σχιζοφρένεια, η ομάδα της αριπιπραζόλης παρουσίασε σημαντικά
μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού υποτροπής, 34 % στην ομάδα της
αριπιπραζόλης και 57 % στο εικονικό φάρμακο.
Αύξηση βάρους -
σε κλινικές δοκιμές η αριπιπραζόλη δεν φάνηκε να προκαλεί
κλινικά σημαντική αύξηση βάρους. Σε μια ελεγχόμενη με ολανζαπίνη, διπλά-
τυφλή, πολυεθνική δοκιμή για σχιζοφρένεια, διάρκειας 26 εβδομάδων, με 314
ενήλικες ασθενείς, της οποίας το πρωταρχικό καταληκτικό σημείο ήταν η
αύξηση βάρους, σημαντικά λιγότεροι ασθενείς που έλαβαν αριπιπραζόλη (n =
18, ή 13 % των αξιολογήσιμων ασθενών) εμφάνισαν αύξηση βάρους σε ποσοστό
τουλάχιστον 7 % πάνω από την αρχική τιμή (δηλ. αύξηση τουλάχιστον 5,6 kg
για μέση τιμή αρχικού βάρους ~80,5 kg) σε σύγκριση με τους ασθενείς που
έλαβαν ολανζαπίνη (n = 45, ή 33 % των
αξιολογήσιμων ασθενών).
Λιπιδαιμικές παράμετροι -
σε ομαδοποιημένη ανάλυση λιπιδαιμικών
παραμέτρων από ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές δοκιμές ενηλίκων,
η αριπιπραζόλη δεν έδειξε να επάγει κλινικά σημαντικές μεταβολές στα επίπεδα
της ολικής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων, της HDL και της LDL.
Ολική χοληστερόλη: η συχνότητα μεταβολών των επιπέδων από
φυσιολογικά (< 5.18 mmol/l) σε υψηλά (≥ 6,22 mmol/l) ήταν 2,5 % για
την αριπιπραζόλη και 2,8 % για το εικονικό φάρμακο και η μέση
μεταβολή από την αρχική τιμή ήταν -0,15 mmol/l (95 % CI: -0,182,
-0,115) για την αριπιπραζόλη και -0,11 mmol/l (95 % CI: -0,148, -0,066)
για το εικονικό φάρμακο.
Τριγλυκερίδια νηστείας: η συχνότητα μεταβολών των επιπέδων από
φυσιολογικά (< 1,69 mmol/l) σε υψηλά (≥ 2,26 mmol/l) ήταν 7,4 % για την
αριπιπραζόλη και 7,0 % για το εικονικό φάρμακο και η μέση μεταβολή
από την αρχική τιμή ήταν -0,11 mmol/l (95 % CI: -0,182, -0,046) για την
αριπιπραζόλη και -0,07 mmol/l (95 % CI: -0,148, 0,007) για το εικονικό
φάρμακο.
HDL: η συχνότητα μεταβολών των επιπέδων από φυσιολογικά (≥ 1,04
mmol/l) σε χαμηλά(< 1,04 mmol/l) ήταν 11,4 % για την αριπιπραζόλη και
12,5 % για το εικονικό φάρμακο και η μέση μεταβολή από την αρχική τιμή
ήταν -0,03 mmol/l (95 % CI: -0,046, -0,017) για την αριπιπραζόλη και -0,04
mmol/l (95 % CI: -0,056, -0,022) για το εικονικό φάρμακο.
LDL νηστείας: η συχνότητα μεταβολών των επιπέδων από φυσιολογικά (<
2,59 mmol/l) σε υψηλά (≥ 4,14 mmol/l) ήταν 0,6 % για την αριπιπραζόλη και
0,7 % για το εικονικό φάρμακο και η μέση μεταβολή από την αρχική τιμή
ήταν -0,09 mmol/l (95 % CI: -0,139, -0,047) για την αριπιπραζόλη και -0,06
mmol/l (95 % CI: -0,116, -0,012) για το εικονικό φάρμακο.
Μ
α τ α ρ αχ ή τ ύ που Ι
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο δοκιμές μονοθεραπείας μεταβλητής
δόσης διάρκειας 3 εβδομάδων, που περιελάμβαναν ασθενείς με ένα μανιακό ή
μεικτό επεισόδιο Διπολικής Διαταραχής τύπου Ι, η αριπιπραζόλη είχε ανώτερη
αποτελεσματικότητα σε σχέση με το εικονικό φάρμακο στη μείωση των
μανιακών επεισοδίων για χρονικό διάστημα 3 εβδομάδων. Οι δοκιμές αυτές
περιελάμβαναν ασθενείς με ή χωρίς ψυχωσικά συμπτώματα και με ή χωρίς
ταχεία εναλλαγή φάσεων. Σε δοκιμή μονοθεραπείας σταθερής δόσης
ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο, διάρκειας 3 εβδομάδων, που περιελάμβανε
ασθενείς με μανιακό ή μεικτό επεισόδιο Διπολικής Διαταραχής τύπου Ι, η
αριπιπραζόλη απέτυχε να παρουσιάσει ανώτερη αποτελεσματικότητα από το
εικονικό φάρμακο.
Σε δύο ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο και δραστικό φάρμακο δοκιμές
μονοθεραπείας 12 εβδομάδων, σε ασθενείς με ένα μανιακό ή μεικτό επεισόδιο
Διπολικής Διαταραχής τύπου Ι, με ή χωρίς ψυχωσικά συμπτώματα, η