βήχα, του συριγμού, της δυσκολίας στην αναπνοή και της περιορισμένης δραστηριότητας) και τα
συμπτώματα της νύχτας σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Η montelukast επίσης μείωσε
σημαντικά τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” και την θεραπεία διάσωσης με
κορτικοστεροειδή κατά την επιδείνωση του άσθματος, συγκρινόμενη με το εικονικό φάρμακο. Οι
ασθενείς που λάμβαναν montelukast ήταν για περισσότερες ημέρες χωρίς άσθμα από αυτούς που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο. Η θεραπευτική δράση επιτεύχθηκε μετά την πρώτη δόση.
Σε μία μελέτη 12 μηνών, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 2 έως
5 ετών με ήπιο άσθμα και επεισοδιακές εξάρσεις, η montelukast 4 mg μία φορά ημερησίως μείωσε
σημαντικά (p ≤ 0,001) την ετήσια συχνότητα των επεισοδίων έξαρσης του άσθματος (ΕΕ) σε
σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (1,60 ΕΕ έναντι 2,34 ΕΕ, αντίστοιχα), [ΕΕ ορίζεται ως ≥3
συνεχόμενες ημέρες με ημερήσια συμπτώματα για τα οποία απαιτήθηκε χρήση β-αγωνιστή ή
κορτικοστεροειδή (από του στόματος ή εισπνεόμενα) ή εισαγωγή σε νοσοκομείο για το άσθμα]. Η
ποσοστιαία μείωση ως προς την ετήσια συχνότητα ΕΕ ήταν 31,9 %, με 95 % διάστημα εμπιστοσύνης,
(ΔΕ), 16,9, 44,1.
Σε μία μελέτη 8 εβδομάδων σε παιδιατρικούς ασθενείς 6 έως 14 ετών, η montelukast 5 mg εφ’ άπαξ
ημερησίως, συγκρινόμενη με εικονικό φάρμακο, βελτίωσε σημαντικά την αναπνευστική λειτουργία
(FEV1: 8,71 % έναντι 4,16 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο, ΠΜ PEFR 27,9 L/min έναντι 17,8
L/min μεταβολή από το αρχικό στάδιο) και μείωσε τη χορήγηση β-αγωνιστή “όταν χρειάζεται” (-11,7
% έναντι +8,2 % μεταβολή από το αρχικό στάδιο).
Σε μία μελέτη 12 μηνών που συνέκρινε την αποτελεσματικότητα της montelukast έναντι της
εισπνεόμενης φλουτικαζόνης σχετικά με τον έλεγχο του άσθματος σε παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας
6 ως 14 ετών με ήπιο επιμένον άσθμα, η montelukast δεν ήταν κατώτερη της φλουτικαζόνης ως προς
την αύξηση του ποσοστού των ημερών χωρίς θεραπεία διάσωσης (ΗΧΘΔ) για το άσθμα, το
πρωτεύον τελικό σημείο. Κατά μέσο όρο, στη διάρκεια μίας περιόδου θεραπείας 12 μηνών, το
εκατοστιαίο ποσοστό των ΗΧΘΔ αυξήθηκε από 61,6 σε 84,0 στην ομάδα με τη montelukast και από
60,9 σε 86,7 στην ομάδα με τη φλουτικαζόνη. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων ως προς την κατά
μέσο όρο αύξηση του εκατοστιαίου ποσοστού των ημερών ΗΧΘΔ ήταν στατιστικά σημαντική (- 2,8
με 95% ΔΕ μεταξύ - 4,7 και -0,9), αλλά μέσα στα όρια που προκαθορίζονται ώστε να μην υπάρχει
κλινικά κατωτερότητα.
Τόσο η montelukast όσο και η φλουτικαζόνη βελτίωσαν επίσης τον έλεγχο του άσθματος ως προς τις
δευτερεύουσες μεταβλητές που αξιολογήθηκαν κατά την περίοδο θεραπείας 12 μηνών:
Το FEV1 αυξήθηκε από 1,83 L σε 2,09 L στην ομάδα της montelukast και από 1,85 L σε 2,14 L στην
ομάδα της φλουτικαζόνης. Η διαφορά μεταξύ των ομάδων, υπολογισμένη με βάση τις ευθείες
ελάχιστων τετραγώνων (LS) ως προς τη μέση αύξηση του FEV1, ήταν -0,02 L με 95 % ΔΕ -0,06,
0,02. Η μέση προβλεπόμενη αύξηση του FEV1 σε σύγκριση με την αρχική τιμή σε εκατοστιαία
μεταβολή ήταν 0,6 % στην ομάδα θεραπείας με montelukast και 2,7 % στην ομάδα θεραπείας με
φλουτικαζόνη. Η διαφορά σε μέσες τιμές LS για τη μεταβολή από το αρχικό επίπεδο στο %
προβλεπόμενο FEV1, ήταν σημαντική: - 2,2 % με 95 % ΔΕ -3,6, - 0,7 %.
Το εκατοστιαίο ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή μειώθηκε από 38,0 σε 15,4 στην ομάδα
της montelukast και από 38,5 σε 12,8 στην ομάδα της φλουτικαζόνης. Η διαφορά των μέσων LS
τιμών μεταξύ των ομάδων ως προς το εκατοστιαίο ποσοστό των ημερών με χρήση β-αγωνιστή ήταν
σημαντική: 2,7 με 95 % ΔΕ 0,9, 4,5.
Το εκατοστιαίο ποσοστό των ασθενών με ένα ασθματικό επεισόδιο (ένα ασθματικό επεισόδιο
ορίζεται ως η περίοδος επιδείνωσης του άσθματος, κατά την οποία απαιτείται από του στόματος
χορήγηση στεροειδών, μία μη προγραμματισμένη επίσκεψη στο γιατρό, επίσκεψη στο τμήμα πρώτων
βοηθειών ή εισαγωγή στο νοσοκομείο) ήταν 32,2 στην ομάδα της montelukast και 25,6 στην ομάδα
της φλουτικαζόνης. Ο λόγος των πιθανοτήτων (με 95 % ΔΕ) ήταν σημαντικός: ίσος με 1,38 (1,04,
1,84).
8