ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
Miralust 4 mg μασώμενα δισκία
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Κάθε μασώμενο δισκίο περιέχει νατριούχο μοντελουκάστη, ισοδύναμη με 4 mg
μοντελουκάστης.
Έκδοχο με γνωστή δράση:
Κάθε μασώμενο δισκίο περιέχει 1,.2 mg ασπαρτάμης (E951).
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλέπε παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Μασώμενο δισκίο
Ροζ χρώματος, οβάλ, αμφίκυρτου σχήματος, με τη λέξη “4χαραγμένη στη μια
πλευρά.
4. KΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το Miralust ενδείκνυται για τη θεραπεία του άσθματος σαν συμπληρωματική
θεραπεία για τους ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών με ήπιο έως μέτριο επιμένον
άσθμα οι οποίοι δεν ελέγχονται επαρκώς με τα εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή
και στους οποίους η χρήση β-αγωνιστών βραχείας δράσης “όταν χρειάζεται”
παρέχει ανεπαρκή κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Το Miralust μπορεί επίσης να αποτελεί μία εναλλακτική επιλογή θεραπείας
έναντι των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών σε ασθενείς
ηλικίας 2 έως 5 ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, οι οποίοι δεν έχουν ιστορικό
πρόσφατων σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου να απαιτήθηκε από του
στόματος χρήση κορτικοστεροειδών, και για τους οποίους έχει αποδειχθεί ότι
δεν είναι ικανοί να χρησιμοποιούν εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή (βλέπε
παράγραφο 4.2).
Το Miralust επίσης ενδείκνυται για την προφύλαξη από άσθμα από την ηλικία
των 2 ετών και άνω, στο οποίο ο επικρατέστερος παράγοντας είναι
βρογχόσπασμος προκαλούμενος από άσκηση.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν πρέπει να χορηγείται σε ένα παιδί κάτω από την
επίβλεψη ενηλίκου. Η δοσολογία για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2-5 ετών
είναι ένα μασώμενο δισκίο 4mg ημερησίως που λαμβάνεται το βράδυ. Σε σχέση
με το γεύμα το Miralust πρέπει να λαμβάνεται είτε 1 ώρα πριν το φαγητό ή 2
ώρες μετά. Για τις ηλικίες αυτές δεν είναι απαραίτητη οποιαδήποτε
1
προσαρμογή της δοσολογίας. Η φαρμακοτεχνική μορφή του Miralust μασώμενου
δισκίου 4mg δεν συνιστάται για ηλικία κάτω των 2 ετών.
Γενικές συστάσεις:
Το θεραπευτικό αποτέλεσμα του Miralust στον έλεγχο των
παραμέτρων του άσθματος, εμφανίζεται εντός μίας ημέρας. Πρέπει να
συνιστάται στους ασθενείς να συνεχίζουν τη λήψη του Miralust ακόμη και αν το
άσθμα τους είναι υπό έλεγχο, καθώς και στις περιόδους έξαρσής του.
Δεν είναι απαραίτητη η προσαρμογή της δοσολογίας για ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια, ή ασθενείς με ήπιου έως μέτριου βαθμού ηπατική δυσλειτουργία.
Δεν υπάρχουν στοιχεία για ασθενείς με σοβαρή ηπατική δυσλειτουργία. Η
δοσολογία είναι η ίδια για άνδρες και γυναίκες ασθενείς.
Το Miralust ως εναλλακτική επιλογή θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων
εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών για ήπιο, επιμένον άσθμα
:
Η μοντελουκάστη δεν συνιστάται ως μονοθεραπεία σε ασθενείς με μέτριο
επιμένον άσθμα. Η χρήση της μοντελουκάστης ως εναλλακτική επιλογή
θεραπείας έναντι των χαμηλών δόσεων εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών σε
παιδιά με ήπιο επιμένον άσθμα θα πρέπει να εξετασθεί μόνον για ασθενείς, οι
οποίοι δεν έχουν ιστορικό πρόσφατων σοβαρών ασθματικών επεισοδίων, όπου
να απαιτήθηκε από του στόματος χρήση κορτικοστεροειδών, και για τους
οποίους έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι ικανοί να χρησιμοποιούν εισπνεόμενα
κορτικοστεροειδή (βλέπε παράγραφο 4.1). Το ήπιο επιμένον άσθμα ορίζεται ως
συμπτώματα άσθματος περισσότερο από μια φορά την εβδομάδα αλλά λιγότερο
από μία φορά την ημέρα, συμπτώματα κατά την νύκτα περισσότερο από δύο
φορές το μήνα αλλά λιγότερο από μία φορά την εβδομάδα, φυσιολογική
λειτουργία των πνευμόνων μεταξύ των επεισοδίων. Εάν δεν επιτευχθεί
ικανοποιητικός έλεγχος του άσθματος κατά την παρακολούθηση (συνήθως
εντός ενός μηνός), θα πρέπει να αξιολογηθεί η ανάγκη για μία επιπλέον ή
διαφορετική αντι-φλεγμονώδη θεραπεία βασιζόμενη στο σύστημα σταδιακής
θεραπευτικής αντιμετώπισης του άσθματος. Οι ασθενείς πρέπει να
αξιολογούνται περιοδικά για τον έλεγχο του άσθματος.
Το Miralust ως προφύλαξη από το άσθμα για ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών
στους οποίους
ο επικρατέστερος παράγοντας είναι βρογχοσύσπαση προκαλούμενη από
άσκηση
Σε ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών ο βρογχόσπασμος προκαλούμενος από
άσκηση μπορεί να είναι η επικρατέστερη εκδήλωση του επίμονου άσθματος
όπου απαιτείται θεραπεία με εισπνεόμενα κορτικοστερεοειδή. Οι ασθενείς
πρέπει να αξιολογούνται μετά από 2 έως 4 εβδομάδες θεραπείας με
μοντελουκάστη. Εάν δεν έχει επιτευχθεί ικανοποιητική ανταπόκριση, πρέπει να
εξετασθεί το ενδεχόμενο μίας επιπρόσθετης ή διαφορετικής θεραπείας.
Θεραπεία με Miralust σε σχέση με άλλη αγωγή για το άσθμα
Όταν η αγωγή με Miralust χρησιμοποιείται ως θεραπεία που προστίθεται στα
εισπνεόμενα κορτικοστεροειδή, το Miralust δεν πρέπει απότομα να
υποκαταστήσει εισπνεόμενα κορτικοστεροειδήλέπε παράγραφο 4.4.)
Δισκία 10 mg επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο είναι διαθέσιμα για ενήλικες
ηλικίας 15 ετών και άνω.
Μασώμενα δισκία 5 mg είναι διαθέσιμα για παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6
έως 14 ετών.
Τρόπος χορήγησης
Από του στόματος χορήγηση.
2
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στην δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στην παράγραφο 6.1.
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Οι ασθενείς θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι ώστε να μη χρησιμοποιούν ποτέ
μοντελουκάστη χορηγούμενη από το στόμα για την αντιμετώπιση κρίσης
άσθματος αλλά να έχουν άμεσα διαθέσιμα τα συνήθη κατάλληλα φάρμακα που
θα τους βοηθήσουν σ’ αυτή την περίπτωση. Εάν εμφανισθεί οξεία κρίση
άσθματος, ένας βραχείας δράσης β-αγωνιστής πρέπει να χρησιμοποιηθεί. Οι
ασθενείς πρέπει να αναζητήσουν την συμβουλή του γιατρού τους το
συντομότερο δυνατόν, εάν χρειασθούν περισσότερες από τις συνήθεις εισπνοές
β-αγωνιστή βραχείας δράσης.
Η μοντελουκάστη δεν πρέπει να υποκαταστήσει απότομα εισπνεόμενα ή από
του στόματος χορηγούμενα κορτικοστεροειδή.
Δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποδεικνύουν ότι και τα από του στόματος
χορηγούμενα κορτικοστεροειδή μπορούν να μειωθούν όταν χορηγείται
ταυτόχρονα μοντελουκάστη.
Σε σπάνιες περιπτώσεις, ασθενείς σε θεραπεία με αντιασθματικούς παράγοντες
συμπεριλαμβανομένης της μοντελουκάστης, είναι δυνατόν να εμφανίσουν
συστηματική ηωσινοφιλία, η οποία μερικές φορές εμφανίζεται με τα κλινικά
συμπτώματα αγγειίτιδας συμβατής με το σύνδρομο Churg-Strauss, μία
κατάσταση η οποία συνήθως αντιμετωπίζεται με τη συστηματική χορήγηση
κορτικοστεροειδών. Οι περιπτώσεις αυτές, έχουν συσχετισθεί κάποιες φορές με
τη μείωση ή τη διακοπή της θεραπείας των από του στόματος χορηγούμενων
κορτικοστεροειδών. Παρόλο που η αιτιώδης σχέση του ανταγωνισμού των
υποδοχέων λευκοτριενίων δεν έχει τεκμηριωθεί, οι θεράποντες ιατροί πρέπει
να είναι σε εγρήγορση για την περίπτωση εμφάνισης ηωσινοφιλίας,
εξανθήματος λόγω αγγειίτιδας, επιδείνωσης των πνευμονικών συμπτωμάτων,
καρδιακών επιπλοκών και της εμφάνισης νευροπάθειας στους ασθενείς τους.
Οι ασθενείς που αναπτύσσουν αυτά τα συμπτώματα πρέπει να
επαναξιολογηθούν και να εκτιμηθούν τα θεραπευτικά σχήματά τους.
Το Miralust περιέχει ασπαρτάμη, η οποία είναι πηγή φαινυλαλανίνης. Ασθενείς
με φαινυλκετονουρία θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν ότι κάθε μασώμενο
δισκίο 4 mg περιέχει φαινυλαλανίνη σε ποσότητα αντίστοιχη με 0,674 mg
φαινυλαλανίνης σε κάθε δόση.
4.5 Aλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες
μορφές αλληλεπίδρασης
Η μοντελουκάστη μπορεί να χορηγηθεί ταυτόχρονα με άλλες θεραπείες που
χρησιμοποιούνται συνήθως για την προφύλαξη και τη θεραπεία του χρόνιου
άσθματος. Σε μελέτες αλληλεπίδρασης φαρμάκων, η συνιστώμενη κλινική δόση
της μοντελουκάστης δεν έχει κλινικώς σημαντικές επιδράσεις στην
φαρμακοκινητική των ακόλουθων φαρμακευτικών προϊόντων: θεοφυλλίνη,
πρεδνιζόνη, πρεδνιζoλόνη, αντισυλληπτικά χορηγούμενα από το στόμα
(αιθινυλο-οιστραδιόλη/νορεθινδρόνη 35/1), τερφεναδίνη, διγοξίνη και
βαρφαρίνη.
Η περιοχή κάτω από την καμπύλη (ΑUC) της συγκέντρωσης της
μοντελουκάστης στο πλάσμα μειώθηκε περίπου κατά 40 % σε ασθενείς που
έπαιρναν ταυτόχρονα φαινοβαρβιτάλη. Επειδή η μοντελουκάστη μεταβολίζεται
3
από το CYP 3A4, 2C8 και 2C9, απαιτείται προσοχή ειδικά στα παιδιά, όταν η
μοντελουκάστη συγχορηγείται με επαγωγείς του CYP 3A4, 2C8 και 2C9 όπως
φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη και ριφαμπικίνη.
Μελέτες
in vitro
έδειξαν ότι η μοντελουκάστη είναι ισχυρός αναστολέας του
CYP 2C8. Ωστόσο, τα στοιχεία από μία κλινική μελέτη αλληλεπίδρασης
φαρμάκων που συμπεριλάμβανε μοντελουκάστη και ροσιγλιταζόνη (ένα
δοκιμαστικό υπόστρωμα αντιπροσωπευτικό για τα φαρμακευτικά προϊόντα
που μεταβολίζονται πρωταρχικά μέσω του CYP2C8) έδειξαν ότι η
μοντελουκάστη δεν αναστέλλει το CYP2C8
in vivo
. Γι’ αυτό, η μοντελουκάστη
δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά το μεταβολισμό των φαρμακευτικών
προϊόντων που μεταβολίζονται μέσω αυτού του ενζύμου (π.χ. πακλιταξέλη,
ροσιγλιταζόνη, και ρεπαγλινίδη).
Ιn vitro
μελέτες έχουν δείξει ότι η μοντελουκάστη είναι ένα υπόστρωμα του
CYP 2C8, και σε λιγότερο σημαντικό βαθμό, του 2C9 και 3Α4. Σε μία κλινική
μελέτη αλληλεπίδρασης φαρμάκων που συμπεριλάμβανε μοντελουκάστη και
γεμφιμπροζίλη (έναν αναστολέας του CYP 2C8 αλλά και του 2C9), η
γεμφιμπροζίλη αύξησε τη συστηματική έκθεση της μοντελουκάστης κατά 4,4
φορές. Δεν απαιτείται προσαρμογή της δοσολογίας ρουτίνας της
μοντελουκάστης κατά τη συγχορήγηση με γεμφιβροζίλη ή άλλους ισχυρούς
αναστολείς του CYP 2C8, αλλά ο γιατρός θα πρέπει να γνωρίζει την
πιθανότητα για αύξηση των ανεπιθύμητων ενεργειών.
Με βάση
in vitro
δεδομένα, δεν αναμένονται κλινικά σημαντικές
φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις με λιγότερο ισχυρούς αναστολείς του CYP
2C8 (π.χ. τριμεθοπρίμη). Η συγχορήγηση της μοντελουκάστης με ιτρακοναζόλη,
έναν ισχυρό αναστολέα του CYP 3A4, δεν οδήγησε σε σημαντική αύξηση της
συστηματικής έκθεσης της μοντελουκάστης.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Μελέτες σε ζώα δεν έδειξαν επιβλαβείς επιδράσεις σχετικά με τις επιδράσεις
στην κύηση ή στην εμβρυονική/εμβρυϊκή ανάπτυξη.
Περιορισμένα στοιχεία από διαθέσιμες βάσεις δεδομένων σχετικές με την
κύηση δεν υποστηρίζουν αιτιολογική συσχέτιση μεταξύ της μοντελουκάστης
και των δυσμορφιών (π.χ. ελλείψεις άκρων) που έχουν αναφερθεί σπάνια κατά
την εμπειρία διεθνώς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά.
Το Miralust μπορεί να χορηγηθεί κατά την διάρκεια της κύησης μόνο εάν
θεωρηθεί ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
Θηλασμός
Μελέτες σε αρουραίους έδειξαν ότι η μοντελουκάστη εκκρίνεται στο γάλα
(βλέπε παράγραφο 5.3). Δεν είναι γνωστό εάν η μοντελουκάστη εκκρίνεται στο
ανθρώπινο γάλα.
Το Miralust μπορεί να χορηγηθεί σε μητέρες που θηλάζουν μόνο εάν θεωρηθεί
ότι είναι απολύτως απαραίτητο.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
4
Δεν αναμένεται η μοντελουκάστη να επηρεάσει την ικανότητά του ασθενούς
για οδήγηση ή χειρισμό μηχανημάτων. Ωστόσο, σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις
κάποια άτομα ανέφεραν υπνηλία ή ζάλη.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε κλινικές μελέτες με ασθενείς με
επιμένων άσθμα ως εξής:
Tα επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 10 mg σε 4.000 περίπου ενήλικες
ασθενείς ηλικίας 15 ετών και άνω.
Tα μασώμενα δισκία 5 mg σε 1.750 περίπου παιδιατρικούς ασθενείς
ηλικίας 6 έως 14 ετών.
Τα μασώμενα δισκία 4 mg σε 851 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5
ετών.
Τα κοκκία 4mg σε 175 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 2
ετών.
Η μοντελουκάστη έχει αξιολογηθεί σε μια κλινική μελέτη σε ασθενείς με
διαλείπων άσθμα ως εξής:
Tα μασώμενα δισκία 4mg σε 1.038 παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6
μηνών έως 5 ετών.
Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες που σχετίζονται με το φάρμακο σε
κλινικές μελέτες αναφέρθηκαν ως συχνές (≥1/100 έως < 1/10) σε ασθενείς που
έλαβαν θεραπεία με μοντελουκάστη και με μεγαλύτερη συχνότητα από ότι σε
ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με εικονικό φάρμακο:
Κατηγορία
συστήματος
οργάνου
Ενήλικες
ασθεν
είς
ηλικί
ας 15
ετών
και
άνω
(δύο μελέτες
διάρκειας
12
εβδομάδων,
n=795)
Παιδιατρικο
ί
ασθενείςηλι
κίας 6 έως
14 ετών
(μία μελέτη
8
εβδομάδων,
n=201)
(δύο μελέτες
διάρκειας
56
εβδομάδων,
n=615)
Παιδιατρικο
ί ασθενείς
ηλικίας 2
έως 5 ετών
(μία μελέτη
12
εβδομάδων,
n=461)
(μία μελέτη
διάρκειας
48
εβδομάδων,
n=278)
Παιδιατρικο
ί ασθενείς
ηλικίας 6
μηνών έως 2
ετών
(μία μελέτη
6
εβδομάδων,
n=175)
Διαταραχές
του
νευρικού
συστήματος
κεφαλαλγία κεφαλαλγία υπερκινησία
Διαταραχές
του
αναπνευστι
κού
συστήματος,
του θώρακα
και του
μεροθωρακί
ου
άσθμα
Διαταραχές
του
κοιλιακό
άλγος
κοιλιακό
άλγος
διάρροια
5
γαστρεντερι
κού
συστήματος
Διαταραχές
δέρματος
και
υποδόριου
ιστού
εκζεματώδης
δερματίτιδα,
εξάνθημα
Γενικές
διαταραχές
και
καταστάσει
ς της οδού
χορήγησης
δίψα
Το προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε σε κλινικές μελέτες παρατεταμένης
θεραπείας με περιορισμένο αριθμό ασθενών, διάρκειας έως 2 έτη σε ενήλικες
και έως 12 μήνες σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών.
Συνολικά, 502 παιδιατρικοί ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών έλαβαν θεραπεία με
μοντελουκάστη τουλάχιστον για 3 μήνες, 338 για 6 μήνες ή περισσότερο, και
534 ασθενείς για 12 μήνες ή περισσότερο. Με παρατεταμένη θεραπεία, το
προφίλ ασφάλειας δεν άλλαξε γι’ αυτές τις ομάδες ασθενών.
Το προφίλ ασφαλείας σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 μηνών έως 2 ετών
δεν άλλαξε με θεραπεία έως 3 μήνες.
Εμπειρία μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου στην αγορά
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν μετά την κυκλοφορία του
φαρμάκου στην αγορά, απαριθμούνται στον παρακάτω πίνακα με βάση την
Κατηγορία Συστήματος Οργάνου και τη συγκεκριμένη Ορολογία Ανεπιθύμητων
Ενεργειών. Η κατηγορία συχνότητας έχει εκτιμηθεί με βάση τις σχετικές
κλινικές μελέτες.
Κατηγορία
συστήματος οργάνου
Ορολογία
ανεπιθύμητης
ενέργειας
Κατηγορία
συχνότητας
#
Λοιμώξεις και
παρασιτώσεις
λοίμωξη του ανώτερου
αναπνευστικού*
Πολύ συχνή
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
αυξημένη τάση για
αιμορραγία
Σπάνια
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
αντιδράσεις
υπερευαισθησίας,
συμπεριλαμβανομένης
της αναφυλαξίας
ηπατική ιωσινοφιλική
διήθηση
Όχι συχνή
Πολύ σπάνια
Ψυχιατρικές διαταραχές μη φυσιολογικά όνειρα
συμπεριλαμβανομένων
των εφιαλτών, αϋπνία,
υπνοβασία,
ευερεθιστότητα, άγχος,
ανησυχία, διέγερση
συμπεριλαμβανομένης
της επιθετικής ή
εχθρικής συμπεριφοράς,
Όχι συχνό
6
κατάθλιψη
Τρόμος
Παραισθήσεις,
αποπροσανατολισμός,
αυτοκτονική σκέψη και
αυτοκτονική
συμπεριφορά
(αυτοκτονικός
ιδεασμός )
Σπάνια
Πολύ σπάνια
Διαταραχές του νευρικού
συστήματος
ζάλη, υπνηλία,
παραισθησία/υπαισθησία
, σπασμός
Όχι συχνή
Διαταραχές του
καρδιαγγειακού
συστήματος
αίσθημα παλμών Σπάνια
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος, του θώρακα
και του μεσοθωράκιου
Επίσταξη
Σύνδρομο Churg-Strauss
(CSS) (βλ. Παράγραφο
4.4)
Όχι συχνή
Πολύ σπάνια
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
συστήματος
Διάρροια**, ναυτία**,
εμετός**
ξηροστομία, δυσπεψία
Συχνή
Όχι συχνή
Διαταραχές του ήπατος
και των χοληφόρων
αυξημένα επίπεδα των
τρανσαμινασών του ορού
(ALT, AST)
ηπατίτιδα
(συμπεριλαμβανομένης
χολοστατικής,
ηπατοκυτταρικής και
μεικτού μοτίβου
ηπατικής βλάβης)
Συχνή
Πολύ σπάνια
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Εξάνθημα**
μώλωπες, κνίδωση,
κνησμός
αγγειοοίδημα
οζώδες ερύθημα,
πολύμορφο ερύθημα
Συχνή
Όχι συχνή
Σπάνια
Πολύ σπάνια
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος, του
συνδετικού ιστού και
των οστών
αρθραλγία, μυαλγία
συμπεριλαμβανομένων
των μυϊκών κραμπών
Όχι συχνή
Γενικές διαταραχές και
καταστάσεις της οδού
χορήγησης
πυρεξία**
εξασθένιση/κόπωση,
αίσθημα κακουχίας,
οίδημα
Συχνή
Όχι συχνή
7
#
Κατηγορία συχνότητας: Ορίστηκε για κάθε ανεπιθύμητη ενέργεια από το
περιστατικό που αναφέρθηκε στη βάση δεδομένων των κλινικών μελετών:
Πολύ συχνή (≥1/10), Συχνή (≥1/100 έως <1/10), Όχι συχνή (≥1/1.000 έως
<1/100), Σπάνια (≥1/10.000 έως <1/1.000), Πολύ σπάνια (<1/10.000).
*Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια αναφέρθηκε ως πολύ συχνή σε ασθενείς που
έλαβαν μοντελουκάστη, αλλά επίσης και σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό
φάρμακο σε κλινικές μελέτες.
** Αυτή η ανεπιθύμητη ενέργεια αναφέρθηκε ως συχνή σε ασθενείς που έλαβαν
μοντελουκάστη, αλλά επίσης και σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο σε
κλινικές μελέτες.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση
άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει
τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού
προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν
οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού
συστήματος αναφοράς:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: 213 2040380/337
Φαξ: 210 6549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Δεν είναι διαθέσιμες ειδικές πληροφορίες για την αντιμετώπιση της
υπερδοσολογίας με μοντελουκάστη. Σε μελέτες του χρόνιου άσθματος, η
μοντελουκάστη έχει χορηγηθεί σε ενήλικες ασθενείς σε δόσεις μέχρι
200 mg/ημερησίως για 22 εβδομάδες, και σε μικρής διάρκειας μελέτες μέχρι
900 mg/ημερησίως σε ασθενείς για περίπου μια εβδομάδα, χωρίς να
παρουσιαστούν κλινικά σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες.
Έχουν αναφερθεί περιστατικά οξείας υπερδοσολογίας με τη χρήση του
φαρμάκου μετά την κυκλοφορία του στην αγορά και σε κλινικές μελέτες με
μοντελουκάστη. Αυτά περιλαμβάνουν αναφορές σε ενήλικες και παιδιά με μία
δόση ίση με 1.000 mg (περίπου 61 mg/kg σε ένα παιδί ηλικίας 42 μηνών). Τα
κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα που παρατηρήθηκαν συμφωνούν με το
προφίλ ασφάλειας σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Δεν αναφέρθηκαν
ανεπιθύμητες ενέργειες στην πλειονότητα των περιστατικών υπερδοσολογίας.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που εμφανίζονται συνήθως ήταν σύμφωνες με το
προφίλ ασφάλειας της μοντελουκάστης και περιελάμβαναν κοιλιακό άλγος,
υπνηλία, δίψα, κεφαλαλγία, εμετό, και ψυχοκινητική υπερδραστηριότητα.
Δεν είναι γνωστό αν η μοντελουκάστη απομακρύνεται με περιτοναϊκή διύλιση
ή αιμοδιύλιση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Άλλα συστηματικά φάρμακα για
αποφρακτικές παθήσεις των αεραγωγών, Ανταγωνιστής υποδοχέων
λευκοτριενίων.
Κωδικός ΑΤC: R03D C03
8
Μηχανισμός δράσης
Τα κυστεϊνυλικά λευκοτριένια (LTC
4
, LTD
4
, LTE
4
), είναι ισχυρά εικοσανοειδή
που προκαλούν φλεγμονή και απελευθερώνονται από διάφορα κύτταρα,
συμπεριλαμβανομένων των μαστοκυττάρων και των ηωσινοφίλων. Αυτοί οι
σημαντικοί προ-ασθματικοί μεταβιβαστές συνδέονται με τους κυστεϊνυλικούς
υποδοχείς των λευκοτριενίων (CysLT) που βρίσκονται στους ανθρώπινους
αεραγωγούς και προκαλούν αντιδράσεις που προέρχονται από αυτούς,
συμπεριλαμβανομένων της βρογχοσύσπασης, έκκρισης βλέννας, αγγειακής
διαπερατότητας και συσσώρευσης ηωσινόφιλων.
Η μοντελουκάστη είναι μία από του στόματος χορηγούμενη ενεργός ένωση που
συνδέεται με υψηλή συγγένεια και εκλεκτικότητα με τον υποδοχέα CysLT
1
. Σε
κλινικές μελέτες η μοντελουκάστη αναστέλει σε χαμηλές δόσεις έως 5mg τη
βρογχοσύσπαση που προκαλείται από εισπνοή LTD4. Bρογχοδιαστολή
παρατηρήθηκε εντός 2 ωρών μετά την από του στόματος χορήγηση. Η
προκαλούμενη βρογχοδιασταλτική επίδραση από ένα β-αγωνιστή ήταν
αθροιστική σε αυτή που προκλήθηκε από τη μοντελουκάστη. H θεραπεία με
μοντελουκάστη αναστέλλει τόσο την πρώϊμη όσο και την όψιμη φάση της
βρογχοσύσπασης που προκαλείται από αντιγόνο. Η μοντελουκάστη
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, μείωσε την περιφερική συγκέντρωση
ηωσινόφιλων στο αίμα σε ενήλικες και παιδιατρικούς ασθενείς. Σε μία
ξεχωριστή μελέτη, η θεραπεία με μοντελουκάστη μείωσε σημαντικά τα
ηωσινόφιλα στους αεραγωγούς (όπως μετρήθηκαν στα πτύελα). Σε ενήλικες και
παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 14 ετών, η μοντελουκάστη,
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, μείωσε την περιφερική συγκέντρωση
ηωσινόφιλων στο αίμα, ενώ βελτίωσε τον κλινικό έλεγχο του άσθματος.
Σε μελέτες με ενήλικες, η μοντελουκάστη 10 mg εφάπαξ ημερησίως,
συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, επέδειξε σημαντικές βελτιώσεις στην
πρωϊνή FEV
1
(10,4% έναντι 2,7% μεταβολή από το αρχικό στάδιο), στην ΠΜ
μέγιστη εκπνευστική ροή (PEFR) (24,5 L/min έναντι 3,3L /min μεταβολή από
το αρχικό στάδιο) και σημαντική μείωση στη συνολική χορήγηση β-αγωνιστών
(-26,1% έναντι -4,6% μεταβολή από το αρχικό στάδιο). Η βελτίωση στη
βαθμολογία συμπτωμάτων του άσθματος κατά την ημέρα και τη νύχτα όπως
αναφέρθηκε από τους ασθενείς ήταν σημαντικά καλύτερη από ότι με το
εικονικό φάρμακο.
Mελέτες σε ενήλικες επέδειξαν την ικανότητα της μοντελουκάστης να δρα
αθροιστικά στην κλινική επίδραση των εισπνεόμενων κορτικοστεροειδών (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη συν
μοντελουκάστη έναντι βεκλομεθαζόνης, έδειξαν αντίστοιχα για την FEV
1
:
5,43% έναντι 1,04%, χρήση β-αγωνιστών: -8,70% έναντι 2,64%). Συγκρινόμενη
με την εισπνεόμενη βεκλομεθαζόνη (200 μg δύο φορές την ημέρα χορηγούμενη
με δοσιμετρική συσκευή), η μοντελουκάστη επέδειξε μια πιο γρήγορη αρχική
ανταπόκριση, παρόλο που κατά τη διάρκεια της μελέτης 12 εβδομάδων η
βεκλομεθαζόνη παρείχε μια μεγαλύτερη μέση θεραπευτική επίδραση (%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο για τη μοντελουκάστη έναντι της
βεκλομεθαζόνης, αντίστοιχα για την FEV
1
: 7,49% έναντι 13,3%, χρήση β-
αγωνιστή: -28,28% έναντι -43,89%). Παρ’όλα αυτά συγκρινόμενο με τη
βεκλομεθαζόνη, ένα μεγάλο ποσοστό ασθενών που έλαβαν θεραπεία με
μοντελουκάστη είχαν παρόμοιες κλινικές ανταποκρίσεις (π.χ 50% των
ασθενών που τους χορηγήθηκε βεκλομεθαζόνη επέτυχαν μία βελτίωση από το
αρχικό στάδιο στην FEV
1
κατά 11% περίπου ή και περισσότερο, ενώ περίπου
42% των ασθενών στους οποίους χορηγήθηκε μοντελουκάστη επέτυχαν την
ίδια ανταπόκριση).
Σε μία μελέτη διάρκειας 12 εβδομάδων, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο σε
παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών, η μοντελουκάστη 4 mg εφάπαξ
9
ημερησίως, βελτίωσε τις παραμέτρους ελέγχου του άσθματος συγκριτικά με το
εικονικό φάρμακο ανεξάρτητα από την ταυτόχρονη θεραπεία ελέγχου
(εισπνεόμενα/χορηγούμενα με εκνεφωτή κορτικοστεροειδή ή
εισπνεόμενο/χορηγούμενο με εκνεφωτή χρωμογλυκικό νάτριο). Το εξήντα τοις
εκατό των ασθενών δεν ελάμβαναν άλλη θεραπεία ελέγχου. Η μοντελουκάστη
βελτίωσε τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της ημέρας (συμπεριλαμβανομένου
του βήχα,του συριγμού,της δυσκολίας στην αναπνοή και της περιορισμένης
δραστηριότητας) και τα συμπτώματα της νύχτας σε σύγκριση με το εικονικό
φάρμακο. Η μοντελουκάστη επίσης μείωσε σημαντικά τη χορήγηση β-αγωνιστή
“όταν χρειάζεται” και την θεραπεία διαφυγής κρίσεως με κορτικοστεροειδή
κατά την επιδείνωση του άσθματος, συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο. Oι
ασθενείς που ελάμβαναν μοντελουκάστη είχαν σημαντικά περισσότερες ημέρες
χωρίς άσθμα από αυτούς που ελάμβαναν εικονικό φάρμακο. Η θεραπευτική
δράση επιτεύχθηκε μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12 μηνών, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, σε παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών με ήπιο άσθμα και επεισοδιακές εξάρσεις, η
μοντελουκάστη 4 mg μία φορά ημερησίως μείωσε σημαντικά (p0,001) την
ετήσια συχνότητα των επεισοδίων έξαρσης του άσθματος (ΕΕ) σε σύγκριση με
το εικονικό φάρμακο (1,60 ΕΕ έναντι 2,34 ΕΕ, αντίστοιχα), ΕΕ ορίζεται ως 3
συνεχόμενες ημέρες με ημερήσια συμπώματα για τα οποία απαιτήθηκε χρήση
β-αγωνιστή, ή κορτικοστεροειδών (από του στόματος ή εισπνεόμενα) ή
εισαγωγή σε νοσοκομείο για το άσθμα. Η ποσοστιαία μείωση ως προς την
ετήσια συχνότητα ΕΕ ήταν 31,9%, με 95% διάστημα αξιοπιστίας ΔΑ, μεταξύ
16,9 και 44,1.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς, ηλικίας 6 έως 14 ετών,
η μοντελουκάστη 5 mg εφάπαξ ημερησίως, συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο,
βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία (FEV
1
: 8,71% έναντι 4,16%
μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8 L/min
μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και μείωσε τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν
χρειάζεται” (-11,7% έναντι +8,2% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12 μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα της
μοντελουκάστης έναντι της εισπνεόμενης φλουτικαζόνης σχετικά με τον
έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 ως 14 ετών με ήπιο
επιμένον άσθμα, η μοντελουκάστη δεν ήταν κατώτερη της φλουτικαζόνης ως
προς την αύξηση του ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ)
για το άσθμα, τον πρωταρχικό στόχο. Κατά μέσο όρο, στη διάρκεια μίας
περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το ποσοστό των ΗΧΘΔ για το άσθμα αυξήθηκε
από 61,6 σε 84,0 στην ομάδα της μοντελουκάστης και από 60,9 σε 86,7 στην
ομάδα της φλουτικαζόνης. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς την κατά
μέσο όρο αύξηση του ποσοστού των ημερών ΗΧΘΔ για το άσθμα ήταν
στατιστικά σημαντική (-2,8 με 95% ΔΑ μεταξύ -4,7 και -0,9), αλλά μέσα στα
προκαθορισμένα όρια ώστε να μην υπάρχει κλινικά κατωτερότητα.
Τόσο η μοντελουκάστη όσο και η φλουτικαζόνη βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο
του άσθματος ως προς τους δευτερεύοντες παράγοντες που αξιολογήθηκαν
κατά την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV
1
αυξήθηκε από 1,83 L σε 2,09 L στην ομάδα της μοντελουκάστης και
από 1,85 L σε 2,14 L στην ομάδα της φλουτικαζόνης.
Η διαφορά μεταξύ των ομάδων υπολογισμένη με βάση τις ευθείες ελαχίστων
τετραγώνων (LS), ως προς την μέση αύξηση του FEV
1
ήταν -0,02 L με 95% ΔΑ
μεταξύ 0,06 και 0,02. Η μέση προβλεπόμενη αύξηση του FEV
1
σε σύγκριση με
την αρχική τιμή σε εκατοστιαία μεταβολή % ήταν 0,6% στην ομάδα θεραπείας
με μοντελουκάστη και 2,7% στην ομάδα θεραπείας με φλουτικαζόνη. Η
διαφορά των μέσων LS τιμών μεταξύ των ομάδων ως προς την μεταβολή σε
10
σύγκριση με την αρχική τιμή του ποσοστού % του προβλεπόμενου FEV
1
, ήταν
σημαντική: -2,2% με 95% ΔΑ μεταξύ -3,6, και -0,7.
Το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή μειώθηκε από 38,0 σε 15,4 στην
ομάδα της μοντελουκάστης, και από 38,5% σε 12,8% στην ομάδα της
φλουτικαζόνης. Η διαφορά των μέσων LS τιμών μεταξύ των ομάδων ως προς
το ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή ήταν σημαντική: 2,7% με 95% ΔΑ
μεταξύ 0,9 και 4,5.
Το ποσοστό των ασθενών με ένα ασθματικό επεισόδιο (ένα ασθματικό
επεισόδιο ορίζεται ως η περίοδος επιδείνωσης του άσθματος, κατά την οποία
απαιτείται από του στόματος χορήγηση στεροειδών, μία όχι προγραμματισμένη
επίσκεψη στο γιατρό, επίσκεψη στο τμήμα πρώτων βοηθειών, ή εισαγωγή στο
νοσοκομείο) ήταν 32,2 στην ομάδα της μοντελουκάστης και 25,6 στην ομάδα
της φλουτικαζόνης. Ο λόγος των πιθανοτήτων (με 95% ΔΑ) που είναι
σημαντικός είναι ίσος με 1,38 (μεταξύ 1,04 και 1,84).
Το ποσοστό των ασθενών με συστηματική (κυρίως από το στόμα) χρήση
κορτικοστεροειδών κατά την διάρκεια της μελέτης ήταν 17,8% στην ομάδα της
μοντελουκάστης και 10,5% στην ομάδα της φλουτικαζόνης. Η διαφορά των
μέσων τιμών LS μεταξύ των ομάδων ήταν σημαντική:7,3% με 95% ΔΑ μεταξύ
2,9 και 11,7.
Σημαντική μείωση στη βρογχοσύσπαση που προκαλείται από άσκηση (ΕΙΒ)
έδειξε μια μελέτη 12 εβδομάδων σε ενήλικες (μέγιστη πτώση στη FEV
1
22,33 %
για τη μοντελουκάστη έναντι 32,40% για το εικονικό φάρμακο, χρόνος
επαναφοράς εντός 5% από τις αρχικές τιμές της FEV
1
44,22 min έναντι
60,64 min). Aυτή η επίδραση ήταν σταθερή σε όλη τη διάρκεια των 12
εβδομάδων της μελέτης. Η μείωση στη ΕΙΒ αποδείχτηκε επίσης σε μια μελέτη
βραχείας διάρκειας σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 6 έως 14 ετών (μέγιστη
πτώση στην FEV
1
18,27% έναντι 26,11%, χρόνος επαναφοράς εντός 5% από τις
αρχικές τιμές στην FEV
1
17,76 min έναντι 27,98 min). Και στις δύο μελέτες η
επίδραση παρουσιάστηκε στο τέλος του διαστήματος της εφάπαξ ημερησίας
δόσης.
Σε ευαίσθητους στο ακετυλο-σαλικυλικό οξύ ασθματικούς ασθενείς που
ελάμβαναν ταυτόχρονα εισπνεόμενα και/ή από του στόματος κορτικοστεροειδή,
η θεραπεία με μοντελουκάστη συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο, είχε ως
αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση στον έλεγχο του άσθματος (FEV
1
8,55%
έναντι -1,74% μεταβολή από το αρχικό στάδιο και μείωση στη συνολική χρήση
β-αγωνιστή: -27,78% έναντι 2,09% μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση
Η μοντελουκάστη απορροφάται γρήγορα ύστερα από χορήγηση από το στόμα.
Για τα επικαλυμμένα με υμένιο δισκία των 10mg, η μέση μέγιστη συγκέντρωση
στο πλάσμα (Cmax), επιτυγχάνεται 3 ώρες (Τmax) ύστερα από τη χορήγησή
τους σε ενήλικες σε κατάσταση νηστείας. Η μέση βιοδιαθεσιμότητα μετά από
του στόματος χορήγηση είναι 64%. Η βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος
χορήγηση και η Cmax δεν επηρεάζονται από ένα συνηθισμένο γεύμα. Η
ασφάλεια και αποτελεσματικότητα αποδείχθηκαν σε κλινικές μελέτες όπου η
χορήγηση επικαλυμμένων με λεπτό υμένιο δισκίων των 10 mg έγινε χωρίς να
δίνεται σημασία στο χρόνο λήψης της τροφής.
Για τα μασώμενα δισκία των 5 mg, η Cmax επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά από
τη χορήγηση τους σε ενήλικες σε κατάσταση νηστείας. Η μέση
βιοδιαθεσιμότητα μετά την από του στόματος χορήγηση είναι 73%, αλλά
μειώνεται στο 63% ύστερα από τη χορήγηση συνηθισμένου γεύματος.
11
Μετά από χορήγηση του μασώμενου δισκίου των 4 mg, σε παιδιατρικούς
ασθενείς ηλικίας 2 έως 5 ετών σε κατάσταση νηστείας, η Cmax επιτυγχάνεται
σε 2 ώρες μετά από τη χορήγηση τους. Η μέση Cmax είναι 66% μεγαλύτερη ενώ
η μέση Cmin είναι μικρότερη από ότι στους ενήλικες που λαμβάνουν δισκίο
των 10 mg.
Κατανομή
Η μοντελουκάστη συνδέεται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 99% με τις πρωτεΐνες
του πλάσματος. Ο όγκος κατανομής του σε συνθήκες σταθεροποιημένης
κατάστασης κυμαίνεται από 8–11 λίτρα. Μελέτες σε αρουραίους με
ραδιοσημασμένη μοντελουκάστη έδειξαν ελάχιστη κατανομή κατά μήκος του
αιματο-εγκεφαλικού φραγμού. Επιπλέον, συγκεντρώσεις του ραδιοσημασμένου
υλικού 24 ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης, ήταν ελάχιστες σε όλους τους
υπόλοιπους ιστούς.
Βιομετασχηματισμός
Η μοντελουκάστη μεταβολίζεται εκτεταμένα. Σε μελέτες με χορήγηση
θεραπευτικών δόσεων, οι συγκεντρώσεις των μεταβολιτών της
μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν ανιχνεύονται σε συνθήκες σταθεροποιημένης
κατάστασης σε ενήλικες και παιδιά.
Ιn vitro
μελέτες στις οποίες χρησιμοποιούνται μικροσώματα από ανθρώπινο
ήπαρ, δείχνουν ότι τo κυτόχρωμα Ρ450 3Α4,2Α6 και 2C9 εμπλέκεται στο
μεταβολισμό της μοντελουκάστης. Οι θεραπευτικές συγκεντρώσεις της
μοντελουκάστης στο πλάσμα δεν αναστέλλουν τα κυτοχρώματα P450
3A4,2C9,1Α2, 2A6, 2C19 ή 2D6 σύμφωνα με περαιτέρω
in vitro
αποτελέσματα
σε μικροσώματα του ανθρώπινου ήπατος. Η συνεισφορά των μεταβολιτών στη
θεραπευτική επίδραση της μοντελουκάστης είναι ελάχιστη.
Αποβολή
Η κάθαρση της μοντελουκάστης από το πλάσμα κυμαίνεται στα 45 ml/min σε
υγιείς ενήλικες. Μετά από του στόματος χορήγηση δόσης ραδιοσημασμένης
μοντελουκάστης , 86% της ραδιενέργειας ανακτήθηκε σε συλλογές κοπράνων
διάρκειας 5 ημερών και ποσοστό <0,2% ανακτήθηκε στα ούρα. Σε συνδυασμό
με εκτιμήσεις της βιοδιαθεσιμότητας της μοντελουκάστης που χορηγείται από
το στόμα, φαίνεται ότι η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες της εκκρίνονται
σχεδόν αποκλειστικά μέσω της χολής.
Χαρακτηριστικά σε ασθενείς
Δεν απαιτείται τροποποίηση της δοσολογίας για ηλικιωμένους, ή σε ήπια έως
μέτρια ηπατική ανεπάρκεια. Μελέτες σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια δεν
έχουν διεξαχθεί. Επειδή η μοντελουκάστη και οι μεταβολίτες της
απομακρύνονται μέσω της χοληφόρου οδού, δεν αναμένεται να είναι
απαραίτητη κάποια προσαρμογή στη δοσολογία σε ασθενείς με νεφρική
ανεπάρκεια. Δεν υπάρχουν δεδομένα για τη φαρμακοκινητική της
μοντελουκάστης σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια (βαθμολογία
Child-Pugh>9).
Με υψηλές δόσεις μοντελουκάστης (20 και 60 φορές τη συνιστώμενη
δοσολογία ενηλίκων), παρατηρήθηκε μια μείωση στη συγκέντρωση της
θεοφυλλίνης στο πλάσμα. Η επίδραση αυτή δεν έχει εμφανισθεί με τη
συνιστώμενη δοσολογία των 10mg εφάπαξ ημερησίως.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε τοξικολογικές μελέτες που έγιναν σε ζώα, παρατηρήθηκαν ελάχιστες
βιοχημικές μεταβολές στον ορό στην ALT, στη γλυκόζη, στο φώσφορο και στα
τριγλυκερίδια, που ήταν παροδικής φύσεως. Τα σημεία τοξικότητας στα ζώα
12
εκδηλώθηκαν με αυξημένη έκκριση σιέλου, γαστρεντερικές διαταραχές, υδαρή
κόπρανα και διαταραχή ιόντων. Αυτά συνέβησαν σε δόσεις που παρέχουν >17
φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την κλινική δοσολογία. Σε
πιθήκους, εμφανίστηκαν ανεπιθύμητες ενέργειες σε δόσεις από
150 mg/kg/ημέρα (>232 φορές τη συστηματική έκθεση που εμφανίζεται με την
κλινική δόση).
Σε κλινικές μελέτες σε ζώα, η μοντελουκάστη δεν είχε επίδραση στη
γονιμότητα ή την αναπαραγωγική ικανότητα για συστηματική έκθεση που
ξεπερνά την κλινική συστηματική έκθεση περισσότερο από 24 φορές. Μια μικρή
μείωση στο σωματικό βάρος των νεογνών, παρατηρήθηκε σε μελέτη
γονιμότητας σε θηλυκούς μύες με δόση 200 mg/kg/ημέρα (>69 φορές από την
κλινική συστηματική έκθεση). Σε μελέτες με κουνέλια ένα μεγαλύτερο ποσοστό
ατελούς οστεοποίησης, σε σύγκριση ταυτόχρονα με ζώα αναφοράς,
παρατηρήθηκε σε συστηματική έκθεση >24 φορές από την κλινική συστηματική
έκθεση που παρατηρείται με την κλινική δόση. Δεν παρατηρήθηκαν
οποιεσδήποτε ανωμαλίες σε αρουραίους.
Η μοντελουκάστη έχει αποδειχθεί ότι διαπερνά τον πλακουντιακό φραγμό και
εκκρίνεται στο μητρικό γάλα των ζώων.
Δεν παρατηρήθηκαν θάνατοι μετά από εφάπαξ χορήγηση από του στόματος της
νατριούχου μοντελουκάστης σε δόσεις μέχρι 5.000 mg/kg στα ποντίκια και
στους αρουραίους (15.000 mg/m
2
και 30.000 mg/m
2
στα ποντίκια και στους
αρουραίους, αντίστοιχα), που ήταν οι μέγιστες δόσεις που δοκιμάστηκαν. Αυτή
η δόση είναι ανάλογη με 25.000 φορές την συνιστώμενη ημερήσια δόση για
τους ενήλικες ανθρώπους (βάσει του βάρους 50 kg για ενήλικα ασθενή.)
Η μοντελουκάστη αξιολογήθηκε οτι δεν είναι φωτοτοξική σε ποντίκια για τις
UVA, UVΒ ή για ορατό φάσμα φωτός σε δόσεις έως 500 mg/kg/ημέρα (περίπου
>200 φορές με βάση τη συστηματική έκθεση).
Η μοντελουκάστη δεν ήταν ούτε μεταλλαξιογόνος σε
in vitro
και
in vivo
δοκιμές, ούτε καρκινογόνος σε είδη τρωκτικών.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Μαννιτόλη
μΚυτταρίνη ικροκυσταλλική
Δ μ μ ιασταυρού ενη καρ ελλόζη νατριούχος
Μαγνήσιο Στεατικό
Ασπαρτάμη (E 951)
Βελτιωτικό γεύσης κεράσι
Υδροξυπροπυλοκυτταρίνη (E463)
Οξείδιο σιδήρου ερυθρό (E172)
6.2 Aσυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται.
6.3 Διάρκεια ζωής
18 μήνες.
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
13
Φυλλάσεται σε θερμοκρασία μικρότερη των 25°C. Να φυλάσσεται στην αρχική
συσκευασία για να προστατεύεται από το φως και την υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψέλες (blisters) PA/Aluminium/PVC/Aluminium των 7, 14 και 28 δισκίων.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπεται
σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
ΒΕΝΝΕΤΤ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.
ΑΓ.ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20, 14561, ΚΗΦΙΣΙΑ
ΑΘΗΝΑ
ΤΗΛ.2106254630
ΦΑΞ 2106202305
Ε-ΜΑΙL: bennett@bennett.gr
8. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
9749/8-2-2012
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
14