Βαρβιτουρικά, καρβαμαζεπίνη, οξκαρβαζεπίνη, φαινυτοΐνη, φαινοβαρβιτάλη,
πριμιδόνη, γκριζεοφουλβίνη, μεταμιζόλη, ναφσιλλίνη, σουλφαδιμιδίνη και
τριμεθοπρίμη i.v., ριφαμπικίνη, οκτρεοτίδη, προμπουκόλη, σουλφαδιαζίνη,
ορλιστάτη, τρογλιταζόνη,
Hypericum perforatum
(St John’s wort), τικλοπιδίνη,
σουλφινπυραζόνη, τερβιναφίνη, βοσεντάνη.
Οι ασθενείς σε θεραπεία με κυκλοσπορίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιούν
προϊόντα/φυτικά φάρμακα που περιέχουν
Hypericum perforatum
, δεδομένου ότι
αυτό μπορεί να προκαλέσει σημαντική μείωση των συγκεντρώσεων της
κυκλοσπορίνης στο πλάσμα με επαγωγή του CYP3A4, και κατά συνέπεια μείωση
της θεραπευτικής αποτελεσματικότητας (βλ. 4.3 Αντενδείξεις).
Φάρμακα που αυξάνουν τις συγκεντρώσεις της κυκλοσπορίνης
Μακρολιδικά αντιβιοτικά (κυρίως ερυθρομυκίνη, αζιθρομυκίνη,
κλαριθρομυκίνη, ιοσαμυκίνη, ροξιθρομυκίνη και πριστιναμυκίνης),
κετοκοναζόλη, φλουκοναζόλη, ιτρακοναζόλη, βορικοναζόλη, ανταγωνιστές
ασβεστίου (όπως διλτιαζέμη, νικαρδιπίνη, βεραπαμίλη), μετοκλοπραμίδη, από
του στόματος αντισυλληπτικά, προπαφαινόνη, δαναζόλη, μεθυλπρεδνιζολόνη
(υψηλή δόση), αλλοπουρινόλη, χλωροκίνη, αμιοδαρόνη, βρωμοκρυπτίνη,
αναστολείς πρωτεάσης, δοξυκυκλίνη, χολικό οξύ και παράγωγα, ιματινίμπη,
κολχικίνες, νεφαζοδόνη.
Άλλες σχετικές μορφές αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα
Συνιστάται προσοχή όταν η ταυτόχρονη χρήση άλλων φαρμάκων με
κυκλοσπορίνη οδηγεί σε νεφροτοξική συνέργεια: αμινογλυκοσίδες
(συμπεριλαμβανομένων γενταμυκίνης, τομπραμυκίνης), αμφοτερικίνη Β,
σιπροφλοξασίνη, βανκομυκίνη, τριμεθοπρίμη (+ σουλφαμεθοξαζόλη), μη
στεροειδείς αντι-φλεγμονώδεις ουσίες (συμπεριλαμβανομένων δικλοφενάκης,
ναπροξένης, σουλινιδάκης), μελφαλάνη, ανταγωνιστές των Η2 υποδοχέων της
ισταμίνης (π.χ. σιμετιδίνη, ρανιτιδίνη), μεθοτρεξάτη.
Η συγχορήγηση με τακρόλιμους πρέπει να αποφεύγεται λόγω της αυξημένης
πιθανότητας ανάπτυξης νεφροτοξικότητας.
Κατά τη διάρκεια της θεραπείας με κυκλοσπορίνη, οι εμβολιασμοί μπορεί να
είναι λιγότερο αποτελεσματικοί, επομένως η χρήση εμβολίων με
εξασθενημένους ζώντες οργανισμούς πρέπει να αποφεύγεται.
Η συγχορήγηση νιφεδιπίνης και κυκλοσπορίνης μπορεί να επιδεινώσει την
υπερπλασία των ούλων που παρατηρείται όταν χρησιμοποιείται μόνο
κυκλοσπορίνη.
Μετά τη συγχορήγηση κυκλοσπορίνης και λερκανιδιπίνης, η AUC της
λερκανιδιπίνης τριπλασιάστηκε και η AUC της κυκλοσπορίνης αυξήθηκε κατά
21%. Συνεπώς, συνιστάται προσοχή κατά τη συγχορήγηση της κυκλοσπορίνης
μαζί με λερκανιδιπίνη (βλ. παράγραφο 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και
προφυλάξεις κατά τη χρήση). Η έκθεση δεν επηρεάστηκε όταν η λερκανιδιπίνη
και η κυκλοσπορίνη χορηγήθηκαν με ένα χρονικό διάστημα τριών ωρών.
Η κυκλοσπορίνη είναι ένας πολύ ισχυρός αναστολέας της P-γλυκοπρωτεΐνης
και μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των συγχορηγούμενων φαρμακευτικών
αγωγών στο αίμα που είναι υποστρώματα της P-γλυκοπρωτεΐνης όπως η
αλισκιρένη. Μετά την ταυτόχρονη χορήγηση κυκλοσπορίνης και αλισκιρένης, η
C
max
της αλισκιρένης αυξήθηκε περίπου κατά 2,5 φορές και η AUC κατά περίπου
16