μικρότερης των 55 ετών). Ο μέσος ρυθμός απορρόφησης εκφραζόμενος ως
t
max
ήταν ελαφρά πιο αργός σε ηλικιωμένους, ενώ ο τελικός χρόνος
ημίσειας ζωής ήταν περίπου 20% μεγαλύτερος σε ηλικιωμένα άτομα.
Οι μέτριες αυτές διαφορές θεωρούνται μη κλινικά σημαντικές.
Η φαρμακοκινητική του solifenacin δεν έχει εδραιωθεί σε παιδιά και
εφήβους.
Φύλο
Η φαρμακοκινητική του solifenacin δεν επηρεάζεται από το φύλο.
Φυλή
Η φαρμακοκινητική του solifenacin δεν επηρεάζεται από την φυλή.
Νεφρική δυσλειτουργία
Στις τιμές AUC και C
max
του solifenacin σε ασθενείς με ήπια και μέτρια
νεφρική δυσλειτουργία, δεν υπήρξε σημαντική διαφοροποίηση από αυτές
των υγιών εθελοντών. Σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία
(κάθαρση κρεατινίνης ≤ 30 ml/min) η έκθεση στο solifenacin ήταν
σημαντικά μεγαλύτερη, συγκριτικά με τους ελέγχους, με αυξήσεις της
C
max
περίπου 30%, της AUC περισσότερο από 100%, και του t
1/2
περισσότερο από 60%. Παρατηρήθηκε μια στατιστικά σημαντική σχέση
μεταξύ κάθαρσης κρεατινίνης και κάθαρσης solifenacin.
Η φαρμακοκινητική σε ασθενείς σε αιμοκάθαρση δεν έχει μελετηθεί.
Ηπατική δυσλειτουργία
Σε ασθενείς με μέτρια ηπατική δυσλειτουργία (Child-Pugh βαθμολογία 7
έως 9) το C
max
δεν επηρεάζεται, η AUC αυξάνεται κατά 60% και το t
1/2
διπλασιάζεται. Η φαρμακοκινητική του solifenacin σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική δυσλειτουργία δεν έχει μελετηθεί.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Προκλινικά δεδομένα δεν αποκαλύπτουν ιδιαίτερο κίνδυνο για τον
άνθρωπο με βάση τις συμβατικές μελέτες φαρμακολογικής ασφάλειας,
τοξικότητας επαναλαμβανόμενων δόσεων, γονιμότητας,
εμβρυϊκής/νεογνικής ανάπτυξης, γονοτοξικότητας, και ενδεχόμενης
καρκινογόνου δράσης. Στη μελέτη κατά την προ- και μετα-γεννητική
ανάπτυξη σε ποντίκια, η θεραπεία της μητέρας με solifenacin κατά τη
γαλουχία, προκάλεσε δοσοεξαρτώμενο χαμηλότερο ποσοστό επιβίωσης
μετά τον τοκετό, μειωμένο βάρος νεογνού, και βραδύτερη φυσική
ανάπτυξη σε κλινικώς σημαντικά επίπεδα. Δοσοεξαρτώμενη αύξηση της
θνησιμότητας παρατηρήθηκε σε νεαρούς ποντικούς χωρίς προηγούμενα
κλινικά συμπτώματα, στους οποίους χορηγήθηκε θεραπεία από την 10
η
ή
21
η
ημέρα μετά τη γέννηση τους, με δόσεις που επέφεραν φαρμακολογική
δράση ενώ και οι δύο ομάδες είχαν υψηλότερη θνησιμότητα σε σύγκριση
με ενήλικα ποντίκια. Σε νεαρούς ποντικούς που έλαβαν θεραπεία από την
μεταγεννητική ημέρα 10, τα επίπεδα του πλάσματος ήταν υψηλότερα σε
σχέση με τα ενήλικα ποντίκια. Από την μεταγεννητική ημέρα 21 και
έπειτα, η συστηματική έκθεση ήταν συγκρίσιμη με αυτή των ενήλικων
ποντικών. Οι κλινικές επιπτώσεις της αυξημένης θνησιμότητας σε
νεαρούς ποντικούς δεν είναι γνωστές.