Υποομάδες ανάλογα με το φύλο, τη φυλή, την ηλικία, τη διάρκεια του διαβήτη, την αρτηριακή πίεση
κατά την έναρξη της θεραπείας, την κρεατινίνη ορού, το ποσοστό έκκρισης λευκωματίνης,
αξιολογήθηκαν για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Στις υπο-ομάδες με γυναίκες και μαύρους
ασθενείς που αντιπροσώπευαν το 32% και το 26% του ολικού πληθυσμού προς μελέτη αντιστοίχως,
μία ευνοϊκή δράση στους νεφρούς δεν ήταν εμφανής, αν και τα διαστήματα εμπιστοσύνης δεν την
εξαιρούν. Όσον αφορά το δευτερεύον τελικό σημείο θανατηφόρων ή μη θανατηφόρων
καρδιαγγειακών επεισοδίων, δεν υπήρξε διαφορά μεταξύ των τριών ομάδων στον ολικό πληθυσμό,
αν και μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου
παρατηρήθηκε για τις γυναίκες και μία μειωμένη συχνότητα εμφάνισης μη θανατηφόρου
εμφράγματος του μυοκαρδίου εμφανίσθηκε στους άνδρες στην ομάδα της ιρβεσαρτάνης σε σύγκριση
με το δοσολογικό σχήμα στηριζόμενο στο εικονικό φάρμακο. Μία αυξημένη συχνότητα εμφάνισης
μη θανατηφόρου εμφράγματος του μυοκαρδίου και αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου
παρουσιάσθηκε στις γυναίκες με το δοσολογικό σχήμα με ιρβεσαρτάνη σε σύγκριση με το
δοσολογικό σχήμα με αμλοδιπίνη, ενώ η περίθαλψη στο νοσοκομείο λόγω καρδιακής ανεπάρκειας
μειώθηκε για όλο τον πληθυσμό. Ωστόσο, δεν έχει διαπιστωθεί σαφής εξήγηση, για τα ευρήματα
αυτά στις γυναίκες.
Η μελέτη «Επιδράσεις της ιρβεσαρτάνης στη Μικρολευκωματινουρία σε Υπερτασικούς Ασθενείς με
Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2» («Effects of Irbesartan on Microalbuminuria in Hypertensive Patients
with type 2 Diabetes Mellitus» -IRMA 2-) δείχνει ότι 300 mg ιρβεσαρτάνης καθυστερούν την εξέλιξη
της εμφανούς πρωτεϊνουρίας σε ασθενείς με μικρολευκωματουρία. Η μελέτη IRMA 2, ήταν μία
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο, διπλά τυφλή μελέτη νοσηρότητας, σε 590 ασθενείς με διαβήτη
τύπου 2, μικρολευκωματινουρία (30-300 mg/ημερησίως) και φυσιολογική νεφρική λειτουργία
(κρεατινίνη ορού ≤ 1,5 mg/dl στους άνδρες και < 1,1 mg/dl στις γυναίκες). Η μελέτη εξέτασε τις
επιδράσεις μακράς διάρκειας (2 έτη) της ιρβεσαρτάνης στην εξέλιξη της κλινικής (εμφανούς)
πρωτεϊνουρίας (ποσοστό έκκρισης λευκωματίνης στα ούρα, urinary albumin excretion rate (UAER)>
300 mg/ημερησίως και μία αύξηση στο UAER τουλάχιστον κατά 30% από την αρχική τιμή). Η
προκαθορισμένη στοχευόμενη τιμή αρτηριακής πίεσης ήταν ≤ 135/85 mmHg. Συμπληρωματικοί
αντιυπερτασικοί παράγοντες (εξαιρουμένων των αναστολέων ΜΕΑ, των ανταγωνιστών των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ και των διϋδροπυριδινικών αποκλειστών ασβεστίου), προστέθηκαν,
όπου χρειάσθηκε, για να επιτευχθεί η στοχευόμενη αρτηριακή πίεση. Αν και παρόμοια αρτηριακή
πίεση επιτεύχθηκε σε όλες τις ομάδες θεραπείας, σε λιγότερα υποκείμενα στην ομάδα των 300 mg
ιρβεσαρτάνης (5,2%) από ότι στην ομάδα με το εικονικό φάρμακο (14,9%) ή στην ομάδα των 150 mg
ιρβεσαρτάνης (9,7%) επιτεύχθηκε το τελικό σημείο εμφανούς πρωτεϊνουρίας, επιδεικνύοντας μία
ελάττωση κατά 70% του σχετικού κινδύνου σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο (p= 0,0004), για
την υψηλότερη δόση. Δεν παρατηρήθηκε μία συνοδός βελτίωση στο ρυθμό της σπειραματικής
διήθησης (GFR) κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων μηνών θεραπείας. Η επιβράδυνση στην εξέλιξη
της κλινικής πρωτεϊνουρίας ήταν εμφανής μετά από μόλις τρεις μήνες και συνεχίσθηκε για την
περίοδο των 2 ετών. Υποχώρηση της φυσιολογικής λευκωματινουρίας (< 30 mg/ημερησίως) ήταν
περισσότερο συχνή στην ομάδα των 300 mg ιρβεσαρτάνης (34%), σε σύγκριση με την ομάδα του
εικονικού φαρμάκου (21%).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Μετά την από του στόματος χορήγηση, η ιρβεσαρτάνη απορροφάται καλά. Μελέτες απόλυτης
βιοδιαθεσιμότητας έδωσαν τιμές περίπου 60-80%. H σύγχρονη λήψη τροφής δεν επηρεάζει
σημαντικά τη βιοδιαθεσιμότητα της ιρβεσαρτάνης. H δέσμευση με τις πρωτεΐνες του πλάσματος είναι
περίπου 96%, ενώ η δέσμευση από τα κυτταρικά συστατικά του αίματος ασήμαντη. O όγκος
κατανομής είναι 53-93 λίτρα. Μετά την από του στόματος ή ενδοφλέβια χορήγηση ιρβεσαρτάνης
σεσημασμένης με
14
C, το 80%-85% της ραδιενέργειας που κυκλοφορεί στο πλάσμα αποδίδεται στην
ιρβεσαρτάνη που δεν έχει μεταβολισθεί. Η ιρβεσαρτάνη μεταβολίζεται από το ήπαρ με γλυκουρονική
σύζευξη και οξείδωση. O σημαντικότερος μεταβολίτης που κυκλοφορεί είναι το γλυκουρονίδιο της
ιρβεσαρτάνης (περίπου 6%). In vitro μελέτες δείχνουν ότι η ιρβεσαρτάνη οξειδώνεται πρωτίστως από
το ένζυμο CYP2C9 του κυτοχρώματος P450, ενώ το ισοένζυμο CYP3A4 έχει αμελητέα δράση.
Η ιρβεσαρτάνη εμφανίζει γραμμική και αναλογική με τη δόση φαρμακοκινητική στο εύρος δόσεων
12