Για τα δεδομένα ασφαλείας που σχετίζονται με το σκελετό από το σχήμα της επικουρικής θεραπείας,
παρακαλώ αναφερθείτε στον πίνακα 2.
Στο σχήμα της παρατεταμένης επικουρικής θεραπείας, σημαντικά περισσότερες ασθενείς που έλαβαν
θεραπεία με λετροζόλη παρουσίασαν οστικά κατάγματα ή οστεοπόρωση (οστικά κατάγματα 10,4% και
οστεοπόρωση 12,2%) από ότι οι ασθενείς στο σκέλος του εικονικού φαρμάκου (5,8% και 6,4%,
αντίστοιχα). Η διάμεση διάρκεια της θεραπείας ήταν 5 χρόνια για τη λετροζόλη, συγκρινόμενα με 3
χρόνια για το εικονικό φάρμακο.
4.9 Υπερδοσολογία
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένα περιστατικά υπερδοσολογίας με λετροζόλη.
Δεν είναι γνωστή ειδική θεραπεία για την υπερδοσολογία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση πρέπει να
είναι συμπτωματική και υποστηρικτική.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική ομάδα: Ενδοκρινική θεραπεία. Ανταγωνιστές ορμονών και συγγενείς
παράγοντες: αναστολέας της αρωματάσης , Κωδικός ATC: L02BG04
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Η εξάλειψη της δια των οιστρογόνων αυξητικής διέγερσης αποτελεί προϋπόθεση για την ανταπόκριση
του όγκου σε περιπτώσεις, όπου η ανάπτυξη του ιστού του όγκου εξαρτάται από την παρουσία
οιστρογόνων και χρησιμοποιείται ενδοκρινική θεραπεία. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, τα
οιστρογόνα παράγονται κυρίως από τη δράση του ενζύμου αρωματάση, που μετατρέπει τα
επινεφριδικά ανδρογόνα - κυρίως την ανδροστενεδιόνη και την τεστοστερόνη - σε οιστρόνη και
οιστραδιόλη. Η καταστολή της βιοσύνθεσης των οιστρογόνων στους περιφερικούς ιστούς και στον ίδιο
τον καρκινικό ιστό μπορεί κατά συνέπεια να επιτευχθεί με την ειδική αναστολή του ενζύμου
αρωματάση.
Η λετροζόλη είναι ένας μη-στεροειδής αναστολέας της αρωματάσης. Αναστέλλει το ένζυμο
αρωματάση, δεσμεύοντας ανταγωνιστικά την αίμη του κυτοχρώματος Ρ450 της αρωματάσης, με
αποτέλεσμα τη μείωση της βιοσύνθεσης των οιστρογόνων σε όλους τους ιστούς όπου αυτό υπάρχει.
Σε υγιείς μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, εφάπαξ δόσεις των 0,1 mg, 0,5 mg και 2,5 mg λετροζόλης
καταστέλλουν την οιστρόνη και οιστραδιόλη του ορού κατά 75%, 78% και 78% ως προς τις αρχικές
τιμές, αντίστοιχα. Η μέγιστη καταστολή επιτυγχάνεται σε 48 - 78 ώρες.
Σε μετεμμηνοπαυσιακές ασθενείς με καρκίνο του μαστού προχωρημένου σταδίου, ημερήσιες δόσεις
0,1 mg έως 5 mg κατέστειλαν τις συγκεντρώσεις της οιστραδιόλης, της οιστρόνης και της θειικής
οιστρόνης στο πλάσμα κατά 75 - 95 % ως προς τις αρχικές τιμές σε όλες τις ασθενείς που
υποβλήθηκαν σε θεραπεία. Με δόσεις 0,5 mg και υψηλότερες, πολλές τιμές της οιστρόνης και της
θειικής οιστρόνης είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης των αναλύσεων, δείχνοντας ότι με αυτές τις
δόσεις επιτυγχάνεται μεγαλύτερη καταστολή των οιστρογόνων. Η καταστολή των οιστρογόνων
διατηρήθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της θεραπείας σε όλες αυτές τις ασθενείς.
Η λετροζόλη παρουσιάζει υψηλή ειδικότητα ως προς την αναστολή της δράσης της αρωματάσης.
Μείωση της επινεφριδικής στεροειδογένεσης δεν έχει παρατηρηθεί. Δε βρέθηκαν κλινικά σχετικές
μεταβολές στις συγκεντρώσεις της κορτιζόλης, της αλδοστερόνης, της 11-δεοξυκορτιζόλης, της 17-
υδροξυ-προγεστερόνης και της ACTH στο πλάσμα, ή στη δραστηριότητα της ρενίνης του πλάσματος
μεταξύ των μετεμμηνοπαυσιακών ασθενών που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ημερήσια δόση
λετροζόλης 0,1 έως 5 mg. Η δοκιμασία διέγερσης της ACTH, που έγινε μετά από 6 και 12 εβδομάδες
θεραπείας με ημερήσιες δόσεις 0,1 mg, 0,25 mg, 0,5 mg, 1 mg, 2,5 mg και 5 mg δεν έδειξε
οποιαδήποτε μείωση της παραγωγής της αλδοστερόνης ή της κορτιζόλης. Έτσι, δεν είναι απαραίτητη η
αγωγή υποκατάστασης με γλυκοκορτικοειδή και αλατοκορτικοειδή.
Δεν σημειώθηκαν μεταβολές στις συγκεντρώσεις ανδρογόνων (ανδροστενεδιόνη και τεστοστερόνη)
στο πλάσμα μεταξύ υγιών μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών μετά από εφάπαξ δόσεις 0,1 mg, 0,5 mg και
2,5 mg λετροζόλης ή στις συγκεντρώσεις ανδροστενεδιόνης στο πλάσμα μεταξύ μετεμμηνοπαυσιακών
ασθενών, που υποβλήθηκαν σε θεραπεία με ημερήσιες δόσεις 0,1 mg έως 5 mg, το οποίο υποδηλώνει
ότι ο αποκλεισμός της βιοσύνθεσης των οιστρογόνων δεν οδηγεί σε συσσώρευση ανδρογονικών
7