ορμονικούς υποδοχείς ή διαύλους ιόντων σημαντικούς στην
καρδιαγγειακή ρύθμιση. Επιπλέον, η λοσαρτάνη δεν αναστέλλει την ACE
(κινινάση II), το ένζυμο που αποικοδομεί τη βραδυκινίνη. Κατά συνέπεια,
δεν υπάρχει επομένως αύξηση στις ανεπιθύμητες ενέργειες που
προκαλούνται από τη βραδυκινίνη.
Κατά τη διάρκεια της χορήγησης της λοσαρτάνης, η κατάργηση της
αρνητικής ανατροφοδότησης της αγγειοτενσίνης II στην απέκκριση της
ρενίνης οδηγεί σε αυξημένη δράση της ρενίνης του πλάσματος (PRA). Η
αύξηση στην PRA οδηγεί σε μια αύξηση της αγγειοτενσίνης II στο
πλάσμα. Παρά τις αυξήσεις αυτές, η αντιυπερτασική δράση και η
καταστολή της συγκέντρωσης της αλδοστερόνης στο πλάσμα
διατηρούνται, υποδηλώνοντας αποτελεσματικό αποκλεισμό των
υποδοχέων της αγγειοτενσίνης II. Μετά τη διακοπή της λοσαρτάνης, οι
τιμές της PRA και της αγγειοτενσίνης II επιστρέφουν εντός 3 ημερών
στις αρχικές τιμές.
Τόσο η λοσαρτάνη όσο και ο κύριος ενεργός μεταβολίτης της έχουν πολύ
μεγαλύτερη συγγένεια για τον υποδοχέα AT
1
από ότι για τον υποδοχέα
AT
2
. Ο ενεργός μεταβολίτης είναι 10 έως 40 φορές πιο δραστικός από τη
λοσαρτάνη στη σχέση βάρος προς βάρος.
Σε μια μελέτη ειδικά σχεδιασμένη για την εκτίμηση της επίπτωσης του
βήχα σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με λοσαρτάνη σε
σύγκριση με ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με αναστολείς της
ΜΕΑ (ACE), η επίπτωση του βήχα που αναφέρθηκε από ασθενείς που
ελάμβαναν λοσαρτάνη ή υδροχλωροθειαζίδη ήταν παρόμοια και κατά
πολύ μικρότερη από ότι σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με
έναν αναστολέα της ACE. Επιπλέον, σε μια συνολική ανάλυση 16 διπλά
τυφλών κλινικών δοκιμών σε 4131 ασθενείς, η επίπτωση αυθόρμητα
αναφερόμενου βήχα σε ασθενείς που υποβάλλονταν σε θεραπεία με
λοσαρτάνη ήταν παρόμοια (3,1%) με εκείνη ασθενών που υποβάλλονταν
σε θεραπεία με εικονικό φάρμακο (2,6%) ή υδροχλωροθειαζίδη (4,1%),
ενώ η επίπτωση με τους αναστολείς της ACE ήταν 8,8%.
Σε μη διαβητικούς υπερτασικούς ασθενείς με πρωτεϊνουρία, η χορήγηση
καλιούχου λοσαρτάνης μειώνει σημαντικά την πρωτεϊνουρία, την
κλασματική απέκκριση της λευκωματίνης και της IgG. Η λοσαρτάνη
διατηρεί τον ρυθμό σπειραματικής διήθησης και μειώνει το κλάσμα
διήθησης. Γενικά, η λοσαρτάνη προκαλεί μια μείωση στο ουρικό οξύ του
ορού (συνήθως <0,4 mg/dl) που ήταν επίμονο στη χρόνια θεραπεία.
Η λοσαρτάνη δεν έχει καμία επίδραση στα αυτόνομα αντανακλαστικά
ούτε και παρατεινόμενη επίδραση στη νορεπινεφρίνη του πλάσματος.
Σε ασθενείς με ανεπάρκεια της αριστερής κοιλίας, δόσεις λοσαρτάνης 25
mg και 50 mg προκάλεσαν θετικά αιμοδυναμικά και νευροορμονικά
αποτελέσματα που χαρακτηρίζονταν από μια αύξηση στον καρδιακό
δείκτη και μειώσεις στην πίεση ενσφήνωσης των πνευμονικών
τριχοειδών, στη συστηματική αγγειακή αντίσταση, στη μέση
συστηματική αρτηριακή πίεση και στην καρδιακή συχνότητα και μια
μείωση στα κυκλοφορούντα επίπεδα αλδοστερόνης και νορεπινεφρίνης
19