Η λεφλουνομίδη σε ημερήσια δόση τουλάχιστον 10 mg (10 έως 25 mg στη μελέτη YU203, 20 mg
στις μελέτες ΜΝ301 και US301) ήταν στατιστικά σημαντικά ανώτερη έναντι του placebo ως προς
τη μείωση των σημείων και των συμπτωμάτων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας και στις 3
ελεγχόμενες με placebo μελέτες. Οι δείκτες ανταπόκρισης κατά ACR (Αμερικάνικο Κολλέγιο
Ρευματολογίας) στη μελέτη YU203 ήταν 27,7 % στο placebo, 31,9 % στα 5 mg, 50,5 % στα 10 mg
και 54,5 % στα 25 mg/ημέρα. Στις μελέτες φάσης ΙΙΙ οι δείκτες ανταπόκρισης κατά το ΑCR για τα
20 mg λεφλουνομίδης ημερησίως έναντι του placebo ήταν 54,6 % έναντι 28,6 % (μελέτη ΜΝ301)
και 49,4 % έναντι 26,3 % (μελέτη US301) αντίστοιχα. Μετά από 12 μήνες ενεργού αγωγής, οι
δείκτες ανταπόκρισης κατά το ACR στους ασθενείς υπό λεφλουνομίδη ήταν 52,3 % (μελέτες
ΜΝ301/303), 50,5 % (μελέτη ΜΝ302) και 49,4 % (μελέτη US301), συγκρινόμενοι με τους
ασθενείς υπό σουλφασαλαζίνη όπου ήταν 53,8 % (μελέτες ΜΝ301/303), 64,8 % (μελέτη ΜΝ302)
και 43,9 % (μελέτη US301) στους ασθενείς υπό μεθοτρεξάτη. Στη μελέτη ΜΝ302 η λεφλουνομίδη
ήταν σημαντικά λιγότερο αποτελεσματική από ότι η μεθοτρεξάτη. Παρ' όλα αυτά, στη μελέτη
US301 δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ λεφλουνομίδης και μεθοτρεξάτης στις
κύριες παραμέτρους αποτελεσματικότητας. Δεν παρατηρήθηκε διαφορά μεταξύ λεφλουνομίδης και
σουλφασαλαζίνης (μελέτη ΜΝ301). Το θεραπευτικό αποτέλεσμα από την αγωγή της
λεφλουνομίδης ήταν εμφανές μετά από 1 μήνα, σταθεροποιήθηκε μέσα σε 3 έως 6 μήνες και
συνεχίστηκε καθ' όλη τη διάρκεια της αγωγής.
Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή μελέτη, παράλληλων ομάδων, μη κατωτερότητας (non-
inferiority) συγκρίθηκε η σχετική αποτελεσματικότητα δύο διαφορετικών ημερήσιων δόσεων
συντήρησης λεφλουνομίδης, ήτοι 10 mg και 20 mg. Από τα αποτελέσματα μπορεί να συναχθεί ότι
η αποτελεσματικότητα που προκύπτει από τη δόση συντήρησης των 20 mg ήταν περισσότερο
ευνοϊκή, ενώ, από την άλλη πλευρά, τα αποτελέσματα ως προς την ασφάλεια ευνοούσαν την
ημερήσια δόση συντήρησης των 10 mg.
Παιδιατρική
Η λεφλουνομίδη μελετήθηκε σε μία μονή πολυκεντρική, τυχαιοποιημένη, διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη
με ενεργό θεραπεία μελέτη σε 94 ασθενείς (47 ανά σκέλος) με πολυαρθρική μορφή νεανικής
ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Οι ασθενείς ήταν 3-17 ετών με ενεργή πολυαρθρική μορφή νεανικής
ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανεξάρτητα από τον τύπο έναρξης της νόσου και χωρίς να έχουν λάβει
προηγουμένως μεθοτρεξάτη ή λεφλουνομίδη. Σε αυτή τη μελέτη, η δόση εφόδου και συντήρησης
της λεφλουνομίδης βασίστηκε σε τρεις κατηγορίες ανάλογα με το σωματικό βάρος: < 20 kg, 20-40
kg και >40 kg. Μετά από 16 εβδομάδες αγωγής, η διαφορά στο ρυθμό ανταπόκρισης ήταν
στατιστικά σημαντική υπέρ της μεθοτρεξάτης σύμφωνα με τον ορισμό για βελτίωση της νεανικής
ρευματοειδούς αρθρίτιδας (DOI) ≥ 30 % (p=0,02). Στους ασθενείς που ανταποκρίθηκαν, η
απόκριση διατηρήθηκε για 48 εβδομάδες (βλ. παράγραφο 4.2). Το σχήμα των ανεπιθύμητων
συμβάντων της λεφλουνομίδης και της μεθοτρεξάτης φαίνεται να είναι παρόμοιο, αν και η δόση
που χορηγήθηκε σε ασθενείς χαμηλότερου σωματικού βάρους οδήγησε σε σχετικά χαμηλή έκθεση
(βλ. παράγραφο 5.2). Αυτά τα στοιχεία δεν επιτρέπουν να γίνει αποτελεσματική και ασφαλή
δοσολογική σύσταση.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Η λεφλουνομίδη μετατρέπεται ταχέως στο δραστικό μεταβολίτη, Α771726, με μεταβολισμό
πρώτης διόδου (διάνοιξη δακτυλίου) στο τοίχωμα του εντέρου και στο ήπαρ. Σε μια μελέτη με
ραδιοεπισημασμένη
14
C- λεφλουνομίδη σε τρεις υγιείς εθελοντές, δεν ανιχνεύθηκε αμετάβλητη
λεφλουνομίδη στο πλάσμα, στα ούρα ή στα κόπρανα. Σε άλλες μελέτες, σπάνια ανιχνεύθηκαν
αμετάβλητα επίπεδα λεφλουνομίδης στο πλάσμα, ωστόσο, ήταν σε επίπεδα πλάσματος των ng/ml.
Ο μόνος ραδιοεπισημασμένος μεταβολίτης που ανιχνεύθηκε στο πλάσμα ήταν ο Α771726. Ο
μεταβολίτης αυτός ευθύνεται ουσιαστικά για όλη την in vivo δραστικότητα της λεφλουνομίδης.
Απορρόφηση
13