ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
( SPC )
1. ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΙΔΙΟΣΚΕΥΑΣΜΑΤΟΣ
CETIROL-RALDEX
®
Σιρόπι 6 mg/ml
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ & ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ σε δραστικά συστατικά
Σε 1 ml σιρόπι περιέχονται 6 mg Levodropropizine
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Σιρόπι
4. ΚΛΙΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Θεραπευτικές ενδείξεις
Συμπτωματική αγωγή επί ξηρού, μη παραγωγικού βηχός.
Δοσολογία και τρόπος χρήσης
Δοσολογία
Ενήλικες και παιδιά άνω των 12 ετών:
10 ml σιρόπι (ισοδυναμούν με 60 mg Levodropropizine) έως 3 φορές την
ημέρα ανά χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα των 6 ωρών.
Παιδιά ηλικίας 2-12 ετών:
Συνολική ημερήσια δοσολογία 0,5 ml σιροπιού ανά kg βάρους σώματος
(3 mg Levodropropizine ανά kg) διηρημένα σε 3 χορηγήσεις την ημέρα,
ανά χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα των 6 ωρών.
Ο ακόλουθος πίνακας χρησιμεύει ως οδηγός για την εφάπαξ και την
ημερήσια δόση, ανάλογα με το βάρος σώματος του παιδιού:
Βάρος σώματος σε
kg
Εφάπαξ δόση (σε
κάθε χορήγηση)
Συνολική
ημερήσια δόση (3
χορηγήσεις)
12
2ml 6ml
18
3ml 9ml
24
4ml 12ml
30
5ml 15ml
36
6ml 18ml
42
7ml 21ml
Η ανωτέρω συνολική ημερήσια δοσολογία δύναται να αυξηθεί, μόνο σε
αιτιολογημένες από τον ιατρό περιπτώσεις, μέχρι 1ml σιροπιού ανά kg
βάρους σώματος (6mg Levodropropizine ανά kg), διηρημένο σε 3
χορηγήσεις την ημέρα, ανά χρονικά διαστήματα όχι μικρότερα των 6
ωρών, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται υπέρβαση της
δοσολογίας των 10 ml σιροπιού σοδυναμούν με 60mg
Levodropropizine) έως 3 φορές την ημέρα, ανά χρονικά διαστήματα όχι
μικρότερα των 6 ωρών.
Τρόπος χορήγησης
Επειδή δεν υπάρχουν πληροφορίες για την επίδραση της τροφής στην
απορρόφηση του φαρμάκου, τούτο θα πρέπει να λαμβάνεται, μακράν
των γευμάτων.
Η θεραπεία θα πρέπει να συνεχιστεί μέχρι την κατάπαυση του βήχα
σύμφωνα με τις οδηγίες του ιατρού, το ανώτερο όμως μέχρι 7 ημέρες.
Αν ο βήχας συνεχίζεται μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, συνιστάται
να διακοπεί η θεραπεία και να ζητηθεί ιατρική συμβουλή.
Ο βήχας είναι ένα σύμπτωμα κι η υποκείμενη νόσος θα πρέπει να
ερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί θεραπευτικά.
Αντενδείξεις
Η χορήγηση του φαρμάκου αντενδείκνυται
- σε ασθενείς με γνωστή ή πιθανή υπερευαισθησία στο φάρμακο ή στα
έκδοχα του
- σε ασθενείς με παραγωγικό βήχα (βήχας με έχουν αυξημένα βρογχικά
εκκρίματα) ή με μειωμένη βλεννοκροσσωτή κάθαρση (σύνδρομο
KARTAGENER, δυσκινησία των βρογχικών κροσσών)
- σε βαρεία ηπατική ανεπάρκεια
- σε κύηση, γαλουχία
- σε παιδιά, ηλικίας μικρότερης των 2 ετών.
Ιδιαίτερες προειδοποιήσεις και ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη
χρήση
Συνιστάται προσοχή σε ασθενείς με ηπατική ή νεφρική ανεπάρκεια.
Όμως σε ασθενείς με βαρεία ηπατική ανεπάρκεια αντενδείκνυται (βλ.
κεφ. 4.3) και σε ασθενείς με βαρεία νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης κάτω των 35ml/λεπτό) συνιστάται ιδιαίτερη προσοχή κατά
τη χρήση του φαρμάκου και εκτίμηση της σχέσης όφελος/κίνδυνος.
Τα αντιβηχικά είναι φάρμακα για συμπτωματική θεραπεία και θα πρέπει
να χρησιμοποιούνται μόνο για όσο διάστημα αναμένεται η διάγνωση της
αιτίας που προκάλεσε το βήχα και να ενισχύσει την
αποτελεσματικότητα της θεραπείας της υποκείμενης νόσου.
Η παρατήρηση ότι η φαρμακοκινητική της Levodropropizine δεν
μεταβάλλεται εμφανώς στους ηλικιωμένους υποδηλώνει ότι δεν
απαιτείται ρύθμιση της δοσολογίας και τροποποίηση των διαστημάτων
μεταξύ των δόσεων. Όμως λόγω του ότι η φαρμακοδυναμική ευαισθησία
σε διάφορα φάρμακα μεταβάλλεται στις μεγάλες ηλικίες, απαιτείται
ιδιαίτερη προσοχή όταν χορηγείται Levodropropizine σε ηλικιωμένους
ασθενείς.
Αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα και άλλες μορφές
αλληλεπίδρασης
Φαρμακολογικές μελέτες σε πειραματόζωα έδειξαν ότι η
Levodropropizine δεν ενισχύει την φαρμακολογική δράση ουσιών, οι
οποίες δρουν στο Κ.Ν.Σ. (π.χ. βενζοδιαζεπίνες, οινόπνευμα, φενυτοΐνη,
ιμιπραμίνη).
Σε φαρμακολογικές μελέτες στον άνθρωπο ο συνδυασμός με
βενζοδιαζεπίνες δεν μεταβάλλει το ΗΕΓ. Παρ'όλα αυτά είναι
απαραίτητο να δοθεί προσοχή σε περίπτωση σύγχρονης χορήγησης
κατασταλτικών φαρμάκων, ιδιαίτερα σε ευαίσθητους ασθενείς.
Στα πειραματόζωα το φάρμακο δεν τροποποιεί τη δραστικότητα των
από του στόματος χορηγουμένων αντιπηκτικών, όπως η βαρφαρίνη,
ούτε παρεμβαίνει στην υπογλυκαιμική δράση της ινσουλίνης.
Σε κλινικές μελέτες δεν έχουν παρατηρηθεί αλληλεπιδράσεις με
σύγχρονη χορήγηση φαρμάκων για βρογχοπνευμονικές παθήσεις, όπως
β2 αγωνιστές, μεθυλοξανθίνες, και παράγωγά τους, κορτικοστεροειδή,
αντιβιοτικά, βλεννορυθμιστικά κι αντιισταμινικά.
Κύηση και γαλουχία
Μελέτες τερατογόνου δράσεως, επίδρασης στην αναπαραγωγή και στη
γονιμότητα, όπως και οι περιγεννητικές δεν αποκάλυψαν ειδικές τοξικές
ενέργειες του φαρμάκου. Εν τούτοις, επειδή σε τοξικολογικές μελέτες
σε πειραματόζωα έχει παρατηρηθεί μια μικρή καθυστέρηση στην
ανάπτυξη του εμβρύου σε δόση 24mg/kg και λόγω του ότι
Levodropropizine διέρχεται τον πλακουντιακό φραγμό σε αρουραίους, η
χρήση του αντενδείκνυται σε γυναίκες που επιθυμούν να μείνουν έγκυες
ή ευρίσκονται ήδη σε κατάσταση εγκυμοσύνης, επειδή δεν έχει
τεκμηριωθεί η ασφάλεια σ' αυτές τις περιπτώσεις.
Μελέτες σε αρουραίους αποκαλύπτουν την παρουσία του φαρμάκου στο
μητρικό γάλα μέχρι 8 ώρες μετά τη χορήγηση, Γι' αυτό το λόγο η
χορήγηση του φαρμάκου αντενδείκνυται κατά τη διάρκεια της
γαλουχίας.
Επίδραση στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Επειδή το φάρμακο μπορεί έστω και σπανίως, να προκαλέσει υπνηλία,
θεωρείται σκόπιμο να προειδοποιούνται οι ασθενείς που οδηγούν ή
χειρίζονται μηχανήματα για αυτήν την πιθανότητα.
Ανεπιθύμητες ενέργειες
Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες 4 ασθενείς στους 100 ανέπτυξαν
παροδικές ανεπιθύμητες ενέργειες οι οποίες εξαφανίστηκαν με την
διακοπή της θεραπείας.
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες επηρεάζουν:
Α) Το
γαστρεντερικό σύστημα:
Ναυτία, αίσθημα πυρώσεως, δυσπεψία, διάρροια και έμετος.
Β) Το ΚΝΣ:
Κόπωση και/ή αδυναμία, νωθρότητα, υπνηλία, κεφαλαλγία και ίλιγγος.
Γ) Το καρδιαγγειακό σύστημα:
Αίσθημα παλμών και παλμοί.
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έχουν παρατηρηθεί αλλεργικές δερματικές
αντιδράσεις. Περιστασιακά έχουν αναφερθεί οπτικές διαταραχές.
Υπερδοσολογία
Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες μετά από
χορήγηση του φαρμάκου σε εφ’ άπαξ δόση μέχρι 240 mg και μέχρι 120
mg τρεις φορές την ημέρα επί 8 συνεχόμενες ημέρες.
Δεν είναι γνωστές περιπτώσεις υπερδοσολογίας με Levodropropizine. Σε
περίπτωση υπερδοσολογίας είναι δυνατό να εμφανιστεί μια ήπιας
μορφής παροδική ταχυκαρδία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να
εφαρμοστούν γενικά μέτρα (πλύση στομάχου, χορήγηση ενεργού
άνθρακα, παρεντερική χορήγηση υγρών κλπ).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: R05DB27
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Το Levodropropizine είναι ένα συνθετικό μόριο που αντιστοιχεί χημικώς
σε S(-)3-(4-phenyl-piperazine-1yl)-propane-1,2-diol.
Είναι φάρμακο αντιβηχικό κι ο μηχανισμός δράσης είναι κυρίως
περιφερικού τύπου σε τραχειοβρογχικό επίπεδο. Επιπροσθέτως ασκεί σε
ζώα τοπική αναισθητική δράση. Στα ζώα η αντιβηχική δράση της
Levodropropizine, μετά την από του στόματος χορήγηση, είναι ίση ή
μεγαλύτερη από της dropropizine και της cloperastine μετά από
πρόκληση βήχα με περιφερικό ερεθισμό, όπως χημικές ουσίες, μηχανικό
ερεθισμό της τραχείας και ηλεκτρική διέγερση των κεντρομόλων
πνευμονογαστρικών ινών.
Η δράση του σε βήχα που προκαλείται κεντρικά, όπως ηλεκτρική
διέγερση της τραχείας ινδικού χοιριδίου είναι 10 φορές μικρότερη από
αυτήν της κωδεΐνης, με λόγο ισχύος 0.5 προς 2 σε δοκιμασίες
περιφερικής διεγέρσεως, όπως δοκιμασίες κιτρικού οξέος υδροξειδίου
του αμμωνίου και θειικού οξέος.
Η σύγκριση μεταξύ της αποτελεσματικότητας της Levodropropizine και
της κωδεΐνης, όταν αμφότερες χορηγούνται από του στόματος και δι'
αερολύματος για εισπνοή για την πρόληψη πειραματικώς προκληθέντος
βήχα σε ινδικά χοιρίδια, επιβεβαιώνει περαιτέρω τη δράση της
Levodropropizine σε περιφερικό επίπεδο.
Πράγματι η Levodropropizine έχει ίση ή ακόμη περισσότερη
δραστικότητα από την κωδεΐνη που χορηγείται με αερόλυμα δι’
εισπνοών, ενώ είναι δύο φορές λιγότερο δραστική από την κωδεΐνη που
χορηγείται από του στόματος.
Η Levodropropizine δεν εκτοπίζει την ναλοξόνη από τους οπιοειδείς
υποδοχείς του εγκεφάλου στους αρουραίους, δεν τροποποιεί το
στερητικό σύνδρομο που προκαλείται από τη διακοπή της μορφίνης και
η διακοπή της χορήγησής του δεν προκαλεί εξάρτηση.
Η Levodropropizine δεν προκαλεί καταστολή της αναπνευστικής
λειτουργίας ούτε αξιόλογες καρδιαγγειακές ενέργειες στα ζώα.
Επιπροσθέτως δεν προκαλεί δυσκοιλιότητα.
Η Levodropropizine είναι δραστική στο βρογχοπνευμονικό σύστημα
καθώς αναστέλλει την ισταμίνη, σεροτονίνη και την πρόκληση
βρογχόσπασμου από την βραδυκινίνη.
Το φάρμακο δεν αναστέλλει την πρόκληση βρογχόσπασμου από την
ακετυλχολίνη, αποδεικνύοντας έτσι την απουσία αντιχολινεργικών
ενεργειών.
Στα ζώα η ED
50
της αντιβρογχοσπαστικής δραστικότητας είναι
συγκρίσιμη με αυτή της αντιβηχικής. Σε υγιείς εθελοντές δόση 60 mg
μειώνει, για τουλάχιστον 6 ώρες, την πρόκληση βήχα με αερόλυμα για
εισπνοές και κιτρικό οξύ.
Σε θεραπευτικές δόσεις στον άνθρωπο το Levodropropizine δεν
τροποποιεί το ΗΕΓ και δεν αποτελεί υπόστρωμα ψυχοκινητικής
συμπεριφοράς. Σε υγιείς εθελοντές που χορηγήθηκαν μέχρι 240 mg
Levodropropizine δεν μεταβλήθησαν καρδιαγγειακές παράμετροι.
Το φάρμακο στον άνθρωπο δεν καταστέλλει την αναπνευστική
λειτουργία ούτε τη λειτουργία των κροσσών του βλεννογόνου.
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Φαρμακοκινητικές μελέτες έγιναν σε αρουραίους, σκύλους και στον
άνθρωπο. Η απορρόφηση, κατανομή, ο μεταβολισμός και η απέκκριση
ήταν παρόμοια και στα 3 είδη που μελετήθηκαν, με από του στόματος
βιοδιαθεσιμότητα μεγαλύτερη από 75%.
Η ανάκτηση της ραδιοεπισημασμένης ουσίας, με χορήγηση από το
στόμα, ανήλθε σε 93%.
Η σύνδεση με τις πρωτεΐνες του ανθρώπινου πλάσματος είναι αμελητέα
(11-14%) και συγκρίσιμη με αυτή που παρατηρείται στους σκύλους και
στους αρουραίους.
Η Levodropropizine χορηγούμενη από το στόμα απορροφάται ταχέως
στον οργανισμό και κατανέμεται ταχέως στον οργανισμό.
Ο χρόνος ημιζωής είναι 1-2 ώρες. Η απέκκριση γίνεται κυρίως με τα
ούρα υπό μορφή αμετάβλητης Levodropropizine και των μεταβολιτών
της (συζευγμένη Levodropropizine και ελεύθερης και συνεζευγμένης p-
hydroxylevodropropizine). Σε 48 ώρες η απέκκριση του προϊόντος και
των ως άνω μεταβολιτών ανέρχεται περίπου στο 35% της
χορηγηθείσης δόσεως.
Μελέτες μετά από επανειλημμένη χορήγηση απέδειξαν ότι θεραπεία 8
ημερών (χορήγηση 3 φορές την ημέρα) δεν τροποποιεί την απορρόφηση
ούτε τις παραμέτρους της απομάκρυνσης του φαρμάκου, κατά συνέπεια
αποκλείεται συσσώρευση και αυτοπροκαλούμενα φαινόμενα
μεταβολισμού.
Δεν υφίστανται σημαντικές φαρμακοκινητικές μεταβολές στα παιδιά,
στους ηλικιωμένους και σε ασθενείς που πάσχουν από ελαφρά ή μέτρια
νεφρική ανεπάρκεια.
5.3 Προκλινικά στοιχεία ασφάλειας
Η από του στόματος δόση που προκαλεί οξεία τοξικότητα είναι
886,5mg/kg, 1287mg/kg και 2492mg/kg αντίστοιχα σε αρουραίο,
ποντικό και ινδικό χοιρίδιο. Ως τοξικά συμπτώματα παρατηρήθηκαν
καταστολή, περιφερική αγγειοδιαστολή, τρόμος και σπασμοί. Ο
θεραπευτικός δείκτης στα ινδικά χοιρίδια υπολογισμένος ως σχέση
LD50/ED50, μετά από του στόματος χορήγηση, είναι μεταξύ 16 και 53,
εξαρτώμενος από το πειραματικό μοντέλο για την πρόκληση βήχα. Οι
δοκιμασίες τοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενη από του στόματος
χορήγηση (4-26 εβδομάδες) έδειξαν ότι 24mg/kg/ημέρα είναι η δόση
που δεν προκαλεί τοξικότητα.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
6.1 Κατάλογος Εκδόχων
Sodium carboxymethyl cellulose, Methylparaben E218, Propylparaben E216,
Citric acid, Sodium hydroxide, Sodium saccharine, Sodium Cyclamate, Cherry
flavor, Water purified.
6.2 Ασυμβατότητες
Καμία
6.3 Διάρκεια ζωής
Δύο (2) χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Φυλάσσεται σε θερμοκρασία κάτω των 25
ο
C.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Σκουρόχρωμο γυάλινο μπουκάλι των 200ml.
6.6 Οδηγίες χρήσης/χειρισμού
Καμία.
6.7 Κάτοχος της άδειας κυκλοφορίας
RALDEX ENTERPRISES LTD, LARNACA
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 27, ΚΤΗΡΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ 1
ΟΣ
ΟΡΟΦΟΣ, ΓΡΑΦΕΙΟ
102, Τ.Κ. 6021 ΛΑΡΝΑΚΑ ΚΥΠΡΟΣ
Τηλ.: 210 6624560-4, Fax: 210 6020118
7. ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ:
8. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΤΗΣ (ΜΕΡΙΚΗΣ) ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ