επιθηλιακών κυττάρων παρατηρήθηκε στην επιδιδυμίδα. Φαίνεται ότι η
λινεζολίδη επηρεάζει την ωρίμανση των σπερματοζωαρίων στον αρουραίο. Η
επιπρόσθετη χορήγηση τεστοστερόνης δεν απέτρεψε τις ανεπιθύμητες δράσεις στη
γονιμότητα που προκαλούνται από τη λινεζολίδη. Δεν παρατηρήθηκε υπερτροφία
της επιδιδυμίδας σε σκύλους που υποβλήθηκαν σε θεραπεία για διάστημα 1
μηνός, παρόλο που παρατηρήθηκε αλλαγή βάρους σε όργανα όπως ο προστάτης, οι
όρχεις και η επιδιδυμίδα.
Μελέτες τοξικότητας στην αναπαραγωγή σε ποντίκια και αρουραίους δεν έδωσαν
καμία απόδειξη τερατογόνου δράσης σε επίπεδα έκθεσης τετραπλάσια από ή
ισοδύναμα με εκείνα στον άνθρωπο, αντίστοιχα. Οι ίδιες συγκεντρώσεις
λινεζολίδης προκάλεσαν μητρική τοξικότητα σε ποντίκια και συσχετίσθηκαν με
αυξημένο ποσοστό θανάτου στα έμβρυα, συμπεριλαμβανομένων της ολικής
απώλειας νεογνών, του μειωμένου εμβρυακού σωματικού βάρους και της έξαρσης
της φυσιολογικής γενετικής προδιάθεσης για στερνικές αλλοιώσεις στο είδος των
ποντικών που χρησιμοποιήθηκαν. Σε αρουραίους, ελάχιστη μητρική τοξικότητα
παρατηρήθηκε σε εκθέσεις χαμηλότερες από τις κλινικές εκθέσεις. Σημειώθηκε
ήπια τοξικότητα στο έμβρυο που εκδηλώθηκε ως μειωμένο εμβρυακό σωματικό
βάρος και μειωμένη οστεοποίηση των στερνιδίων, μειωμένη επιβίωση απογόνων
και ήπιες καθυστερήσεις στην ωρίμανση. Μετά το ζευγάρωμά τους, μερικοί από
τους απόγονους αυτούς εμφάνισαν ενδείξεις αναστρέψιμης, δοσοεξαρτώμενης
αύξησης σε προεμφυτευτική απώλεια με αντίστοιχη μείωση στην γονιμότητα. Σε
κουνέλια παρατηρήθηκε μειωμένο εμβρυακό σωματικό βάρος μόνο στην
περίπτωση παρουσίας μητρικής τοξικότητας (κλινικά σημεία, μειωμένη αύξηση
σωματικού βάρους και μειωμένη κατανάλωση τροφής) σε χαμηλά επίπεδα έκθεσης
κατά 0,06 φορές σε σύγκριση με την αναμενόμενη ανθρώπινη έκθεση με βάση τις
AUC. Τα είδη είναι γνωστό ότι είναι ευαίσθητα στη δράση των αντιβιοτικών.
Η λινεζολίδη και οι μεταβολίτες της απεκκρίνονται στο γάλα αρουραίων που
θηλάζουν και οι συγκεντρώσεις που παρατηρήθηκαν ήταν υψηλότερες από εκείνες
στο μητρικό πλάσμα.
Η λινεζολίδη προκάλεσε αναστρέψιμη μυελοκαταστολή σε αρουραίους και σε
σκύλους.
Σε αρουραίους στους οποίους χορηγήθηκαν 80 mg/kg/ημέρα λινεζολίδης από του
στόματος για 6 μήνες παρατηρήθηκε μη αναστρέψιμη, ελάχιστη έως ήπια αξονική
εκφύλιση του ισχιακού νεύρου. Ελάχιστη εκφύλιση του ισχιακού νεύρου
παρατηρήθηκε επίσης σε έναν αρσενικό αρουραίο σε αυτό το επίπεδο των δόσεων
κατά τη νεκροψία που διεξήχθη στους 3 μήνες. Διεξήχθη ευαίσθητη μορφολογική
αξιολόγηση των ιστών με σταθερή αιμάτωση, προκειμένου να διερευνηθεί η
ύπαρξη εκφύλισης του οπτικού νεύρου. Ελάχιστη έως μέτρια εκφύλιση του
οπτικού νεύρου ήταν εμφανής σε 2 από τους 3 αρσενικούς αρουραίους μετά από 6
μήνες δοσολογίας, όμως η απευθείας συσχέτιση με το φάρμακο ήταν διφορούμενη
λόγω της οξείας φύσης του ευρήματος και της ασύμμετρης κατανομής του. Η
νευρική εκφύλιση που παρατηρήθηκε ήταν μικροσκοπικά συγκρίσιμη με
αυθόρμητη μονόπλευρη εκφύλιση του οπτικού νεύρου σε ηλικιωμένους αρουραίους
και ενδέχεται να αποτελεί επιδείνωση μίας συνήθους αλλοίωσης.
Τα προκλινικά στοιχεία, που βασίζονται σε συμβατικές μελέτες τοξικότητας και
γενοτοξικότητας μετά από επαναλαμβανόμενες δόσεις, δεν απεκάλυψαν κανέναν
ειδικό κίνδυνο για τον άνθρωπο, πέρα από εκείνον που αναφέρεται σε άλλες
παραγράφους αυτής της Περίληψης των Χαρακτηριστικών του Προϊόντος.
Μελέτες καρκινογένεσης/ογκογένεσης δεν έχουν διεξαχθεί εν όψει της μικρής