ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ
OLMESARTAN/Sandoz 10 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
OLMESARTAN/Sandoz 20 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
OLMESARTAN/Sandoz 40 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
OLMESARTAN/Sandoz 10 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 10 mg olmesartan
medoxomil.
Έκδοχα με γνωστή δράση: 55,525 mg lactose monohydrate
OLMESARTAN/Sandoz 20 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 20 mg olmesartan
medoxomil.
Έκδοχα με γνωστή δράση: 111,050 mg lactose monohydrate
OLMESARTAN/Sandoz 40 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει 40 mg olmesartan
medoxomil.
Έκδοχα με γνωστή δράση: 222,100 mg lactose monohydrate
Έκδοχο(α) με γνωστή δράση:
Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων, βλ. παράγραφο 6.1.
3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ
Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο.
OLMESARTAN/Sandoz 10 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Λευκό, στρογγυλό, αμφίκυρτο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο με
την αναγραφή «10» στη μία πλευρά.
Διάσταση: 6,4 mm – 6,7 mm
OLMESARTAN/Sandoz 20 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Λευκό, στρογγυλό, αμφίκυρτο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο με
την αναγραφή «20» στη μία πλευρά.
Διάσταση: 8,5 mm – 8,8 mm
OLMESARTAN/Sandoz 40 mg επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο
Λευκό, στρογγυλό, αμφίκυρτο επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο με
την αναγραφή «40» στη μία πλευρά.
1
Διάσταση: 14,9 mm – 15,2 mm x 7 mm – 7,3 mm
4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις
Το OLMESARTAN/Sandoz ενδείκνυται για τη θεραπεία της ιδιοπαθούς
υπέρτασης.
4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης
Δοσολογία
Ενήλικες
Η συνιστώμενη αρχική δοσολογία του olmesartan medoxomil είναι 10 mg
εφάπαξ ημερησίως. Σε ασθενείς στους οποίους η αρτηριακή πίεση δε
ρυθμίζεται επαρκώς σε αυτή τη δόση, η δόση της olmesartan medoxomil
μπορεί να αυξηθεί στη βέλτιστη δόση των 20 mg εφάπαξ ημερησίως. Εάν
απαιτείται επιπλέον μείωση της αρτηριακής πίεσης, η δόση της
olmesartan medoxomil μπορεί να αυξηθεί μέχρι το μέγιστο των 40mg
ημερησίως ή να προστεθεί θεραπεία με hydrochlorothiazide.
Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της olmesartan medoxomil εμφανίζεται
ουσιαστικά σε 2 εβδομάδες και φτάνει στο μέγιστο περίπου 8 εβδομάδες
μετά την έναρξη της θεραπείας. Αυτό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όταν
εξετάζεται η αλλαγή του δοσολογικού σχήματος για κάθε ασθενή.
Ηλικιωμένα άτομα (65 χρονών και άνω)
Δεν απαιτείται γενικά προσαρμογή της δοσολογίας σε ηλικιωμένους
ασθενείς (βλ. παρακάτω για συνιστώμενη δοσολογία σε ασθενείς με
νεφρική ανεπάρκεια). Εάν χρειάζεται προοδευτική αύξηση της δόσης
στην μέγιστη των 40 mg ημερησίως, η αρτηριακή πίεση θα πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά.
Νεφρική ανεπάρκεια
Η μέγιστη δόση σε ασθενείς με ήπια έως μέτρια νεφρική ανεπάρκεια
(κάθαρση κρεατινίνης 20-60 mL/λεπτό) είναι 20 mg olmesartan medoxomil
εφάπαξ ημερησίως, λόγω της περιορισμένης εμπειρίας με υψηλότερες
δόσεις σε αυτή την ομάδα των ασθενών. Η χρήση της olmesartan medoxomil
σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση κρεατινίνης < 20
mL/λεπτό) δεν συνιστάται, καθώς υπάρχει περιορισμένη μόνο εμπειρία
σε αυτή την ομάδα των ασθενών (βλ. παράγραφο 4.4, 5.2).
Ηπατική ανεπάρκεια
Δεν απαιτείται προσαρμογή της συνιστώμενης δοσολογίας σε ασθενείς
με ήπια ηπατική ανεπάρκεια. Σε ασθενείς με μέτρια ηπατική
ανεπάρκεια, συνιστάται μία αρχική δόση των 10 mg olmesartan medoxomil
2
εφάπαξ ημερησίως και η μέγιστη δόση δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 20
mg εφάπαξ ημερησίως. Συνιστάται στενή παρακολούθηση της
αρτηριακής πίεσης και της νεφρικής λειτουργίας σε ασθενείς με ηπατική
ανεπάρκεια που ήδη λαμβάνουν διουρητικά και/ή άλλους
αντιυπερτασικούς παράγοντες. Δεν υπάρχει εμπειρία με την olmesartan
medoxomil σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια, και κατά συνέπεια
δεν συνιστάται η χρήση της σε αυτή την ομάδα ασθενών (βλ.
παραγράφους 4.4 και 5.2). Η olmesartan medoxomil δεν πρέπει να
χρησιμοποιείται σε ασθενείς με απόφραξη των χοληφόρων οδών (βλ.
παράγραφο 4.3).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του OLMESARTAN/Sandoz δεν
έχει τεκμηριωθεί σε παιδιά και εφήβους μέχρι 18 ετών. Τα παρόντα
διαθέσιμα δεδομένα περιγράφονται στις παραγράφους 4.8, 5.1 και 5.2
αλλά δεν μπορεί να γίνει σύσταση για την δοσολογία.
Η olmesartan medoxomil δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά κάτω
του 1 έτους λόγω θεμάτων ασφαλείας και έλλειψης στοιχείων σε αυτή
την κατηγορία ασθενών.
Τρόπος χορήγησης
Για την καλύτερη συμμόρφωση του ασθενούς, συνιστάται ότι το
OLMESARTAN/Sandoz να λαμβάνεται περίπου την ίδια ώρα κάθε ημέρα,
με ή χωρίς φαγητό, για παράδειγμα την ώρα του πρωινού γεύματος. Το
δισκίο θα πρέπει να καταπίνεται με επαρκή ποσότητα υγρών (π.χ. ένα
ποτήρι νερό). Το δισκίο δεν θα πρέπει να μασιέται.
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που
αναφέρονται στη παράγραφο 6.1
Δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κύησης (βλ. παραγράφους 4.4 και 4.6)
Απόφραξη των χοληφόρων οδών (βλ. παράγραφο 5.2)
Η ταυτόχρονη θεραπεία του OLMESARTAN/Sandoz με προϊόντα που
περιέχουν αλισκιρένη αντενδείκνυται σε ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη ή νεφρική ανεπάρκεια (GFR < 60 mL/min/1,73 m
2
) (βλ.
παραγράφους 4.5 και 5.1).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Μείωση του ενδαγγειακού όγκου
Συμπτωματική υπόταση, ιδιαίτερα μετά την πρώτη δόση, μπορεί να
εμφανιστεί σε ασθενείς με υποογκαιμία ή/και υπονατριαιμία οφείλεται
μετά από ισχυρή διουρητική θεραπεία, διαιτητικό περιορισμό του
άλατος, διάρροια ή έμετο. Τέτοιες καταστάσεις πρέπει να διορθώνονται
3
πριν την χορήγηση της olmesartan medoxomil.
Άλλες καταστάσεις που προκαλούν διέγερση του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης- αλδοστερόνης
Σε ασθενείς, στους οποίους ο αγγειακός τόνος και η νεφρική λειτουργία
εξαρτώνται κυρίως από τη λειτουργία του συστήματος ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (π.χ. ασθενείς με σοβαρή συμφορητική
καρδιακή ανεπάρκεια ή υποκείμενη νεφρική νόσο, συμπεριλαμβανομένης
της στένωσης της νεφρικής αρτηρίας), η θεραπεία με άλλα φάρμακα που
επηρεάζουν αυτό το σύστημα έχει σχετιστεί με οξεία υπόταση,
αζωθαιμία, ολιγουρία ή σπανίως με οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η
πιθανότητα παρόμοιων επιδράσεων δεν μπορεί να αποκλειστεί με
ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Νεφραγγειακή υπέρταση
Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος σοβαρής υπότασης και νεφρικής
ανεπάρκειας, όταν σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρη στένωση της
νεφρικής αρτηρίας ή με στένωση της αρτηρίας προς τον μοναδικό
λειτουργούντα νεφρό χορηγούνται φαρμακευτικά προϊόντα τα οποία
επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης.
Νεφρική ανεπάρκεια και μεταμόσχευση νεφρού
Όταν η olmesartan medoxomil χορηγείται σε ασθενείς με ανεπαρκή νεφρική
λειτουργία, συνιστάται περιοδική παρακολούθηση του καλίου του ορού
και των επιπέδων της κρεατινίνης. Η χρήση olmesartan medoxomil δεν
συνιστάται σε ασθενείς με σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια (κάθαρση
κρεατινίνης < 20 mL/min) (βλ. παραγράφους 4.2 και 5.2). Δεν υπάρχει
εμπειρία χορήγησης της olmesartan medoxomil σε ασθενείς με πρόσφατη
μεταμόσχευση νεφρού ή σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια τελικού
σταδίου (δηλ. κάθαρση κρεατινίνης < 12 mL/λεπτό).
Ηπατική ανεπάρκεια
Δεν υπάρχει εμπειρία σε ασθενείς με σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια και
γι’αυτό η χρήση της olmesartan medoxomil δεν συνιστάται σε αυτή την ομάδα
των ασθενών (βλ. παράγραφο 4.2 για συνιστώμενη δοσολογία σε
ασθενείς με ήπια ή μέτρια ηπατική ανεπάρκεια).
Υπερκαλιαιμία
Η χρήση φαρμακευτικών προϊόντων που επιδρούν στο σύστημα ρενίνης-
αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης μπορεί να προκαλέσει υπερκαλιαιμία.
Ο κίνδυνος, που μπορεί να είναι θανατηφόρος, αυξάνεται σε
ηλικιωμένους ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια και σε διαβητικούς
ασθενείς, σε ασθενείς που λαμβάνουν ταυτόχρονα θεραπεία με άλλα
φαρμακευτικά προϊόντα που μπορεί να αυξάνουν τα επίπεδα καλίου
ή/και σε ασθενείς με συνοδά συμβάντα.
Πριν από την εξέταση της ταυτόχρονη χρήσης φαρμακευτικών προϊόντων
4
που επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης- αγγειοτασίνης -αλδοστερόνης, θα
πρέπει να αξιολογείται η σχέση οφέλους-κινδύνου και άλλες
εναλλακτικές λύσεις (βλ. επίσης παρακάτω παράγραφο «Διπλός
αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης
(ΣΡΑΑ)».
Οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για υπερκαλιαιμία θεωρούνται :
Ο διαβήτης, η νεφρική ανεπάρκεια, η ηλικία (> 70 ετών)
Συνδυασμός με ένα ή περισσότερα φαρμακευτικά προϊόντα που
επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης
ή/και συμπληρώματα καλίου. Ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα ή
θεραπευτική κατηγορία φαρμακευτικών προϊόντων μπορεί να
προκαλέσουν υπερκαλιαιμία: υποκατάστατα αλατιού που
περιέχουν κάλιο, καλιοσυντηρητικά διουρητικά, αναστολείς ΜΕΑ,
ανταγωνιστές υποδοχέων της αγγειοτασίνης II, μη στεροειδή
αντιφλεγμονώδη φάρμακα (περιλαμβανομένων και των εκλεκτικών
αναστολέων της COX-2), ηπαρίνη, ανοσοκατασταλτικά (όπως
ciclosporin ή tacrolimus, trimethoprim).
Συνοδά συμβάματα, ιδίως αφυδάτωση, οξεία καρδιακή ανεπάρκεια,
μεταβολική οξέωση, επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας,
αιφνίδια επιδείνωση της νεφρικής κατάστασης (π.χ. λοιμώδη
νοσήματα), κυτταρική λύση .χ. οξεία ισχαιμία άκρου,
ραβδομυόλυση, εκτεταμένο τραύμα).
Συνιστάται στενή παρακολούθηση των επιπέδων καλίου του ορού σε
ασθενείς που βρίσκονται σε κίνδυνο (βλ. παράγραφο 4.5).
Διπλός αποκλεισμός του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-
αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ)
Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ταυτόχρονη χρήση αναστολέων ΜΕΑ,
αναστολέων των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης αυξάνει
τον κίνδυνο για υπόταση, υπερκαλιαιμία και μειωμένη νεφρική
λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης της οξείας νεφρικής ανεπάρκειας). Ως
εκ τούτου, δεν συνιστάται ο διπλός αποκλεισμός του RAAS μέσω της
συνδυαστικής χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αναστολέων των υποδοχέων
της αγγειοτενσίνης ΙΙ ή αλισκιρένης (βλ. παραγράφους 4.5 και 5.1).
Εάν η θεραπεία διπλού αποκλεισμού θεωρηθεί απόλυτα αναγκαία, αυτό
πρέπει να γίνεται μόνο υπό την επίβλεψη εξειδικευμένου ιατρού και να
υπόκεινται σε συχνή στενή παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας,
των ηλεκτρολυτών και της πίεσης του αίματος.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και οι αποκλειστές των υποδοχέων της
αγγειοτενσίνης ΙΙ δε θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα σε
ασθενείς με διαβητική νεφροπάθεια.
Λίθιο
Όπως και με άλλους ανταγωνιστές των υποδοχέων της αγγειοτασίνης
ΙΙ, ο συνδυασμός λιθίου και olmesartan medoxomil δεν συνιστάται (βλ.
5
Παράγραφο 4.5).
Στένωση αορτικής ή μιτροειδούς βαλβίδας, αποφρακτική υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια
Όπως και με άλλα αγγειοδιασταλτικά φάρμακα, απαιτείται ιδιαίτερη
προσοχή σε ασθενείς που πάσχουν από στένωση της αορτικής ή της
μιτροειδούς βαλβίδας ή από αποφρακτική υπερτροφική
μυοκαρδιοπάθεια.
Πρωτοπαθής αλδοστερονισμός
Γενικά, ασθενείς με πρωτοπαθή αλδοστερονισμό δεν ανταποκρίνονται
σε αντιυπερτασικά φάρμακα που δρουν μέσω της αναστολής του
συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης. Επομένως, σ’ αυτούς τους ασθενείς
δεν συνιστάται η χρήση olmesartan medoxomil.
Εντεροπάθεια προσομοιάζουσα με
στεατόρροια
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις σοβαρή, χρόνια διάρροια με σημαντική
απώλεια βάρους έχει αναφερθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν
olmesartan από λίγους μήνες έως χρόνια μετά την έναρξη του
φαρμάκου, πιθανώς προκαλείται από μια εντοπισμένη καθυστερημένη
αντίδραση υπερευαισθησίας. Εντερικές βιοψίες σε ασθενείς συχνά
κατέδειξαν ατροφία λαχνών. Εάν ασθενής εμφανίσει αυτά τα
συμπτώματα κατά τη διάρκεια της θεραπείας με olmesartan,
αποκλείστε άλλες αιτιολογίες. Εξετάστε το ενδεχόμενο διακοπής της
olmesartan medoxomil σε περιπτώσεις όπου δεν εντοπίζεται καμία
άλλη αιτιολογία. Σε περιπτώσεις όπου τα συμπτώματα εξαφανίζονται
και επιβεβαιωθεί με βιοψία εντεροπάθεια της στεατόρροιας, η
θεραπεία με olmesartan medoxomil δεν πρέπει να ξαναρχίσει.
Φυλετικές διαφορές
Όπως και με άλλους ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ, η
αντιυπερτασική δράση της olmesartan medoxomil είναι κάπως μικρότερη
στους ασθενείς της μαύρης φυλής από ότι στους υπόλοιπους ασθενείς,
πιθανόν λόγω της συχνότερης παρουσίας χαμηλών επιπέδων ρενίνης
στον υπερτασικό πληθυσμό της μαύρης φυλής.
Κύηση
Θεραπεία με ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ δεν θα πρέπει να ξεκινά
κατά τη διάρκεια της κύησης. Εκτός εάν η συνεχόμενη θεραπεία με
αναστολείς του υποδοχέα της αγγειοτασίνης θεωρείται απαραίτητη,
ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να αλλάζουν σε
εναλλακτικές αντι-υπερτασικές αγωγές οι οποίες έχουν αποδεδειγμένο
προφίλ ασφάλειας για χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης. Όταν
διαγνωστεί εγκυμοσύνη, η αγωγή με ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ
θα πρέπει να διακόπτεται αμέσως, και, ανάλογα με την περίπτωση, θα
πρέπει να ξεκινά εναλλακτική θεραπεία (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.6).
6
Άλλα
Όπως με κάθε αντιυπερτασικό παράγοντα, η υπερβολική μείωση της
αρτηριακής πίεσης σε ασθενείς με ισχαιμική καρδιακή νόσο ή
ισχαιμική εγκεφαλοαγγειακή νόσο μπορεί να προκαλέσει έμφραγμα
του μυοκαρδίου ή εγκεφαλικό.
Ειδικές προειδοποιήσεις σχετικά με τα έκδοχα
Αυτό το φαρμακευτικό προϊόν περιέχει λακτόζη. Ασθενείς με σπάνια
κληρονομικά προβλήματα δυσανεξίας στην γαλακτόζη, με έλλειψη
λακτάσης Lapp ή με δυσαπορρόφηση γλυκόζης-γαλακτόζης, δεν θα πρέπει
να λαμβάνουν αυτό το αυτό το φαρμακευτικό προϊόν.
4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και
άλλες μορφές αλληλεπίδρασης
Μελέτες αλληλεπιδράσεων έχουν πραγματοποιηθεί μόνο σε ενήλικες.
Επιδράσεις άλλων φαρμάκων στην olmesartan medoxomil
Άλλα αντιυπερτασικά φάρμακα
Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα της olmesartan medoxomil μπορεί να
αυξηθεί με την ταυτόχρονη χρήση άλλων αντιυπερτασικών φαρμάκων.
Αναστολείς ΜΕΑ,
αναστολείς των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ ή
αλισκιρένη
Δεδομένα από κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι ο διπλός αποκλεισμός
του συστήματος ρενίνης-αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης (ΣΡΑΑ) μέσω της
συνδυαστικής χρήσης αναστολέων ΜΕΑ, αναστολέων του υποδοχέα της
αγγειοτασίνης ΙΙ ή αλισκιρένης σχετίζεται με υψηλότερη συχνότητα
εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών, όπως υπόταση, υπερκαλιαιμία και
μειωμένη νεφρική λειτουργία (συμπεριλαμβανομένης οξείας νεφρικής
ανεπάρκειας) σε σύγκριση με τη χρήση ενός μόνο παράγοντα δράσης στο
ΣΡΑΑ (βλ. παραγράφους 4.3, 4.4 και 5.1).
Συμπληρώματα καλίου και καλιοσυντηρητικά διουρητικά
Με βάση την εμπειρία από τη χρήση άλλων φαρμάκων τα οποία
επηρεάζουν το σύστημα ρενίνης-αγγειοτασίνης, η ταυτόχρονη χρήση
καλιοσυντηρητικών διουρητικών, συμπληρωμάτων καλίου,
υποκατάστατων αλάτων που περιέχουν κάλιο ή άλλων φαρμάκων που
μπορεί να αυξάνουν τα επίπεδα καλίου του ορού (π.χ. ηπαρίνη) μπορεί να
οδηγήσει σε αύξηση του καλίου του ορού (βλ. παράγραφο 4.4). Επομένως,
η ταυτόχρονη χορήγηση δεν συνιστάται.
Μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ)
Τα ΜΣΑΦ (συμπεριλαμβανομένων του ακετυλοσαλικυλικού οξέος σε
7
δοσολογία > 3 g/ημέρα και των αναστολέων COX-2) και οι ανταγωνιστές
των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ μπορεί να δράσουν συνεργικά
μειώνοντας τη σπειραματική διήθηση. Ο κίνδυνος από την ταυτόχρονη
χορήγηση ΜΣΑΦ και ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ είναι η
εμφάνιση οξείας νεφρικής ανεπάρκειας. Συνιστάται παρακολούθηση της
νεφρικής λειτουργίας στην αρχή της θεραπείας καθώς επίσης και
τακτική ενυδάτωση του ασθενή. Επιπλέον, ταυτόχρονη χορήγηση μπορεί
να μειώσει το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα των ανταγωνιστών των
υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ προκαλώντας μερική απώλεια της
αποτελεσματικότητας.
Κολεσεβελάμη παράγοντας δέσμευσης των χολικών οξέων
Η ταυτόχρονη χορήγηση του παράγοντα δέσμευσης του χολικού οξέος,
υδροχλωρική κολεσεβελάμη μειώνει τη συστηματική έκθεση και
συγκέντρωση κορυφής του πλάσματος της ολμεσαρτάνης και μειώνει το
t1/2. Η χορήγηση της olmesartan medoxomil τουλάχιστον 4 ώρες πριν από
την υδροχλωρική κολεσεβελάμη μείωσε το αποτέλεσμα της
αλληλεπίδρασης του φαρμάκου. Θα πρέπει να εξεταστεί η χορήγηση της
olmesartan medoxomil τουλάχιστον 4 ώρες πριν την δόση της υδροχλωρικής
κολεσεβελάμης (βλ. παράγραφο 5.2).
Άλλες ενώσεις
Μετά από θεραπεία με αντιόξινα (υδροξείδιο αργιλίου και μαγνησίου)
παρατηρήθηκε μέτρια μείωση της βιοδιαθεσιμότητας της olmesartan.
Συγχορήγηση βαρφαρίνης και διγοξίνης δεν είχε επίδραση στην
φαρμακοκινητική της olmesartan.
Αλληλεπιδράσεις της olmesartan medoxomil σε άλλα φάρμακα
Λίθιο
Έχει αναφερθεί αναστρέψιμη αύξηση της συγκέντρωσης του λιθίου στον
ορό και της τοξικότητας κατά τη ταυτόχρονη χορήγηση λιθίου με
αναστολείς ΜΕΑ και ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ. Επομένως, δεν
συνιστάται ο συνδυασμός olmesartan medoxomil και λιθίου (βλ. παράγραφο
4.4). Εάν η χρήση του συνδυασμού κρίνεται απαραίτητη, συνιστάται
αυστηρή παρακολούθηση των επιπέδων του λιθίου στον ορό.
Άλλες ουσίες
Ουσίες οι οποίες έχουν μελετηθεί σε ειδικές κλινικές μελέτες σε υγιείς
εθελοντές περιλαμβάνουν βαρφαρίνη, διγοξίνη και αντιόξινα
(υδροξείδιο αργιλίου και μαγνησίου), υδροχλωροθειαζίδη και
πραβαστατίνη. Δεν παρατηρήθηκαν κλινικά σημαντικές
αλληλεπιδράσεις και ειδικά η olmesartan medoxomil δεν είχε σημαντική
επίδραση στη φαρμακοκινητική και φαρμακοδυναμική της βαρφαρίνης ή
στη φαρμακοκινητική της διγοξίνης.
H olmesartan δεν είχε κλινικά σημαντικές ανασταλτικές in vitro
επίδρασεις στα ένζυμα του ανθρώπινου P450-κυτοχρώματος 1A1/2, 2A6,
2C8/9, 2C19, 2D6, 2E1 και 3Α4 και είχε ελάχιστη ή καθόλου επαγωγική
επίδραση στη δραστικότητα του P450 κυτοχρώματος των επίμυων.
8
Επομένως, in vivo μελέτες αλληλεπίδρασης με γνωστούς αναστολείς και
επαγωγείς του ενζύμου P450 κυτοχρώματος δεν έχουν διεξαχθεί και δεν
αναμένονται κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ της
olmesartan και φαρμάκων που μεταβολίζονται από τα ανωτέρω
αναφερόμενα ένζυμα του κυτοχρώματος P450.
4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία
Κύηση
Η χρήση ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ δεν συνιστάται κατά το
πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (βλ. παράγραφο 4.4). Η χρήση
ανταγωνιστών της αγγειοτασίνης ΙΙ αντενδείκνυται κατά το δεύτερο και
τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης (βλ. παραγράφους 4.3 και 4.4).
Επιδημιολογικά στοιχεία αναφορικά με τον κίνδυνο τερατογένεσης μετά
από έκθεση σε αναστολείς ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου
της κύησης δεν έδωσαν σαφή συμπεράσματα. Ωστόσο, δεν μπορεί να
αποκλειστεί μικρή αύξηση του κινδύνου. Ενώ δεν υπάρχουν ελεγχόμενα
επιδημιολογικά δεδομένα για τον κίνδυνο με ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης ΙΙ, παρόμοιοι κίνδυνοι μπορεί να υπάρχουν και για αυτή
την κατηγορία φαρμάκων. Εκτός και εάν η συνεχόμενη θεραπεία με
αναστολείς του υποδοχέα της αγγειοτασίνης κριθεί απαραίτητη,
ασθενείς που προγραμματίζουν εγκυμοσύνη θα πρέπει να αλλάζουν σε
εναλλακτικές αντι-υπερτασικές αγωγές οι οποίες έχουν αποδεδειγμένο
προφίλ ασφάλειας για χρήση κατά τη διάρκεια κύηση. Όταν διαγνωστεί
εγκυμοσύνη, η αγωγή με ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ θα πρέπει
να διακόπτεται αμέσως, και, ανάλογα με την περίπτωση, θα πρέπει να
ξεκινά εναλλακτική θεραπεία.
Έκθεση σε θεραπεία με ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ κατά τη
διάρκεια του δεύτερου και τρίτου τριμήνου της κύησης είναι γνωστό ότι
προκαλεί εμβρυοτοξικότητα στον άνθρωπο (μειωμένη νεφρική
λειτουργία, ολιγοϋδράμνιο, καθυστερημένη οστεοποίηση του κρανίου)
και νεογνική τοξικότητα (νεφρική ανεπάρκεια, υπόταση, υπερκαλιαιμία)
(Βλ. παράγραφο 5.3).
Εάν η έκθεση σε ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης ΙΙ έχει γίνει από το
δεύτερο τρίμηνο της κύησης συνιστάται υπερηχογραφικός έλεγχος της
νεφρικής λειτουργίας και του κρανίου.
Βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν λάβει ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης ΙΙ πρέπει να παρακολουθούνται στενά για υπόταση (βλ.
επίσης παραγράφους 4.3 και 4.4).
Γαλουχία
Η olmesartan απεκκρίνεται στο γάλα των θηλαζουσών επίμυων αλλά δεν
είναι γνωστό αν η olmesartan απεκκρίνεται στο ανθρώπινο γάλα. Εφόσον
δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χρήση olmesartan
9
κατά την διάρκεια του θηλασμού, δεν συνιστάται το προϊόν και είναι
προτιμητέες εναλλακτικές θεραπείες με καλύτερα αποδεδειγμένα προφίλ
ασφαλείας κατά τη διάρκεια του θηλασμού, ιδιαίτερα σε θηλάζον
νεογέννητο ή πρόωρο βρέφος.
4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού
μηχανημάτων
Το OLMESARTAN/Sandoz έχει μικρή ή έχει μέτρια επίδραση στην
ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανημάτων. Ζάλη ή κόπωση μπορεί
περιστασιακά να εμφανιστούν σε ασθενείς που λαμβάνουν
αντιυπερτασική θεραπεία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα
αντανακλαστικών.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Περίληψη του προφίλ ασφάλειας
Οι πιο συχνά αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες κατά τη διάρκεια
θεραπείας με olmesartan medoxomil είναι η κεφαλαλγία (7,7%), γριππώδη
συμπτώματα (4,0%) και ζάλη (3,7%).
Σε ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο μελέτες μονοθεραπείας, η μόνη
ανεπιθύμητη ενέργεια του φαρμάκου που σαφώς σχετιζόταν με τη
θεραπεία ήταν η ζάλη (εμφάνιση κατά 2,5% για την olmesartan
medoxomil και 0,9% για το εικονικό φάρμακο).
Η συχνότητα εμφάνισης ήταν επίσης κάπως υψηλότερη για την olmesartan
medoxomil σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο όσον αφορά την
υπερτριγλυκεριδαιμία (2,0% έναντι 1,1%) και την αυξημένη
κρεατινοφωσφοκινάση αίματος (1,3% έναντι 0,7%).
Ανεπιθύμητες ενέργειες σε μορφή Πίνακα
Οι ανεπιθύμητες ενέργειες που έχουν συλλεχθεί για την olmesartan
medoxomil από κλινικές δοκιμές, μελέτες ασφάλειας μετά την έγκριση και
αυθόρμητες αναφορές συνοψίζονται στον παρακάτω πίνακα.
Η ακόλουθη ορολογία έχει χρησιμοποιηθεί για την ταξινόμηση εμφάνιση
ανεπιθύμητων ενεργειών: πολύ συχνές (≥1/10); συχνές (≥1/100 έως
<1/10); όχι συχνές (≥1/1.000 έως <1/100); σπάνιες (≥1/10.000 έως
<1/1.000); πολύ σπάνιες (<1/10.000).
Kατηγορία/οργανικό
σύστημα σύμφωνα
με τη βάση
δεδομένων MedDRA
Ανεπιθύμητες
ενέργειες
Συχνότητα
10
Διαταραχές του
αιμοποιητικού και του
λεμφικού συστήματος
μΘρο βοπενία
Όχι συχνές
Διαταραχές του
ανοσοποιητικού
συστήματος
Αναφυλακτική
αντίδραση
Όχι συχνές
Διαταραχές του
μεταβολισμού και της
θρέψης
Υπερτριγλυκεριδαιμία Συχνές
Υπερουριχαιμία Συχνές
Υπερκαλιαιμία Σπάνιες
Διαταραχές του
νευρικού συστήματος
Ζάλη Συχνές
Κεφαλαλγία Συχνές
Διαταραχές του ωτός
και του λαβυρίνθου
Ίλιγγος Όχι συχνές
Καρδιακές διαταραχές Στηθάγχη Όχι συχνές
Αγγειακές διαταραχές Υπόταση Σπάνιες
Διαταραχές του
αναπνευστικού
συστήματος,του
θώρακα και του
μεσοθωράκιου
Βρογχίτιδα Συχνές
Φαρυγγίτιδα Συχνές
Βήχας Συχνές
Ρινίτιδα Συχνές
Διαταραχές του
γαστρεντερικού
Γαστρεντερίτιδα Συχνές
Διάρροια Συχνές
Κοιλιακό άλγος Συχνές
Ναυτία Συχνές
Δυσπεψία Συχνές
μΈ ετος Όχι συχνές
Εντεροπάθεια
προσομοιάζουσα με
στεατόρροια (βλ.
παράγραφο 4.4)
Πολύ σπάνιες
Διαταραχές του
δέρματος και του
υποδόριου ιστού
Εξάνθημα
Όχι συχνές
Αλλεργική δερματίτιδα
Όχι συχνές
Κνίδωση Όχι συχνές
μΑλλεργικά εξανθή ατα Όχι συχνές
μΚνησ ός Όχι συχνές
μΑγγειοοίδη α Σπάνιες
Διαταραχές του
μυοσκελετικού
συστήματος και του
συνδετικού ιστού
Αρθρίτιδα
Συχνές
Οσφυαλγία Συχνές
Σ κελετικός πόνος Συχνές
Μυαλγία Όχι συχνές
Μυϊκός μσπασ ός Σπάνιες
Διαταραχές των
νεφρών και των
ουροφόρων οδών
μΑι ατουρία Συχνές
μΟυρολοί ωξη Συχνές
Ο ξεία ν εφρική Σπάνιες
11
ανεπάρκεια
Νεφρική ανεπάρκεια Σπάνιες
Γενικές διαταραχές
και καταστάσεις της
οδού χορήγησης
Άλγος Συχνές
Θωρακικό άλγος Συχνές
μΠεριφερικό οίδη α Συχνές
Γριππώδη συμπτώματα
Συχνές
Κόπωση Συχνές
μ Οίδη α προσώπου Όχι συχνές
Εξασθένιση Όχι συχνές
μ Αίσθη α κακουχίας Όχι συχνές
Λήθαργος Σπάνιες
Παρακλινικές
εξετάσεις
Ηπατικά ένζυμα
αυξημένα
Συχνές
μ Ουρία αί ατος
μαυξη ένη Συχνές
Κρεατινοφωσφοκινάση
μ μαί ατος αυξη ένη Συχνές
Κρεατινίνη αίματος
μαυξη ένη Σπάνιες
Έχουν αναφερθεί μεμονωμένα περιστατικά ραβδομυόλυσης σε χρονική
συσχέτιση με τη λήψη αναστολέων των υποδοχέων της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Επιπρόσθετες πληροφορίες σε ειδικούς πληθυσμούς
Στους ηλικιωμένους η συχνότητα εμφάνισης υπότασης είναι ελαφρώς
αυξημένη από σπάνια όχι συχνή.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Η ασφάλεια της olmesartan μελετήθηκε σε 361παιδιά και εφήβους, ηλικίας
1-17 χρονών κατά τη διάρκεια 2 κλινικών δοκιμών. Ενώ η φύση και η
σοβαρότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών είναι παρόμοια με εκείνη των
ενηλίκων, η συχνότητα των παρακάτω είναι υψηλότερη στα παιδιά:
Η επίσταξη είναι μια συχνή ανεπιθύμητη ενέργεια σε παιδιά (δηλαδή
≥ 1/100 έως <1/10), που δεν έχει αναφερθεί σε ενήλικες.
Κατά τη διάρκεια διπλά τυφλής μελέτης 3 εβδομάδων, η συχνότητα
για θεραπεία αναφαινόμενης ζάλης και κεφαλαλγίας σχεδόν
διπλασιάστηκε σε παιδιά 6-17 ετών στην ομάδα που λάμβανε υψηλή
δόση ολμεσαρτάνης.
Το συνολικό προφίλ ασφάλειας της ολμεσαρτάνης των παιδιατρικών
ασθενών δεν διαφέρει σημαντικά από το προφίλ ασφάλειας των
ενήλικων.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη
χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι
12
σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-
κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους
επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες
ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω του εθνικού συστήματος αναφοράς που
αναγράφεται στο παρακάτω:
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων
Μεσογείων 284
GR-15562 Χολαργός, Αθήνα
Τηλ: + 30 21 32040380/337
Φαξ: + 30 21 06549585
Ιστότοπος: http://www.eof.gr
4.9 Υπερδοσολογία
Υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες σχετικά με την υπερδοσολογία
στους ανθρώπους. Το πιθανότερο αποτέλεσμα μιας υπερδοσολογίας είναι
η υπόταση. Σε περίπτωση υπερδοσολογίας, ο ασθενής πρέπει να
παρακολουθείται προσεκτικά και να εφαρμόζεται συμπτωματική και
υποστηρικτική θεραπεία.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την δυνατότητα
απομάκρυνσης της olmesartan με αιμοκάθαρση.
5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες
Φαρμακοθεραπευτική κατηγορία: Ανταγωνιστές της αγγειοτασίνης
ΙΙ
Κωδικός ATC: C09CA08
Μηχανισμός δράσης /
Φαρμακοδυναμικές επιδράσεις
Η olmesartan medoxomil είναι ένας ισχυρός, από του στόματος ενεργός,
εκλεκτικός ανταγωνιστής του υποδοχέα (τύπου AT
1
) της αγγειοτασίνης
ΙΙ. Θεωρείται ότι αποκλείει όλες τις δράσεις της αγγειοτασίνης ΙΙ, μέσω
του υποδοχέα AT
1
, ανεξάρτητα από την πηγή ή την οδό της σύνθεσης της
αγγειοτασίνης ΙΙ. Ο εκλεκτικός ανταγωνισμός των υποδοχέων (AT
1
) της
αγγειοτασίνης ΙΙ έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της
ρενίνης και της συγκέντρωσης της αγγειοτασίνης Ι και ΙΙ στο πλάσμα
και την μερική ελάττωση των συγκεντρώσεων της αλδοστερόνης στο
πλάσμα.
Η αγγειοτασίνη ΙΙ είναι η πρωτογενής αγγειοδραστική ορμόνη του
συστήματος ρενίνης- αγγειοτασίνης-αλδοστερόνης και παίζει σημαντικό
ρόλο στην παθοφυσιολογία της υπέρτασης μέσω του τύπου 1 (ΑΤ
1
)
υποδοχέα.
13
Κλινική αποτελεσματικότητα και ασφάλεια
Στην υπέρταση, η olmesartan medoxomil προκαλεί δοσοεξαρτώμενη,
μακράς διάρκειας μείωση της αρτηριακής πίεσης. Δεν υπάρχουν
ενδείξεις υπότασης με την πρώτη δόση, ταχυφυλαξίας κατά τη
μακρόχρονη θεραπεία ή φαινομένου υποτροπής της υπέρτασης μετά από
τη διακοπή της θεραπείας.
Η χορήγηση olmesartan medoxomil μία φορά την ημέρα παρέχει
αποτελεσματική και ομαλή ελάττωση της αρτηριακής πίεσης, για όλο το
24ωρο διάστημα μεταξύ των δόσεων. Η χορήγηση μίας εφάπαξ δόσης
ημερησίως επιφέρει την ίδια ελάττωση της αρτηριακής πίεσης όπως και η
χορήγηση της ίδιας συνολικής ημερήσιας δοσολογίας διηρημένης σε δύο
δόσεις.
Με τη συνέχιση της θεραπείας, οι μέγιστες μειώσεις της αρτηριακής
πίεσης επιτυγχάνεται μετά από 8 εβδομάδες από την έναρξη της
θεραπείας, παρόλο που ένα σημαντικό ποσοστό της μείωσης της πίεσης
του αίματος παρατηρείται ήδη μετά από 2 βδομάδες θεραπείας. Όταν
χρησιμοποιείται μαζί με υδροχλωροθειαζίδη, επιτυγχάνεται επιπρόσθετη
ελάττωση της αρτηριακής πίεσης και η συγχορήγηση είναι καλά ανεκτή.
Η επίδραση της olmesartan στη θνησιμότητα και στη νοσηρότητα δεν είναι
ακόμη γνωστή.
Η τυχαιοποιημένη μελέτη Randomised Olmesartan and Diabetes Microalbuminuria
Prevention (ROADMAP) που διεξήχθη σε 4447 ασθενείς με σακχαρώδη
διαβήτη τύπου 2, νορμολευκωματινουρία και τουλάχιστον έναν πρόσθετο
παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, διερεύνησε κατά πόσο η θεραπεία
με olmesartan θα μπορούσε να καθυστερήσει την έναρξη της
μικρολευκωματινουρίας. Κατά τη διάρκεια της ενδιάμεσης
παρακολούθησης διάρκειας 3,2 χρόνων, οι ασθενείς έλαβαν είτε
olmesartan είτε εικονικό φάρμακο σε συνδυασμό με άλλους
αντιυπερτασικούς παράγοντες, εκτός από αναστολείς ΜΕΑ ή
αποκλειστές του υποδοχέα αγγειοτασίνης ΙΙ.
Σχετικά με το πρωτεύον καταληκτικό σημείο, η μελέτη έδειξε μια
σημαντική μείωση του κινδύνου σε σχέση με το χρόνο κατά την έναρξη
της μικρολευκωματινουρία, υπέρ της olmesartan. Μετά από προσαρμογή
για τις διαφορές της BP αυτή η μείωση του κινδύνου δεν ήταν πλέον
στατιστικά σημαντική. Το 8,2% (178 από 2.160) των ασθενών στην
ομάδα olmesartan και το 9,8% (210 από 2.139) στην ομάδα του εικονικού
φαρμάκου ανέπτυξε μικρολευκωματινουρία.
Σχετικά με τα δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία, καρδιαγγειακά
επεισόδια εμφανίστηκαν σε 96 ασθενείς (4,3%) με την olmesartan και σε
94 ασθενείς (4,2%) με το εικονικό φάρμακο.
14
Η συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής θνησιμότητας ήταν υψηλότερη
με olmesartan σε σύγκριση με θεραπεία με το εικονικό φάρμακο (15
ασθενείς (0,7%) έναντι 3 ασθενών (0,1%)), παρά τα παρόμοια ποσοστά
μη θανατηφόρων εγκεφαλικών επεισοδίων (14 ασθενείς (0,6%) έναντι 8
ασθενών (0,4%)), μη θανατηφόρων εμφραγμάτων του μυοκαρδίου (17
ασθενείς (0,8%) έναντι 26 ασθενών (1,2%)) και μη καρδιαγγειακής
θνησιμότητας (11 ασθενείς (0,5%) έναντι 12 ασθενών (0,5%)). Η
συνολική θνησιμότητα με olmesartan αριθμητικά αυξήθηκε (26 ασθενείς
(1,2%) έναντι 15 ασθενών (0,7%)), η οποία κυρίως προήλθε από τον
υψηλότερο αριθμό θανατηφόρων καρδιαγγειακών συμβαμάτων.
Η μελέτη Olmesartan Reducing Incidence of End-stage Renal Disease in Diabetic
Nephropathy Trial (ORIENT) διερεύνησε τις επιπτώσεις της olmesartan στα
νεφρικά και καρδιαγγειακά συμβάματα σε 577 τυχαιοποιημένους Ιάπωνες
και Κινέζους διαβητικούς ασθενείς τύπου 2 με έκδηλη νεφροπάθεια. Κατά
τη διάρκεια της ενδιάμεσης παρακολούθησης των 3,1 χρόνων, οι ασθενείς
έλαβαν είτε olmesartan είτε εικονικό φάρμακο σε συνδυασμό με άλλους
αντιυπερτασικούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων των αναστολέων
ΜΕΑ.
Το πρωτεύον σύνθετο καταληκτικό σημείο (χρόνος μέχρι την πρώτη
ενέργεια του διπλασιασμού της κρεατινίνης στον ορό, το τελικό σταδίο
νεφρικής νόσου, όλα τα αίτια θανάτου) συνέβη σε 116 ασθενείς στην
ομάδα olmesartan (41,1%) και 129 ασθενείς στην ομάδα του εικονικού
φαρμάκου (45,4%) (HR 0,97 (95% CI 0,75 - 1,24), p = 0,791). Το
δευτερεύον σύνθετο καρδιαγγειακό καταληκτικό σημείο συνέβη σε 40
ασθενείς υπό θεραπεία με olmesartan (14,2%) και σε 53 ασθενείς υπό
θεραπεία με εικονικό φάρμακο (18,7%). Αυτό το σύνθετο καρδιαγγειακό
καταληκτικό σημείο περιελάμβανε θάνατο καρδιαγγειακής αιτιολογίας
σε 10 (3,5%) ασθενείς που λάμβαναν ολμεσαρτάνη έναντι 3 (1,1%) που
λάμβαναν εικονικό φάρμακο, συνολική θνησιμότητα 19 (6,7%) ασθενείς
έναντι 20 (7,0%), μη θανατηφόρο αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο 8
(2,8%) ασθενείς έναντι 11 (3,9%) και μη θανατηφόρο έμφραγμα του
μυοκαρδίου 3 (1,1%) ασθενείς έναντι 7 (2.5%), αντίστοιχα.
Άλλες πληροφορίες Δύο μεγάλες τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες μελέτες
(ONTARGET (ONgoing Telmisartan Alone και σε συνδυασμό με τη μελέτη
Ramipril Global Endpoin) και VA NEPHRON-D (The Veterans Affairs Nephropathy in
Diabetes)) εξέτασαν τη χρήση του συνδυασμού ενός αναστολέα ΜΕΑ με
αποκλειστή του υποδοχέα αγγειοτασίνης ΙΙ.
Η ONTARGET ήταν μια μελέτη που διεξήχθη σε ασθενείς με ιστορικό
καρδιαγγειακής ή αγγειακής εγκεφαλικής νόσου ή σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2 που συνοδευόταν από ενδείξεις βλάβης του τελικού οργάνου. Η
VA NEPHRON-D ήταν μια μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη
τύπου 2 και διαβητική νεφροπάθεια.
15
Αυτές οι μελέτες δεν έχουν δείξει καμία σημαντικά ευεργετική επίδραση
στα νεφρικά ή/και καρδιαγγειακά συμβάματα και στη θνησιμότητα, ενώ
παρατηρήθηκε αυξημένος κίνδυνος για υπερκαλιαιμία, οξεία νεφρική
ανεπάρκεια ή/και υπόταση σε σύγκριση με τη μονοθεραπεία. Δεδομένου
των παρόμοιων φαρμακοδυναμικών ιδιοτήτων τους, τα αποτελέσματα
αυτά είναι σχετικά και για άλλους αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές
του υποδοχέα της αγγειοτασίνης ΙΙ.
Οι αναστολείς ΜΕΑ και αποκλειστές του υποδοχέα της αγγειοτασίνης ΙΙ
δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται ως ταυτόχρονη θεραπεία σε ασθενείς
με διαβητική νεφροπάθεια.
Η ALTITUDE (Aliskiren Trial in Type 2 Diabetes Using Cardiovascular
and Renal Disease Endpoints) ήταν μια μελέτη σχεδιασμένη για την
εξέταση του οφέλους της προσθήκης aliskiren σε μία τυπική θεραπεία
ενός αναστολέα ΜΕΑ ή αποκλεισμό του υποδοχέα της αγγειοτασίνης ΙΙ
σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και χρόνια νεφρική νόσο,
καρδιαγγειακή νόσο, ή και τα δύο. Η μελέτη τερματίστηκε πρόωρα
εξαιτίας του αυξημένου κινδύνου ανεπιθύμητων εκβάσεων.
Καρδιαγγειακοί θάνατοι και εγκεφαλικά επεισόδια ήταν και οι δύο
αριθμητικά συχνότεροι στην ομάδα της aliskiren σε σύγκριση με την
ομάδα του εικονικού φαρμάκου, και οι ανεπιθύμητες ενέργειες και οι
σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες ενδιαφέροντος (υπερκαλιαιμία, υπόταση
και νεφρική δυσλειτουργία) καταγράφηκαν συχνότερα στην ομάδα της
aliskiren σε σύγκριση με την ομάδα του εικονικού φαρμάκου.
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι αντιυπερτασικές επιδράσεις των ολμεσαρτάνης στον παιδιατρικό
πληθυσμό αξιολογήθηκαν σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή,
ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη σε 302 υπερτασικούς ασθενείς
ηλικίας 6 έως 17 ετών. Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελείτο από μια
ομάδα 112 ασθενών μαύρης φυλής και μιας μικτής φυλετικής ομάδας
190 ασθενών, συμπεριλαμβανομένων και 38 της μαύρης φυλής. Η
αιτιολογία της υπέρτασης ήταν κυρίως ιδιοπαθής υπέρταση (87% της
ομάδας της μαύρης φυλής και το 67% της μικτής ομάδας). Οι ασθενείς
που ζύγιζαν από 20 έως <35 kg τυχαιοποιήθηκαν σε 2,5 mg αμηλή
δόση) ή 20 mg (υψηλή δόση) της ολμεσαρτάνης άπαξ ημερησίως και
ασθενείς που ζύγιζαν ≥35 kg τυχαιοποιήθηκαν σε 5 mg (χαμηλή δόση) ή
40 mg (υψηλή δόση ) της ολμεσαρτάνης μία φορά την ημέρα. Η
ολμεσαρτάνη μείωσε σημαντικά τόσο τη συστολική και διαστολική
αρτηριακή πίεση με έναν τρόπο δοσοεξαρτώμενο και σταθμισμένο με το
βάρος.
Η ολμεσαρτάνη τόσο σε χαμηλές όσο και υψηλές δόσεις μείωσε
σημαντικά τη συστολική αρτηριακή πίεση κατά 6,6 και 11,9 mmHg από
την αρχική τιμή, αντίστοιχα. Αυτή η επίδραση παρατηρήθηκε επίσης
16
κατά τη διάρκεια των δύο εβδομάδων τυχαιοποιημένης φάσης
απόσυρσης, σύμφωνα με την οποία τόσο η μέση συστολική και όσο και η
διαστολική αρτηριακή πίεση έδειξαν μια στατιστικά σημαντική
ανάκαμψη στην ομάδα του εικονικού φαρμάκου σε σύγκριση με την
ομάδα της ολμεσαρτάνης. Η θεραπεία ήταν αποτελεσματική και στις δύο
ομάδες, παιδιατρικών ασθενών με πρωτογενή και δευτερογενή υπέρταση.
Όπως παρατηρήθηκε σε ενήλικες πληθυσμούς, οι μειώσεις της
αρτηριακής πίεσης ήταν μικρότερη σε ασθενείς της μαύρης φύλης.
Στην ίδια μελέτη, 59 ασθενείς ηλικίας 1 έως 5 ετών που ζύγιζαν ≥5 kg
έλαβαν 0,3 mg / kg ολμεσαρτάνης μία φορά ημερησίως για τρεις
εβδομάδες σε μια φάση ανοικτής επισήμανσης και στη συνέχεια
τυχαιοποιήθηκαν σε λήψη ολμεσαρτάνης ή εικονικού φαρμάκου σε μια
διπλά-τυφλή φάση. Στο τέλος της δεύτερης εβδομάδας της απόσυρσης, η
μέση συστολική / διαστολική αρτηριακή πίεση στο χαμηλότερο σημείο
ήταν 3/3 mmHg χαμηλότερη στην ομάδα που τυχαιοποιήθηκε σε
ολμεσαρτάνη. Αυτή η διαφορά στην πίεση του αίματος δεν ήταν
στατιστικά σημαντική (95% C.I. -2 να 7 / -1 έως 7).
5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες
Απορρόφηση και κατανομή
Η olmesartan medoxomil είναι προφάρμακο. Μετατρέπεται ταχέως στον
φαρμακολογικά ενεργό μεταβολίτη, olmesartan, από εστεράσες του
βλεννογόνου του εντέρου και του αίματος της πυλαίας κατά την
απορρόφησή της από το γαστρεντερικό σωλήνα.
Καμία ποσότητα αυτούσιας olmesartan medoxomil ή ανέπαφης πλευρικής
άλυσου medoxomil δεν έχει ανιχνευθεί στο πλάσμα ή στα απεκκρίματα.
Η μέση απόλυτη βιοδιαθεσιμότητα της olmesartan χορηγούμενης στη
φαρμακοτεχνική μορφή του δισκίου ήταν 25,6%.
Η μέση μέγιστη συγκέντρωση (C
max
) της olmesartan στο πλάσμα
επιτυγχάνεται σε 2 ώρες μετά τη λήψη από το στόμα της olmesartan
medoxomil και η συγκέντρωση της olmesartan στο πλάσμα αυξάνεται σχεδόν
γραμμικά σε σχέση με τις εφάπαξ από του στόματος αυξανόμενες
δόσεις μέχρι περίπου 80 mg.
Η τροφή έχει ελάχιστη επίδραση στη βιοδιαθεσιμότητα της olmesartan
και ως εκ τούτου η olmesartan medoxomil μπορεί να χορηγείται με ή
χωρίς τροφή.
Δεν έχουν παρατηρηθεί κλινικά σημαντικές διαφορές στην
φαρμακοκινητική της olmesartan που να σχετίζονται με το φύλο.
Η ολμεσαρτάνη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τις πρωτεΐνες του
17
πλάσματος (> 99,7%), αλλά η δυνατότητα για κλινικά σημαντικές
αλληλεπιδράσεις εκτόπισης δεσμευμένων πρωτεϊνών, μεταξύ της
olmesartan και άλλων με έντονο βαθμό δέσμευσης συγχορηγούμενων
φαρμάκων είναι μικρή (όπως επιβεβαιώνεται κλινικά από την έλλειψη
σημαντικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της olmesartan medoxomil και της
βαρφαρίνης). Η δέσμευση της olmesartan με τα αιμοσφαίρια είναι
ασήμαντη. Ο μέσος όγκος κατανομής μετά από ενδοφλέβια χορήγηση
είναι χαμηλός (16 – 29 L).
Βιομετασχηματισμός και αποβολή
Η ολική κάθαρση πλάσματος είναι τυπικά 1,3 L/h (CV 19%) και είναι
σχετικά αργή συγκρινόμενη με την ηπατική ροή του αίματος (ca 90L/h).
Μετά από εφάπαξ από του στόματος χορήγηση ραδιοσημασμένης με
14C olmesartan medoxomil, το 10 - 16% της χορηγηθείσας
ραδιενέργειας αποβλήθηκε στα ούρα (το μεγαλύτερο μέρος της σε 24
ώρες μετά τη χορήγηση της δόσης) και το υπόλοιπο της ανακτηθείσας
ραδιενέργειας αποβλήθηκε στα κόπρανα. Με βάση τη συστηματική
διαθεσιμότητα του 25,6%, μπορεί να υπολογιστεί ότι η olmesartan που
απορροφάται αποβάλλεται τόσο μέσω των νεφρών (περίπου 40%), όσο
και μέσω της ηπατοχολικής οδού (περίπου 60%). Όλη η ανακτηθείσα
ραδιενέργεια ανιχνεύθηκε ως olmesartan. Δεν ανιχνεύθηκε άλλος
σημαντικός μεταβολίτης. Η εντερο-ηπατική ανακύκλωση της olmesartan
είναι ελάχιστη. Καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό της olmesartan
medoxomil απεκκρίνεται μέσω της χολής, δεν ενδείκνυται η χορήγηση
σε ασθενείς με απόφραξη των χοληφόρων οδών (βλ. παράγραφο 4.3.).
Ο τελικός χρόνος ημιζωής της olmesartan ποικίλλει μεταξύ 10 και 15
ωρών μετά από επαναλαμβανόμενες από του στόματος δόσεις.
Σταθεροποιημένη κατάσταση επιτυγχάνεται μετά τις πρώτες δόσεις και
δεν παρατηρήθηκε καμία επιπλέον συσσώρευση μετά από
επαναλαμβανόμενη χορήγηση επί 14 ημέρες. Η νεφρική κάθαρση ήταν
περίπου 0,5 – 0,7 L/ώρα και ήταν ανεξάρτητη από τη δόση.
Φαρμακοκινητικές σχέσεις σε ειδικούς πληθυσμούς
Ηλικιωμένα άτομα (65 χρονών και άνω)
Στους υπερτασικούς ασθενείς, η ΑUC στην σταθεροποιημένη κατάσταση
αυξήθηκε κατά περίπου 35% στους ηλικιωμένους ασθενείς (ηλικίας 65
75 χρονών) και κατά περίπου 44% στους ηλικιωμένους (ηλικίας ≥75
χρονών) συγκριτικά με την ομάδα νεώτερης ηλικίας ασθενών. Αυτό
μπορεί να σχετίζεται εν μέρει με την μέση μείωση της νεφρικής
λειτουργίας σε αυτή την ομάδα ασθενών.
Νεφρική ανεπάρκεια
Σε ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, η AUC στη σταθεροποιημένη
κατάσταση ισορροπίας αυξήθηκε κατά 62%, 82% και 179% σε ήπια,
18
μέτρια και σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια αντίστοιχα, σε σύγκριση με υγιή
άτομα της ομάδας ελέγχου (βλ. 4.2. και 4.4).
Ηπατική ανεπάρκεια
Μετά από εφάπαξ χορήγηση olmesartan από το στόμα, οι τιμές της AUC
ήταν 6% και 65%
υψηλότερες σε ασθενείς με ήπια και μέτρια ηπατική ανεπάρκεια,
αντίστοιχα, από ό,τι σε υγιή άτομα της ομάδας ελέγχου. Το αδέσμευτο
κλάσμα της olmesartan medoxomil 2 ώρες μετά από τη δόση σε υγιείς
εθελοντές, και σε ασθενείς με ήπια και μέτρια ηπατική ανεπάρκεια ήταν
0,26%, 0,34% και 0,41%, αντίστοιχα. Μετά από επαναλαμβανόμενες
δόσεις σε ασθενείς με μέτρια ηπατική ανεπάρκεια, η μέση AUC της
olmesartan ήταν πάλι περίπου 65% υψηλότερη από ό,τι σε υγιή άτομα
της ομάδας ελέγχου. Οι μέσες τιμές C
max
της olmesartan ήταν παρόμοιες
σε ασθενείς με ηπατική ανεπάρκεια και σε υγιείς εθελοντές. Η
olmesartan medoxomil δεν έχει αξιολογηθεί σε ασθενείς με σοβαρή
ηπατική ανεπάρκεια (βλ. 4.2., 4.4.)
Αλληλεπίδραση φαρμάκων
Κολεσεβελάμη, παράγοντας δέσμευσης των χολικών οξέων
Η ταυτόχρονη χορήγηση 40 mg
olmesartan medoxomil
και 3750 mg
υδροχλωρικής κολεσεβελάμης σε υγιείς εθελοντές είχε ως
αποτέλεσμα 28% μείωση της
c
max
και 39% μείωση της AUC της
ολμεσαρτάνης. Μικρότερες επιδράσεις, 4% και 15% μείωση στη
c
max
και AUC αντίστοιχα, παρατηρήθηκαν όταν η olmesartan medoxomil
χορηγήθηκε 4 ώρες πριν από την υδροχλωρική κολεσεβελάμη. Ο
χρόνος ημίσειας ζωής της ολμεσαρτάνης μειώθηκε κατά 50-52%
ανεξάρτητα από το εάν χορηγούνται ταυτόχρονα ή 4 ώρες πριν από
την υδροχλωρική κολεσεβελάμη (βλ. παράγραφο 4.5).
Παιδιατρικός πληθυσμός
Οι φαρμακοκινητικές ιδιότητες της ολμεσαρτάνης μελετήθηκαν σε
υπερτασικούς παιδιατρικούς ασθενείς ηλικίας 1 έως 16 ετών. Η κάθαρση
της ολμεσαρτάνης σε παιδιατρικούς ασθενείς ήταν παρόμοια με αυτή
των ενηλίκων ασθενών όταν ρυθμιστεί σύμφωνα με το σωματικό βάρος.
Δεν υπάρχουν φαρμακοκινητικές διαθέσιμες πληροφορίες σε
παιδιατρικούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια.
5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια
Σε μελέτες χρόνιας τοξικότητας σε επίμυες και σκύλους, η olmesartan
medoxomil παρουσίασε παρόμοια αποτελέσματα με άλλους
ανταγωνιστές των AT
1
υποδοχέων και με αναστολείς ΜΕΑ: αυξημένη
ουρία αίματος (BUN) και κρεατινίνη (μέσω λειτουργικών μεταβολών
στους νεφρούς που προκαλούνται από τον αποκλεισμό των AT
1
υποδοχέων), μείωση του βάρους της καρδιάς, μείωση των παραμέτρων
19
των ερυθροκυττάρων (ερυθροκύτταρα, αιμοσφαιρίνη, αιματοκρίτη),
ιστολογικές ενδείξεις νεφρικής βλάβης (αναπλαστικές βλάβες του
νεφρικού επιθηλίου, πάχυνση της βασικής μεμβράνης, διάταση των
σωληναρίων). Αυτές οι ανεπιθύμητες ενέργειες προκαλούμενες από τη
φαρμακολογική δράση της olmesartan medoxomil έχουν επίσης
εμφανιστεί σε προκλινικές δοκιμές και άλλων ανταγωνιστών των AT
1
υποδοχέων και των αναστολέων ΜΕΑ και μπορούν να ελαττωθούν με
την άμεση χορήγηση από το στόμα χλωριούχου νατρίου.
Και στα δύο είδη πειραματόζωων, παρατηρήθηκε αυξημένη δράση της
ρενίνης στο πλάσμα και υπερτροφία/υπερπλασία των
παρασπειραματικών κυττάρων των νεφρών. Αυτές οι μεταβολές, οι
οποίες είναι τυπική επίδραση των φαρμάκων της κατηγορίας των
αναστολέων ΜΕΑ και άλλων ανταγωνιστών των AT
1
υποδοχέων,
φαίνεται ότι δεν έχουν κλινική σημασία.
Όπως και άλλοι AT
1
ανταγωνιστές υποδοχέων, η olmesartan medoxomil
βρέθηκε να αυξάνει την συχνότητα θραύσης των χρωμοσωμάτων σε
κυτταρικές καλλιέργειες in
vitro. Δεν παρατηρήθηκαν σχετικά
αποτελέσματα σε μερικές in
vivo
μελέτες με τη χορήγηση από του
στόματος olmesartan medoxomil σε μεγάλες δόσεις μέχρι 2000 mg/kg. Τα
συνολικά αποτελέσματα εμπεριστατωμένων δοκιμών
γονιδιοτοξικότητας υποδηλώνουν ότι η olmesartan medoxomil είναι πολύ
απίθανο να προκαλεί γονιδιοτοξικές αντιδράσεις σε συνθήκες κλινικής
χρήσης.
Η olmesartan medoxomil δεν ήταν καρκινογόνος, ούτε στους επίμυες
μετά από μελέτες 2 ετών, ούτε στους μύες μετά από μελέτες
καρκινογένεσης 6 μηνών χρησιμοποιώντας διαγονιδιακά μοντέλα.
Σε μελέτες αναπαραγωγικής ικανότητας σε επίμυες, η olmesartan
medoxomil δεν επηρέασε τη γονιμότητα και δεν υπήρχαν ενδείξεις
τερατογόνου επίδρασης. Όπως και με άλλους ανταγωνιστές της
αγγειοτασίνης II, η επιβίωση των επιγόνων μειώθηκε μετά την έκθεση
στην olmesartan medoxomil και παρατηρήθηκε μετά την έκθεση των
μητέρων στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης και στη γαλουχία,
διάταση της νεφρικής πυέλου. Όπως και άλλοι αντιυπερτασικοί
παράγοντες, η olmesartan medoxomil φαίνεται ότι είναι περισσότερο
τοξική σε κυοφορούντες κονίκλους από ό,τι σε κυοφορούντες επίμυες,
ωστόσο, δεν υπήρξαν ενδείξεις τοξικής επίδρασης στο έμβρυο.
6. ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
6.1 Κατάλογος εκδόχων
Πυρήνας του δισκίου:
Lactose Monohydrate
20
Cellulose, microcrystalline
Hydroxypropylcellulose
Colloidal Silica, Anhydrous
Stearic acid
Επικάλυψη του δισκίου:
Hypromellose
Hydroxypropylcellulose
Macrogols 400
Titanium dioxide (E171)
Talc
6.2 Ασυμβατότητες
Δεν εφαρμόζεται
6.3 Διάρκεια ζωής
2 χρόνια
6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος
Μη φυλάσσετε σε θερμοκρασία μεγαλύτερη των 30°C.
Φυλάσσετε στην αρχική συσκευασία για να προστατεύεται από την
υγρασία.
6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη
Κυψελίδες αλουμινίου//αλουμινίου που περιέχουν 7, 10, 14, 28, 30, 56,
98 επικαλυμμένα με λεπτό υμενίο δισκία.
Μπορεί να μην κυκλοφορούν όλες οι συσκευασίες.
6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης
Καμία ειδική υποχρέωση.
Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να
απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές
διατάξεις.
7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Sandoz Pharmaceuticals d.d.
Sandoz d.d.
Verovškova Ulica 57,
SI-1000 Ljubljana
21
Slovenia
8. ΑΡΙΘΜΟΣ(ΟΙ) ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ
Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο
9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ/ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ
ΑΔΕΙΑΣ
Να συμπληρωθεί σε εθνικό επίπεδο
10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Να συμπηρωθεί σε εθνικό επίπεδο
22