ρενίνης. Η επακόλουθη αύξηση της δραστικότητας της ρενίνης του πλάσματος και
των κυκλοφορούντων επιπέδων της αλδοστερόνης δεν υπερκαλύπτουν τις επιδράσεις
της επλερενόνης.
Σε μελέτες για τη χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια (ταξινόμηση κατά NYHA: II-IV), με
κυμαινόμενη δοσολογία, η προσθήκη της επλερενόνης στην καθιερωμένη
θεραπευτική αγωγή οδήγησε σε αναμενόμενες, δοσοεξαρτώμενες αυξήσεις της
αλδοστερόνης. Παρομοίως, σε μια υπομελέτη της EPHESUS για την καρδιονεφρική
λειτουργία, η θεραπεία με επλερενόνη είχε ως αποτέλεσμα μια σημαντική αύξηση της
αλδοστερόνης. Αυτά τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τον αποκλεισμό των
υποδοχέων των αλατοκορτικοειδών σε αυτούς τους πληθυσμούς.
Η επλερενόνη μελετήθηκε στη μελέτη EPHESUS (Eplerenone Post-acute Myocardial Infarction
Heart Failure Efficacy and Survival Study). Η EPHESUS ήταν μια διπλά-τυφλή, ελεγχόμενη με
εικονικό φάρμακο μελέτη, διάρκειας 3 ετών, 6632 ασθενών με οξύ έμφραγμα του
μυοκαρδίου, δυσλειτουργία αριστερής κοιλίας (όπως μετρήθηκε από κλάσμα
εξώθησης αριστερής κοιλίας [LVEF] ≤ 40 %) και κλινικά σημεία καρδιακής
ανεπάρκειας. Μέσα σε χρονικό διάστημα 3-14 ημερών (διάμεση διάρκεια 7 ημέρες)
μετά από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, οι ασθενείς έλαβαν επλερενόνη ή εικονικό
φάρμακο επιπλέον των καθιερωμένων θεραπειών, με δόση έναρξης 25 mg μια φορά
ημερησίως, η οποία τιτλοποιήθηκε στη δόση-στόχο των 50 mg μια φορά ημερησίως,
μετά από 4 εβδομάδες, εφόσον τα επίπεδα του καλίου του ορού ήταν < 5,0 mmol/L.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, οι ασθενείς λάμβαναν την καθιερωμένη θεραπευτική
αγωγή, που περιελάμβανε ακετυλοσαλικυλικό οξύ (92 %), αναστολείς ΜΕΑ (90 %), β-
αποκλειστές (83 %), νιτρώδη (72 %), διουρητικά της αγκύλης (66%), ή αναστολείς
της αναγωγάσης HMG CoA (60 %).
Στη μελέτη EPHESUS τα συμπρωτεύοντα τελικά σημεία ήταν θνητότητα από όλες τις
αιτίες και το σύνθετο τελικό σημείο ο καρδιαγγειακός θάνατος ή καρδιαγγειακή
νοσηλεία. Το 14,4 % των ασθενών που λάμβαναν επλερενόνη και το 16,7 % των
ασθενών που λάμβαναν εικονικό φάρμακο απεβίωσαν (θάνατος από όλες τις αιτίες),
ενώ το 26,7 % των ασθενών που λάμβαναν επλερενόνη και το 30,0 % των ασθενών
που λάμβαναν εικονικό φάρμακο πέτυχαν το σύνθετο τελικό σημείο καρδιαγγειακού
θανάτου ή καρδιαγγειακής νοσηλείας. Στην EPHESUS, η επλερενόνη μείωσε τον
κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία κατά 15 % (RR 0,85, 95 % CI, 0,75-0,96,
p=0,008) συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο, προκαλώντας κατά κύριο λόγο μείωση
στην καρδιαγγειακή θνητότητα. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακού θανάτου ή
καρδιαγγειακής νοσηλείας μειώθηκε κατά 13 % με την επλερενόνη (RR 0,87, 95 % CI,
0,79-0,95, p=0,002). Οι απόλυτες μειώσεις κινδύνου των τελικών σημείων,
αναφορικά με τη θνητότητα οποιασδήποτε αιτίας και την καρδιαγγειακή
θνητότητα/νοσηλεία, ήταν 2,3 και 3,3 %, αντίστοιχα. Κλινική αποτελεσματικότητα
αποδείχθηκε κυρίως, όταν η θεραπεία με επλερενόνη άρχιζε σε ασθενείς ηλικίας <
75 ετών. Τα οφέλη από τη θεραπεία για τους ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 75
ετών δεν ήταν σαφή. Η λειτουργική ταξινόμηση κατά NYHA βελτιώθηκε ή παρέμεινε
σταθερή για μια στατιστικά σημαντική μεγαλύτερη αναλογία ασθενών που
λάμβαναν επλερενόνη, συγκριτικά με το εικονικό φάρμακο. Η συχνότητα εμφάνισης
της υπερκαλιαιμίας ήταν 3,4 % στην ομάδα που λάμβανε επλερενόνη, έναντι 2,0 %
στην ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (p < 0,001). Η συχνότητα εμφάνισης της
υποκαλιαιμίας ήταν 0,5 % στην ομάδα που λάμβανε επλερενόνη, έναντι 1,5 % στην
ομάδα που λάμβανε εικονικό φάρμακο (p < 0,001).
Δεν παρατηρήθηκαν συγκεκριμένες επιδράσεις της επλερενόνης στον καρδιακό
ρυθμό, στη διάρκεια του διαστήματος QRS ή στο διάστημα PR ή QT σε 147 υγιή άτομα
11