αντιεμετικά (π.χ. απρεπιτάντη ή δροναμπινόλη),
αντικαταθλιπτικά (π.χ. φλουοξετίνη),
αντιόξινα (π.χ. σιμετιδίνη)
ή αλκοόλ, επειδή μπορεί να αυξήσουν τη βιοδιαθεσιμότητα της καταπινώμενης
φαιντανύλης και επίσης να μειώσουν τη συστηματική της κάθαρση, με ενδεχόμενη
συνέπεια αύξηση ή παράταση της δράσης των οπιοειδών και μπορεί να προκαλέσουν,
ενδεχομένως, θανατηφόρο αναπνευστική καταστολή. Παρόμοιες ενέργειες μπορεί
να παρατηρηθούν μετά την ταυτόχρονη κατανάλωση χυμού γκρέιπφρουτ, ο οποίος
είναι γνωστό ότι αναστέλλει το CYP3A4. Επομένως, απαιτείται προσοχή όταν η
φαιντανύλη χορηγείται ταυτόχρονα με αναστολείς του CYP3A4. Ασθενείς, οι οποίοι
λαμβάνουν το VELLOFENT, και οι οποίοι ξεκινούν θεραπεία ή αυξάνουν τη δόση
αναστολέων του CYP3A4, πρέπει να παρακολουθούνται στενά και για παρατεταμένο
χρονικό διάστημα, για σημεία τοξικότητας των οπιοειδών.
Η ταυτόχρονη χρήση του VELLOFENT με ισχυρούς επαγωγείς του CYP3A4, όπως τα
βαρβιτουρικά και άλλα κατασταλτικά (π.χ. φαινοβαρβιτάλη),
αντιεπιληπτικά (π.χ. καρμπαμαζεπίνη, φαινυτοϊνη, οξκαρμπαζεπίνη),
ορισμένα αντιιικά (π.χ. εφαβιρένζη, νεβιραπίνη),
αντιφλεγμονώδεις ή ανοσοκατασταλτικοί παράγοντες (π.χ. γλυκοκορτικοειδή),
αντιδιαβητικά (π.χ. πιογλιταζόνη),
αντιβιοτικά για την αντιμετώπιση της φυματίωσης (π.χ. ριφαμπουτίνη,
ριφαμπίνη),
ψυχοτρόπες ουσίες (π.χ. μοδαφινίλη),
αντικαταθλιπτικά (π.χ. St. John's wort),
μπορεί να προκαλέσει μείωση των συγκεντρώσεων της φαιντανύλης στο πλάσμα, με
ενδεχόμενη συνέπεια τη μείωση της αποτελεσματικότητας του VELLOFENT. Οι
ασθενείς, που παίρνουν VELLOFENT και οι οποίοι διακόπτουν τη θεραπεία με
επαγωγείς του CYP3A4 ή μειώνουν τη δόση των επαγωγέων αυτών, πρέπει να
παρακολουθούνται για σημεία αυξημένης δράσης του VELLOFENT, ή τοξικότητας
και η δόση του VELLOFENT πρέπει να προσαρμοσθεί αντιστοίχως.
Η ταυτόχρονη χρήση άλλων κατασταλτικών του ΚΝΣ, συμπεριλαμβανομένων των
λοιπών οπιοειδών, κατασταλτικών ή υπνωτικών, των γενικών αναισθητικών, των
φαινοθειαζινών, των ηρεμιστικών, των μυοχαλαρωτικών, των αντισταμινικών, που
προκαλούν καταστολή και του αλκοόλ, μπορεί να προκαλέσει προσθετικές
κατασταλτικές δράσεις.
Δεν συνιστάται η συγχορήγηση μερικών αγωνιστών / ανταγωνιστών οπιοειδών (π.χ.
μπουπρενορφίνη, ναλμπουφίνη, πενταζοσίνη). Έχουν υψηλή συγγένεια σε υποδοχείς
οπιοειδών με
σχετικά χαμηλή ενδογενή δραστικότητα και επομένως ανταγωνίζονται μερικώς την
αναλγητική
δράση της φαιντανύλης και ενδέχεται να προκαλέσουν στερητικά συμπτώματα σε
ασθενείς
εξαρτημένους από οπιοειδή.
Σεροτονινεργικά Φάρμακα
Η συγχορήγηση της φαιντανύλης με έναν σεροτονινεργικό παράγοντα, όπως ο
Εκλεκτικός Αναστολέας Επαναπρόσληψης - Σεροτονίνης (SSRI) ή Αναστολέα της
Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης και της Νορεπινεφρίνης - (SNRI) ή Αναστολέα της
Μονοαμινο-Οξειδάσης (MAOI), μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο σεροτονινεργικού
συνδρόνου, το οποίο είναι μια εν δυνάμει απειλητική για τη ζωή κατάσταση-.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
10/14