαίου οστού, τους τροχαντήρες και τον καρπό και απέτρεψε την
οστική απώλεια στο μέσο της διάφυσης της κερκίδας.
• Σε μια μελέτη, διάρκειας ενός έτους, παρακολούθησης των ασθενών, μετά την τριετή
αγωγή με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως παρατηρήθηκε ταχεία
αναστροφή της κατασταλτικής δράσης της νατριούχου ρισεδρονάτης στο ρυθμό
οστικής εναλλαγής.
• Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που λαμβάνουν οιστρογόνα, η χορήγηση 5 mg
νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως αύξησε την οστική πυκνότητα (BMD) μόνο
στον αυχένα του μηριαίου οστού και στο μέσο της διάφυσης της κερκίδας, σε
σύγκριση με τα οιστρογόνα.
• Δείγματα βιοψίας οστών από μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που υποβλήθηκαν σε
θεραπεία με 5 mg νατριούχου ρισεδρονάτης ημερησίως για 2 - 3 έτη, έδειξαν μια
7