έμφραγμα του μυοκαρδίου, δυσλειτουργία αριστεράς κοιλίας (όπως
μετρήθηκε από το κλάσμα εξώθησης αριστεράς κοιλίας [LVEF] < 40 %) και
κλινικά σημεία καρδιακής ανεπάρκειας. Μέσα σε χρονικό διάστημα 3-14
ημερών (μέσος όρος 7 ημέρες) μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οι
ασθενείς έλαβαν επλερενόνη ή placebo επιπλέον των καθιερωμένων
θεραπειών, με δόση έναρξης 25 mg μια φορά ημερησίως, η οποία
τιτλοποιήθηκε στη δόση-στόχο των 50 mg μια φορά ημερησίως, μετά από 4
εβδομάδες, εφόσον τα επίπεδα του κάλιου του ορού ήταν < 5,0 mmol/L.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ασθενείς ελάμβαναν την καθιερωμένη
θεραπευτική αγωγή, που περιελάμβανε ακετυλοσαλικυλικό οξύ (92 %),
αναστολείς του ΜΕΑ (90 %), β-αποκλειστές (83 %), νιτρώδη (72 %),
διουρητικά της αγκύλης (66%), ή αναστολείς της αναγωγάσης HMG CoA (60
%).
Στην μελέτη EPHESUS τα συμπρωτεύοντα τελικά σημεία ήταν θνητότητα
από όλες τις αιτίες και το σύνθετο τελικό σημείο ο καρδιαγγειακός θάνατος
ή καρδιαγγειακή νοσηλεία. Το 14,4 % των ασθενών που ελάμβαναν
επλερενόνη και το 16,7 % των ασθενών που ελάμβαναν placebo απεβίωσαν
(θάνατος από όλες τις αιτίες), ενώ το 26,7 % των ασθενών που ελάμβαναν
επλερενόνη και το 30,0 % των ασθενών που ελάμβαναν placebo πέτυχαν το
σύνθετο τελικό σημείο καρδιαγγειακού θανάτου ή καρδιαγγειακής
νοσηλείας. Στην EPHESUS, η επλερενόνη μείωσε τον κίνδυνο θανάτου από
οποιαδήποτε αιτία κατά 15 % (RR 0,85, 95 % CI, 0,75-0,96, p=0,008)
συγκριτικά με το placebo, προκαλώντας κατά κύριο λόγο μείωση στην
καρδιαγγειακή θνητότητα. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου ή
καρδιαγγειακής νοσηλείας μειώθηκε κατά 13 % με την επλερενόνη (RR 0,87,
95 % CI, 0,79-0,95, p=0,002). Οι απόλυτες μειώσεις κινδύνου των τελικών
σημείων, αναφορικά με τη θνητότητα οποιασδήποτε αιτίας και την
καρδιαγγειακή θνητότητα/νοσηλεία, ήταν 2,3 και 3,3 %, αντίστοιχα. Κλινική
αποτελεσματικότητα αποδείχθηκε κυρίως, όταν η θεραπεία με επλερενόνη
άρχιζε σε ασθενείς ηλικίας < 75 ετών. Τα οφέλη από τη θεραπεία για τους
ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 75 ετών δεν ήταν σαφή. Η λειτουργική
ταξινόμηση κατά NYHA (New York Heart Association) βελτιώθηκε ή
παρέμεινε σταθερή, για μια στατιστικά σημαντική μεγαλύτερη αναλογία
ασθενών που ελάμβαναν επλερενόνη, συγκριτικά με το placebo. Η
συχνότητα εμφάνισης της υπερκαλιαιμίας ήταν 3,4 % στην ομάδα που
ελάμβανε επλερενόνη, έναντι 2,0 % στην ομάδα που ελάμβανε placebo (p <
0,001). Η συχνότητα εμφάνισης της υποκαλιαιμίας ήταν 0,5 % στην ομάδα
που ελάμβανε επλερενόνη, έναντι 1,5 % στην ομάδα που ελάμβανε placebo
(p < 0,001).
Δεν παρατηρήθηκαν συγκεκριμένες επιδράσεις της επλερενόνης στον
καρδιακό ρυθμό, στη διάρκεια του διαστήματος QRS ή στο διάστημα PR ή
QT σε 147 υγιή άτομα, που αξιολογήθηκαν για ηλεκτροκαρδιογραφικές
ματαβολές, κατά τη διάρκεια των φαρμακοκινητικών μελετών.
Στην μελέτη EMPHASIS-HF (χορήγησης Επλερενόνης σε ασθενείς με Ήπια
Καρδιακή Ανεπάρκεια που νοσηλεύονται και στην συνολική επιβίωση
αυτών), διερευνήθηκε η επίδραση της επλερενόνης όταν χορηγήθηκε μαζί με
την ενδεδειγμένη θεραπεία σε ασθενείς με συστολική καρδιακή ανεπάρκεια
και ήπια συμπτώματα (κατά NYHA class II).
Οι ασθενείς εντάσσονταν στη μελέτη εάν ήταν τουλάχιστον 55 ετών,
εμφάνιζαν εξώθηση αριστερής κοιλίας (LVEF) 30% ή εξώθηση μικρότερη του
12