Δεν έχουν αναφερθεί σημαντικές ανεπιθύμητες ενέργειες μετά από
χορήγηση του φαρμάκου σε εφ’ άπαξ δόση μέχρι 240 mg και μέχρι 120
mg τρεις φορές την ημέρα επί 8 συνεχόμενες ημέρες.
Δεν είναι γνωστές περιπτώσεις υπερδοσολογίας με Levodropropizine. Σε
περίπτωση υπερδοσολογίας είναι δυνατό να εμφανιστεί μια ήπιας
μορφής παροδική ταχυκαρδία. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να
εφαρμοστούν γενικά μέτρα (πλύση στομάχου, χορήγηση ενεργού
άνθρακα, παρεντερική χορήγηση υγρών κλπ).
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Κωδικός ATC: R05DB27
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Το Levodropropizine είναι ένα συνθετικό μόριο που αντιστοιχεί χημικώς
σε S(-)3-(4-phenyl-piperazine-1yl)-propane-1,2-diol.
Είναι φάρμακο αντιβηχικό κι ο μηχανισμός δράσης είναι κυρίως
περιφερικού τύπου σε τραχειοβρογχικό επίπεδο. Επιπροσθέτως ασκεί σε
ζώα τοπική αναισθητική δράση. Στα ζώα η αντιβηχική δράση της
Levodropropizine, μετά την από του στόματος χορήγηση, είναι ίση ή
μεγαλύτερη από της dropropizine και της cloperastine μετά από
πρόκληση βήχα με περιφερικό ερεθισμό, όπως χημικές ουσίες, μηχανικό
ερεθισμό της τραχείας και ηλεκτρική διέγερση των κεντρομόλων
πνευμονογαστρικών ινών.
Η δράση του σε βήχα που προκαλείται κεντρικά, όπως ηλεκτρική
διέγερση της τραχείας ινδικού χοιριδίου είναι 10 φορές μικρότερη από
αυτήν της κωδεΐνης, με λόγο ισχύος 0.5 προς 2 σε δοκιμασίες
περιφερικής διεγέρσεως, όπως δοκιμασίες κιτρικού οξέος υδροξειδίου
του αμμωνίου και θειικού οξέος.
Η σύγκριση μεταξύ της αποτελεσματικότητας της Levodropropizine και
της κωδεΐνης, όταν αμφότερες χορηγούνται από του στόματος και δι'
αερολύματος για εισπνοή για την πρόληψη πειραματικώς προκληθέντος
βήχα σε ινδικά χοιρίδια, επιβεβαιώνει περαιτέρω τη δράση της
Levodropropizine σε περιφερικό επίπεδο.
Πράγματι η Levodropropizine έχει ίση ή ακόμη περισσότερη
δραστικότητα από την κωδεΐνη που χορηγείται με αερόλυμα δι’
εισπνοών, ενώ είναι δύο φορές λιγότερο δραστική από την κωδεΐνη που
χορηγείται από του στόματος.
Η Levodropropizine δεν εκτοπίζει την ναλοξόνη από τους οπιοειδείς
υποδοχείς του εγκεφάλου στους αρουραίους, δεν τροποποιεί το
στερητικό σύνδρομο που προκαλείται από τη διακοπή της μορφίνης και
η διακοπή της χορήγησής του δεν προκαλεί εξάρτηση.
Η Levodropropizine δεν προκαλεί καταστολή της αναπνευστικής
λειτουργίας ούτε αξιόλογες καρδιαγγειακές ενέργειες στα ζώα.
Επιπροσθέτως δεν προκαλεί δυσκοιλιότητα.
Η Levodropropizine είναι δραστική στο βρογχοπνευμονικό σύστημα
καθώς αναστέλλει την ισταμίνη, σεροτονίνη και την πρόκληση
βρογχόσπασμου από την βραδυκινίνη.