επεισόδια σε 96 ασθενείς (4,3%) με ολμεσαρτάνη και σε 94 ασθενείς (4,2%) με
το εικονικό φάρμακο. Η συχνότητα εμφάνισης της καρδιαγγειακής
θνησιμότητας ήταν υψηλότερη με ολμεσαρτάνη συγκριτικά με τη θεραπεία με
εικονικό φάρμακο (15 ασθενείς (0,7%) έναντι 3 ασθενών (0,1%)), παρά τα
παρόμοια ποσοστά μη θανατηφόρου αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (14
ασθενείς (0,6%) έναντι 8 ασθενών (0,4%)), μη θανατηφόρου εμφράγματος του
μυοκαρδίου (17 ασθενείς (0,8%) έναντι 26 ασθενών (1,2%)) και μη
καρδιαγγειακής θνησιμότητας (11 ασθενείς (0,5%) έναντι 12 ασθενών (0,5%)).
Η συνολική θνησιμότητα με ολμεσαρτάνη ήταν αριθμητικά αυξημένη (26
ασθενείς (1,2%) έναντι 15 ασθενών (0,7%)), η οποία προήλθε κυρίως από την
αύξηση του αριθμού των θανατηφόρων καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Η μελέτη Olmesartan Reducing Incidence of End-stage Renal Disease in
Diabetic Nephropathy Trial (ORIENT) ερεύνησε τις επιπτώσεις της
ολμεσαρτάνης αναφορικά με τις νεφρικές και καρδιαγγειακές εκβάσεις σε 577
τυχαιοποιημένους ιαπωνικής και κινεζικής καταγωγής διαβητικούς τύπου 2
ασθενείς με έκδηλη νεφροπάθεια. Κατά τη διάρκεια διάμεσης παρακολούθησης
των 3,1 χρόνων, οι ασθενείς έλαβαν είτε ολμεσαρτάνη είτε εικονικό φάρμακο
μαζί με άλλους αντιυπερτασικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των
αναστολέων ΜΕΑ.
Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο (χρόνος στην πρώτη εκδήλωση του
διπλασιασμού της κρεατινίνης στον ορό, νεφρική νόσος τελικού σταδίου, κάθε
αιτία θανάτου) συνέβη σε 116 ασθενείς στην ομάδα της ολμεσαρτάνης (41,1%)
και σε 129 ασθενείς στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου (45,4%) (HR 0,97
(95% CI 0,75 έως 1,24), p = 0,791). Το δευτερεύον σύνθετο καταληκτικό
καρδιαγγειακό σημείο συνέβη σε 40 ασθενείς που έλαβαν ολμεσαρτάνη (14,2%)
και σε 53 ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο (18,7%). Αυτό το σύνθετο
καταληκτικό καρδιαγγειακό σημείο περιελάμβανε θάνατο καρδιαγγειακής
αιτιολογίας για 10 (3,5%) ασθενείς που λάμβαναν ολμεσαρτάνη έναντι 3
(1,1%) που έλαβαν εικονικό φάρμακο, η συνολική θνησιμότητα ήταν 19 (6,7%)
έναντι 20 (7,0%), μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο 8 (2,8%)
έναντι 11 (3,9%) και μη θανατηφόρο έμφραγμα του μυοκαρδίου 3 (1,1%) έναντι
7 (2,5%), αντίστοιχα.
Η υδροχλωροθειαζίδη είναι ένα θειαζιδικό διουρητικό. Ο μηχανισμός του
αντιυπερτασικού αποτελέσματος του θειαζιδικού διουρητικού δεν είναι πλήρως
γνωστός. Οι θειαζίδες επηρεάζουν τους νεφρικούς σωληνοριακούς
μηχανισμούς επαναπορρόφησης ηλεκτρολυτών, αυξάνοντας άμεσα την
απέκκριση του νατρίου και των χλωριούχων σε κατά προσέγγιση ισοδύναμες
ποσότητες. Η διουρητική δράση της υδροχλωροθειαζίδης μειώνει τον όγκο του
πλάσματος, αυξάνει τη δραστικότητα της ρενίνης στο πλάσμα και την έκκριση
της αλδοστερόνης, με επακόλουθα την αύξηση του καλίου στα ούρα, την
απώλεια διττανθρακικών και τη μείωση του καλίου στον ορό. Στον άξονα
ρενίνης-αλδοστερόνης μεσολαβεί η αγγειοτασίνη ΙΙ και έτσι η συγχορήγηση
ενός ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ τείνει να αντιστρέψει
την απώλεια του καλίου, η οποία συσχετίζεται με θειαζιδικά διουρητικά. Με
την υδροχλωροθειαζίδη, η έναρξη της διούρησης αρχίζει περίπου στις 2 ώρες
και το μέγιστο αποτέλεσμα εμφανίζεται περίπου στις 4 ώρες μετά τη δόση, ενώ
η δράση διαρκεί για περίπου 6-12 ώρες.
Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η μακράς διάρκειας θεραπεία με
μονοθεραπεία με υδροχλωροθειαζίδη μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής
θνησιμότητας και νοσηρότητας.
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
19