Σε μια διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με δραστικό φάρμακο
μελέτη σε ασθενείς που δεν ελέγχονται επαρκώς με βαλσαρτάνη 80 mg,
παρατηρήθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες μειώσεις της μέσης
συστολικής/διαστολικής ΑΠ με το συνδυασμό
βαλσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης 80/12,5 mg (9,8/8,2 mmHg) σε σχέση
με βαλσαρτάνη 80 mg (3,9/5,1 mmHg) και βαλσαρτάνη 160 mg (6,5/6,2
mmHg). Επιπροσθέτως, σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό ασθενών
ανταποκρίθηκε (διαστολική ΑΠ<90 mmHg ή μείωση ≥10 mmHg) με
βαλσαρτάνη/υδροχλωροθειαζίδη 80/12,5 mg (51%) σε σχέση με
βαλσαρτάνη 80 mg (36%) και βαλσαρτάνη 160 mg (37%).
Σε μια διπλή τυφλή, τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο,
παραγοντικού σχεδιασμού μελέτη που συνέκρινε διαφόρους
συνδυασμούς δόσεων βαλσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης με τα
αντίστοιχα συστατικά τους, παρατηρήθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες
μειώσεις της μέσης συστολικής/διαστολικής ΑΠ με το συνδυασμό
βαλσαρτάνης/υδροχλωροθειαζίδης 80/12,5 mg (16,5/11,8 mmHg) σε
σχέση με το εικονικό φάρμακο (1,9/4,1 mmHg) και την
υδροχλωροθειαζίδη 12,5 mg (7,3/7,2 mmHg) και τη βαλσαρτάνη 80 mg
(8,8/8,6 mmHg). Επιπροσθέτως, σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό
ασθενών ανταποκρίθηκε (διαστολική ΑΠ<90 mmHg ή μείωση ≥10
mmHg) με βαλσαρτάνη/υδροχλωροθειαζίδη 80/12,5 mg (64%) σε σχέση
με εικονικό φάρμακο (29%) και υδροχλωροθειαζίδη (41%).
Μειώσεις του καλίου ορού που εξαρτώνται από τη δόση,
παρουσιάστηκαν σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με βαλσαρτάνη +
υδροχλωροθειαζίδη. Μείωση του καλίου του ορού παρουσιάστηκε
συχνότερα σε ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε υδροχλωροθειαζίδη 25
mg σε σχέση με εκείνους στους οποίους χορηγήθηκε υδροχλωροθειαζίδη
12,5 mg. Σε ελεγχόμενες κλινικές μελέτες με
βαλσαρτάνη/υδροχλωροθειαζίδη, η επίδραση μείωσης του καλίου από την
υδροχλωροθειαζίδη μετριάστηκε από την καλιοσυντηρητική επίδραση της
βαλσαρτάνης.
Οι ευεργετικές επιδράσεις της βαλσαρτάνης σε συνδυασμό με
υδροχλωροθειαζίδη στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα και νοσηρότητα
είναι αυτή τη στιγμή άγνωστες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η μακροχρόνια θεραπεία με
υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής
θνησιμότητας και νοσηρότητας.
Βαλσαρτάνη
Η βαλσαρτάνη είναι ένας από του στόματος ενεργός, ισχυρός, και
ειδικός ανταγωνιστής υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ (Ang II). Δρα
εκλεκτικά στον υπότυπο ΑΤ1 του υποδοχέα, που είναι υπεύθυνος για τις
γνωστές δράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ. Τα αυξημένα επίπεδα της
αγγειοτασίνης ΙΙ στο πλάσμα, λόγω του αποκλεισμού του υποδοχέα ΑΤ1
με τη βαλσαρτάνη μπορεί να διεγείρουν τον μη αποκλεισμένο υποδοχέα
ΑΤ2 ο οποίος εμφανίζεται να αντισταθμίζει τη δράση του υποδοχέα ΑΤ1.
Η βαλσαρτάνη δεν εμφανίζει καμιά μερική αγωνιστική δράση στον
υποδοχέα ΑΤ1 και έχει πολύ μεγαλύτερη χημική συγγένεια (περίπου
20.000 φορές) για τον υποδοχέα ΑΤ1 από ό,τι για τον υποδοχέα ΑΤ2. Η
βαλσαρτάνη δε δεσμεύεται με ή αποκλείει άλλους υποδοχείς ορμονών ή
αυλούς ιόντων, που είναι γνωστοί για τη σπουδαιότητά τους στην
καρδιαγγειακή ρύθμιση.