αυξημένες. Στη γενιά F
1
στο ίδιο επίπεδο δόσης, το μέσο βάρος σώματος
παρουσίαζε ελάττωση από τη γέννηση μέχρι την τελική θανάτωση και ο
αριθμός των νεογνών που επέτυχαν τα κριτήρια για διαχωρισμό της
ακροποσθίας μειώθηκε ελαφρά. Η γονιμότητα της γενιάς F
1
δεν
επηρεάστηκε, ενώ στα 45 mg/kg/ημέρα παρατηρήθηκε αυξημένος αριθμός
επαναρροφήσεων και μειωμένος αριθμός βιώσιμων εμβρύων. Το όριο
δόσης χωρίς παρατηρηθέν αποτέλεσμα (NOEL), τόσο για τη μητρική
γενιά όσο και για τη γενιά F
1
ήταν 15 mg/kg/ημέρα (ένα τέταρτο της
μέγιστης δόσης στον άνθρωπο των 800 mg).
Η ιματινίμπη ήταν τερατογόνος στους αρουραίους, χορηγούμενο κατά τη
διάρκεια της οργανογένεσης, σε δόσεις ≥ 100 mg/kg, περίπου ανάλογης
της μεγίστης κλινικής δόσης των 800 mg/ημέρα, βάσει της επιφάνειας
σώματος. Οι τερατογόνες επιδράσεις περιελάμβαναν εξωεγκέφαλο ή
εγκεφαλοκήλη, από εσμικρυσμένο μετωπιαίο οστούν και απόντα
βρεγματικά οστά. Αυτές οι επιδράσεις δεν παρατηρήθηκαν σε δόσεις ≤
30 mg/kg.
Δεν ταυτοποιήθηκαν νέα όργανα στόχοι στην τοξικολογική μελέτη
ανάπτυξης σε νεαρούς αρουραίους (ημέρα 10 έως 70 μετά τον τοκετό) σε
σχέση με τα γνωστά όργανα στόχους σε ενήλικες αρουραίους. Στην
τοξικολογική μελέτη σε νεαρούς αρουραίους, παρατηρήθηκαν επιδράσεις
στην ανάπτυξη, καθυστέρηση ανοίγματος του κόλπου και διαχωρισμός
της ακροποσθίας σε περίπου 0,3 έως 2 φορές τη μέση παιδιατρική έκθεση
κατά την υψηλότερη συνιστώμενη δόση των 340 mg/m
2
. Επιπλέον,
παρατηρήθηκε θνησιμότητα σε νεαρά ζώα (γύρω στη φάση του
απογαλακτισμού) σε περίπου 2 φορές τη μέση παιδιατρική έκθεση κατά
την υψηλότερη συνιστώμενη δόση των 340 mg/m
2
.
Σε μια μελέτη καρκινογένεσης σε αρουραίους, διάρκειας 2 ετών, η
χορήγηση της ιματινίμπης σε δόσεις 15, 30 και 60 mg/kg/ημέρα είχε ως
αποτέλεσμα μια στατιστικά σημαντική μείωση της μακροβιότητας των
αρρένων στα 60 mg/kg/ημέρα και των θηλέων σε δόσεις ≥ 30
mg/kg/ημέρα. Η ιστοπαθολογική εξέταση των απογόνων απεκάλυψε ως
πρωταρχικές αιτίες θανάτου ή λόγους για θυσία, τη μυοκαρδιοπάθεια
(και στα δύο φύλλα), τη χρόνια προοδευτική νεφροπάθεια (στα θήλεα)
και το θήλωμα του αδένα της ακροποσθίας. Τα όργανα στόχοι για τις
νεοπλαστικές μεταβολές ήταν οι νεφροί, η ουροδόχος κύστη, η ουρήθρα,
ο αδένας της ακροποσθίας και κλειτορίδας, το λεπτό έντερο, οι
παραθυρεοειδείς αδένες, τα επινεφρίδια και ο μη αδενώδης στόμαχος.
Το θήλωμα/καρκίνωμα του αδένα της ακροποσθίας/κλειτορίδας
παρατηρήθηκε σε δόσεις από 30 mg/kg/ημέρα και άνω που
αντιπροσωπεύει περίπου 0,5 ή 0,3 φορές την ανθρώπινη ημερήσια έκθεση
(με βάση την AUC) στα 400 mg/ημέρα ή στα 800 mg/ημέρα, αντίστοιχα
και 0,4 φορές την ανθρώπινη ημερήσια έκθεση στα παιδιά (με βάση την
AUC) στα 340 mg/m
2
/ημέρα. Το όριο δόσης χωρίς παρατηρηθέν
αποτέλεσμα (NOEL) ήταν 15 mg/kg/ημέρα. Το νεφρικό
αδένωμα/καρκίνωμα, η ουροδόχος κύστη και το θήλωμα της ουρήθρας,
τα αδενοκαρκινώματα του λεπτού εντέρου, τα αδενώματα των
παραθυρεοειδών αδένων, οι καλοήθεις και κακοήθεις μυελώδεις όγκοι
των επινεφριδίων και τα θηλώματα/καρκινώματα του μη-αδενώδους
στομάχου παρατηρήθηκαν στα 60 mg/kg/ημέρα, που αντιπροσωπεύει
περίπου 1,7 ή 1 φορά την ανθρώπινη ημερήσια έκθεση (με βάση την AUC)
στα 400 mg/ημέρα ή στα 800 mg/ημέρα αντίστοιχα και 1,2 φορές την
ανθρώπινη ημερήσια έκθεση στα παιδιά (με βάση την AUC) στα 340
mg/m
2
/ημέρα. Το όριο δόσης χωρίς παρατηρηθέν αποτέλεσμα (NOEL)
ήταν 30 mg/kg/ημέρα.